Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η/ 27 – 39 – 27 εξελθόντι δέ αυτώ επί τήν γήν υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ τής πόλεως, ός είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, καί ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο, καί εν οικία ουκ έμενεν, αλλ εν τοίς μνήμασιν.
28 ιδών δέ τόν Ιησούν καί ανακράξας προσέπεσεν αυτώ καί φωνή μεγάλη είπε Τί εμοί καί σοί, Ιησού υιέ τού Θεού τού υψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσης. 29 παρήγγειλε γάρ τώ πνεύματι τώ ακαθάρτω εξελθείν από τού ανθρώπου. πολλοίς γάρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, καί εδεσμείτο αλύσεσι καί πέδαις φυλασσόμενος, καί διαρρήσσων τά δεσμά ηλαύνετο υπό τού δαίμονος εις τάς ερήμους. 30 επηρώτησε δέ αυτόν ο Ιησούς λέγων Τί σοί εστιν όνομα; ο δέ είπε Λεγεών ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν 31 καί παρεκάλει αυτόν ίνα μή επιτάξη αυτοίς εις τήν άβυσσον απελθείν.
32 Ήν δέ εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένη εν τώ όρει καί παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν καί επέτρεψεν αυτοίς. 33 εξελθόντα δέ τά δαιμόνια από τού ανθρώπου εισήλθον εις τούς χοίρους, καί ώρμησεν η αγέλη κατά τού κρημνού εις τήν λίμνην καί απεπνίγη. 34 ιδόντες δέ οι βόσκοντες τό γεγενημένον έφυγον, καί απήγγειλαν εις τήν πόλιν καί εις τούς αγρούς. 35 εξήλθον δέ ιδείν τό γεγονός, καί ήλθον πρός τόν Ιησούν, καί εύρον καθήμενον τόν άνθρωπον, αφ ού τά δαιμόνια εξεληλύθει, ιματισμένον καί σωφρονούντα παρά τούς πόδας τού Ιησού, καί εφοβήθησαν.
36 απήγγειλαν δέ αυτοίς οι ιδόντες πώς εσώθη ο δαιμονισθείς. 37 καί ηρώτησαν αυτόν άπαν τό πλήθος τής περιχώρου τών Γαδαρηνών απελθείν απ αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο αυτός δέ εμβάς εις τό πλοίον υπέστρεψεν. 38 εδέετο δέ αυτού ο ανήρ, αφ ού εξεληλύθει τά δαιμόνια, είναι σύν αυτώ απέλυσε δέ αυτόν ο Ιησούς λέγων 39 Υπόστρεφε εις τόν οίκόν σου καί διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. καί απήλθε καθ όλην τήν πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η/ 27 – 39
27 Όταν δέ ο Ιησούς εβγήκεν εις τήν ξηράν, τόν συνήντησε κάποιος άνθρωπος καταγόμενος από τήν πόλιν, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια καί δέν εφορούσεν επάνω του ρούχα καί δέν έμενεν εις σπίτι, αλλά μέσα εις τά μνήματα. 28 Όταν όμως είδε τόν Ιησούν, από τόν φόβον τού εφώναξε δυνατά καί έπεσεν εις τούς πόδας του καί μέ φωνήν μεγάλην είπε Ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ εμού καί σού καί τί ζητάς από εμέ, Ιησού, Υιέ τού Θεού τού Υψίστου; Σέ παρακαλώ μή μέ βασανίσης, καί μή μού επιβάλης τήν τιμωρίαν νά εγκλεισθώ από τώρα εις τά σκότη τού Άδου.
29 Είπε δέ τόν λόγον αυτόν ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Ιησούς παρήγγειλε καί διέταξε τό ακάθαρτον πνεύμα νά βγή από τόν άνθρωπον. Διότι επί πολλά έτη τόν είχε κυριεύσει. Καί λόγω τής αγρίας εξάψεως, πού τού εδημιουργεί, τόν έδεναν μέ αλύσεις καί μέ σιδηρά δεσμά εις τά πόδια, επειδή τόν εφύλαττον νά μή κακοποιήση ή βλάψη τινά. Αλλ αυτός έσπαζε τά δεσμά καί εσύρετο βιαίως υπό τού δαίμονος εις τούς ερήμους τόπους. 30 Τόν ηρώτησε δέ ο Ιησούς καί τού είπε Τί είναι τό όνομά σου; Αυτός δέ είπε Λεγεών, δηλαδή σύνταγμα στρατιωτών. Καί ήτο αυτό τό όνομά του, διότι ουχί έν, αλλά πολλά δαιμόνια είχον εισέλθει εις τόν άνθρωπον αυτόν.
31 Καί διά στόματος τού δαιμονιζομένου παρεκάλουν αυτόν νά μή διατάξη νά υπάγουν εις τά τρίσβαθα τού Άδου. 32 Ήτο δέ εκεί ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους, πού έβοσκαν εις τό βουνόν. Καί τόν παρεκάλουν νά επιτρέψη εις αυτά νά έμβουν εις εκείνους τούς χοίρους. Καί επειδή αυτοί, πού έτρεφον τούς χοίρους, έπραττον τούτο παρά τόν Μωσαϊκόν νόμον, ο οποίος απηγόρευεν ως ακάθαρτον τό χοιρινόν κρέας, ο Κύριος τιμωρών τήν παρανομίαν ταύτην επέτρεψε τούτο εις αυτά. 33 Αφού δέ εβγήκαν τά δαιμόνια από τόν άνθρωπον, εμβήκαν εις τούς χοίρους. Καί έτρεξεν ασυγκράτητα καί μέ μανίαν τό κοπάδι από τό επάνω μέρος τού κρημνού πρός τά κάτω εις τήν λίμνην καί επνίγη.
34 Όταν δέ εκείνοι, πού έβοσκαν τούς χοίρους, είδαν αυτό πού έγινεν, έφυγαν. Καί ανήγγειλαν τό συμβάν τής καταστροφής τών χοίρων εις τούς κατοίκους τής πόλεως καί εις εκείνους, πού έμεναν έξω εις τούς αγρούς. 35 Εβγήκαν δέ από τήν πόλιν καί τά περίχωρα οι άνθρωποι διά νά ίδουν εκείνο πού έγινε. Καί ήλθον εις τόν Ιησούν. Καί ηύραν τόν άνθρωπον, από τόν οποίον είχαν βγή τά δαιμόνια, νά κάθεται κοντά εις τούς πόδας τού Ιησού ενδεδυμένος καί σωφρονισμένος. Καί εφοβήθησαν. 36 Τούς διηγήθησαν δέ καί εκείνοι, πού είχαν ίδει τό περιστατικόν, πώς έγινε καλά ο δαιμονισμένος.
37 Καί τόν παρεκάλεσαν όλον τό πλήθος τής περιφερείας τών Γαδαρηνών νά φύγη από αυτούς, διότι εκυριεύθησαν από μεγάλον φόβον, όταν είδαν τήν δικαίαν τιμωρίαν, πού επεβλήθη εις αυτούς, οι οποίοι παρά τήν απαγόρευσιν τού νόμου έτρεφον χοίρους. Αυτός δέ, αφού εμβήκεν εις τό πλοίον, επέστρεψεν εις τό μέρος, από τό οποίον είχεν έλθει. 38 Παρεκάλει δέ αυτόν ο άνθρωπος, από τόν οποίον είχαν βγή τά δαιμόνια, νά μένη μαζί του. Ο Ιησούς όμως τόν αφήκεν ελεύθερον καί τού παρήγγειλε νά φύγη λέγων· 39 Γύρισε οπίσω εις τό σπίτι σου καί διηγού όσα έκαμεν εις σέ ο Θεός, ο οποίος σέ απήλλαξεν από τά δαιμόνια. Καί έφυγεν εκείνος καί διεκήρυττεν εις όλην τήν πόλιν όσα τού έκαμεν ο Ιησούς.