Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ/ 35 – 43 – 35 Εγένετο δέ εν τώ εγγίζειν αυτόν εις Ιεριχώ τυφλός τις εκάθητο παρά τήν οδόν προσαιτών. 36 ακούσας δέ όχλου διαπορευομένου επυνθάνετο τί είη ταύτα.
37 απήγγειλαν δέ αυτώ ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. 38 καί εβόησε λέγων Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. 39 καί οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση αυτός δέ πολλώ μάλλον έκραζεν Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. 40 σταθείς δέ ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι πρός αυτόν. εγγίσαντος δέ αυτού επηρώτησεν αυτόν
41 λέγων Τί σοι θέλεις ποιήσω; ο δέ είπε Κύριε, ίνα αναβλέψω. 42 καί ο Ιησούς είπεν αυτώ Ανάβλεψον η πίστις σου σέσωκέ σε. 43 καί παραχρήμα ανέβλεψε, καί ηκολούθει αυτώ δοξάζων τόν Θεόν καί πάς ο λαός ιδών έδωκεν αίνον τώ Θεώ.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ/ 35 – 43
35 Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με.
39 Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση, δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε· απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε
41 λέγων· τι θέλεις να σου κάνω; Εκείνος δε είπε· Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου. 42 Και ο Ιησούς του είπε· ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ’ εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου.
43 Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).