Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ / 14 – 30 – 14 Καί ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης φανερόν γάρ εγένετο τό όνομα αυτού καί έλεγεν ότι Ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη, καί διά τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ. 15 άλλοι έλεγον ότι Ηλίας εστίν άλλοι δέ έλεγον ότι προφήτης ως είς τών προφητών.
16 ακούσας δέ ο Ηρώδης είπεν ότι Όν εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην, ούτός εστιν αυτός ηγέρθη εκ νεκρών. 17 αυτός γάρ ο Ηρώδης αποστείλας εκράτησε τόν Ιωάννην καί έδησεν αυτόν εν φυλακή διά Ηρωδιάδα τήν γυναίκα Φιλίππου τού αδελφού αυτού ότι αυτήν εγάμησεν. 18 έλεγε γάρ ο Ιωάννης τώ Ηρώδη ότι Ουκ έξεστί σοι έχειν τήν γυναίκα τού αδελφού σου.
19 η δέ Ηρωδιάς ενείχεν αυτώ καί ήθελεν αυτόν αποκτείναι, καί ουκ ηδύνατο 20 ο γάρ Ηρώδης εφοβείτο τόν Ιωάννην, ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον καί άγιον, καί συνετήρει αυτόν καί ακούσας αυτού πολλά εποίει καί ηδέως αυτού ήκουε. 21 καί γενομένης ημέρας ευκαίρου, ότε Ηρώδης τοίς γενεσίοις αυτού δείπνον εποίει τοίς μεγιστάσιν αυτού καί τοίς χιλιάρχοις καί τοίς πρώτοις τής Γαλιλαίας, 22 καί εισελθούσης τής θυγατρός αυτής τής Ηρωδιάδος καί ορχησαμένης καί αρεσάσης τώ Ηρώδη καί τοίς συνανακειμένοις, είπεν ο βασιλεύς τώ κορασίω Αίτησόν με ό εάν θέλης, καί δώσω σοι. 23 καί ώμοσεν αυτή ότι Ό εάν με αιτήσης δώσω σοι έως ημίσους τής βασιλείας μου.
24 η δέ εξελθούσα είπε τή μητρί αυτής Τί αιτήσομαι; η δέ είπε Τήν κεφαλήν Ιωάννου τού βαπτιστού. 25 καί εισελθούσα ευθέως μετά σπουδής πρός τόν βασιλέα ητήσατο λέγουσα Θέλω ίνα μοι δώς εξαυτής επί πίνακι τήν κεφαλήν Ιωάννου τού βαπτιστού. 26 καί περίλυπος γενόμενος ο βασιλεύς, διά τούς όρκους καί τούς συνανακειμένους ουκ ηθέλησεν αυτήν αθετήσαι. 27 καί ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτωρα επέταξεν ενεχθήναι τήν κεφαλήν αυτού.
28 ο δέ απελθών απεκεφάλισεν αυτόν εν τή φυλακή, καί ήνεγκε τήν κεφαλήν αυτού επί πίνακι καί έδωκεν αυτήν τώ κορασίω, καί τό κοράσιον έδωκεν αυτήν τή μητρί αυτής. 29 καί ακούσαντες οι μαθηταί αυτού ήλθον καί ήραν τό πτώμα αυτού, καί έθηκαν αυτό εν μνημείω. 30 Καί συνάγονται οι απόστολοι πρός τόν Ιησούν, καί απήγγειλαν αυτώ πάντα, καί όσα εποιήσαν καί όσα εδίδαξαν.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ / 14 – 30
14 Καί ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης περί τού Ιησού καί περί τών έργων αυτού καί τών μαθητών του. Διότι έγινε φανερόν καί γνωστόν τό όνομα τού Ιησού. Καί έλεγεν ο Ηρώδης ότι ο Ιωάννης ο βαπτιστής ανεστήθη εκ νεκρών μέ νέα αποστολήν καί μέ νέα χαρίσματα από τόν Θεόν καί δι΄ αυτό αι υπερφυσικαί δυνάμεις ενεργούν δι αυτού. 15 Άλλοι δέ, πού εσύγχυζαν τόν Ιησούν μέ τούς παλαιούς προφήτας, έλεγον ότι αυτός είναι ο Ηλίας άλλοι δέ έλεγον, ότι είναι προφήτης σάν ένας από τούς προφήτας.
16 Όταν δέ ήκουσεν ο Ηρώδης αυτά, πού έλεγαν οι διάφοροι διά τόν Ιησούν, είπεν, ότι αυτός είναι ο Ιωάννης, τόν οποίον εγώ απεκεφάλισα. Αυτός ανέστη εκ νεκρών. 17 Καί είπεν αυτά ο Ηρώδης, διότι αυτός ο ίδιος έστειλε καί συνέλαβε τόν Ιωάννην καί τόν έρριψε δεμένον εις τήν φυλακήν εξ αιτίας τής Ηρωδιάδος, πού ήτο σύζυγος τού αδελφού του Φιλίππου καί ο Ηρώδης τήν επήρε σύζυγον. 18 Έγινε δέ τούτο αιτία τής φυλακίσεως τού Ιωάννου, διότι έλεγεν ο Ιωάννης εις τόν Ηρώδην, ότι δέν σού επιτρέπεται από τόν νόμον τού Θεού νά έχης σύζυγον τήν γυναίκα τού αδελφού σου, ο οποίος ζή ακόμη. 19 Η δέ Ηρωδιάς εκράτει μέσα της μίσος κατ αυτού καί ήθελε νά τόν φονεύση καί δέν ηδύνατο.
20 Δέν ηδύνατο δέ η Ηρωδιάς νά φονεύση τόν Ιωάννην, διότι ο Ηρώδης εφοβείτο αυτόν καί διά τόν σεβασμόν, πού τού είχεν ο λαός, αλλά καί διότι τόν εγνώριζεν ως άνθρωπον δίκαιον καί άγιον. Καί δι αυτό τόν διετήρει εις τήν ζωήν καί όταν τόν ήκουσε κάποτε εις τήν φυλακήν, πολλά απ εκείνα, πού τόν συνεβούλευσεν ο Ιωάννης, τά έκαμε, καί οσάκις συνήντα τόν Ιωάννην, τόν ήκουε μέ ευχαρίστησιν. 21 Καί όταν ήλθεν ημέρα, πού έδιδεν ευκαιρίαν εις τήν Ηρωδιάδα νά εκτελέση τό σχέδιόν της, όταν δηλαδή ο Ηρώδης διά τά γενέθλιά του έκανε δείπνον εις τούς μεγάλους άρχοντας καί εις τούς ανωτέρους αξιωματικούς τού στρατού καί εις τούς προύχοντας τής Γαλιλαίας,
22 καί εμβήκεν αυτή η ιδία η θυγατέρα τής Ηρωδιάδος, καί εχόρευσε χορόν άσεμνον καί πολύ εξευτελισμένον, καί ήρεσεν εις τόν Ηρώδην καί εις τούς καθισμένους μαζί του εις τό τραπέζι, είπεν ο βασιλεύς εις τό κοράσιον Ζήτησέ μου ο,τιδήποτε θέλεις, καί θά σού τό δώσω. 23 Καί τής ωρκίσθη, ότι θά σού δώσω ό,τι καί άν μού ζητήσης έως τό μισό βασίλειόν μου. 24 Εκείνη δέ εβγήκε καί είπε εις τήν μητέρα της Τί νά ζητήσω; Αυτή δέ είπε: Ζήτησε τήν κεφαλήν τού Ιωάννου τού βαπτιστού. 25 Καί εμβήκεν εκείνη αμέσως βιαστικά εις τόν βασιλέα καί εζήτησε λέγουσα θέλω νά μου δώσης αυτήν τήν ώραν καί χωρίς χρονοτριβήν μέσα εις πιάτο τήν κεφαλήν Ιωάννου τού Βαπτιστού.
26 Καί ο βασιλεύς κατελυπήθη διότι είχε βάλει όρκους, ήσαν δέ παρόντες καί αυτοί, πού εκάθηντο μαζί του εις τό τραπέζι, εις τούς οποίους δέν ήθελε νά παρουσιασθή ψεύτης καί επίορκος. Καί μολονότι ελυπείτο πολύ νά θανατώση τόν Ιωάννη, δέν ηθέλησε νά τής αρνηθή καί νά αθετήση τήν υπόσχεσίν του. 27 Καί αμέσως ο βασιλεύς έστειλεν ένα στρατιώτην από τούς σωματοφύλακάς του μέ τήν διαταγήν νά φέρη τήν κεφαλή τού Ιωάννου. 28 Αυτός δέ επήγε καί τόν απεκεφάλισε εις τήν φυλακήν καί έφερε μέσα εις πιάτο τήν κεφαλήν τού Ιωάννου καί τήν έδωκε εις τό κοράσιον καί τό κοράσιον τήν έδωκεν εις τήν μητέρα της.
29 Καί όταν ήκουσαν τούτο οι μαθηταί τού Ιωάννου, ήλθον καί εσήκωσαν τό λείψανόν του καί τό έβαλαν μέσα εις μνημείον. 30 Καί συναθροίζονται από τήν περιοδείαν οι Απόστολοι πλησίον τού Ιησού καί ανέφεραν εις αυτόν όλα, δηλαδή καί όσα έργα καί θαύματα έκαμαν καί όσα εδίδαξαν.