Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 1 – 11 – 1 Εγένετο δε εν τώ τον όχλον επικείσθαι αυτώ του ακούειν τον λόγον του Θεού και αυτός ην εστώς παρά την λίμνην Γεννησαρέτ, 2 και είδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην· οι δε αλιείς αποβάντες απ’ αυτών απέπλυνον τα δίκτυα.
3 εμβάς δε εις εν των πλοίων, ο ην Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από της γης επαναγαγείν ολίγον· και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους. 4 ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· Επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. 5 και αποκριθείς Σίμων είπεν αυτώ· Επιστάτα, δι’ όλης νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τώ ῥήματί σου χαλάσω το δίκτυον. 6 και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ· διερρήγνυτο δε το δίκτυον αυτών.
7 και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τώ ετέρω πλοίω του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς· και ήλθον, και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά. 8 ιδών δε Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασιν Ιησού λέγων· Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε· 9 θάμβος γάρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους σύν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων η συνέλαβον,
10 ομοίως δε και Ιάκωβον και Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οί ήσαν κοινωνοί τώ Σίμωνι. και είπε προς τον Σίμωνα ο Ιησούς· Μη φοβού· από του νύν ανθρώπους έση ζωγρών. 11 και καταγαγόντες τα πλοία επί την γήν, αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 1 – 11
1 Ενώ δε τα πλήθη του λαού τον επίεζαν και τον εστρίμωναν διά να ακούουν τον λόγον του Θεού, συνέβη να στέκεται αυτός πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ. 2 Και είδε δύο μικρά πλοία αραγμένα πλησίον της λίμνης· οι ψαράδες δε είχαν βγή απ’ αυτά εις την παραλίαν και επλεναν τα δίκτυα.
3 Αφού δε εμβήκεν εις εν από τα πλοία αυτά, το οποίον ήτο του Σίμωνος, παρεκάλεσεν αυτόν να το προχωρήση ολίγον και εις μικράν απόστασιν από την ξηράν. Και αφού εκάθισεν εδίδασκεν από μέσα από το πλοίον τα πλήθη του λαού, που ευρίσκοντο εις την παραλίαν. 4 Όταν δε έπαυσε να ομιλή, είπε προς τον Σίμωνα· Φέρε πάλιν το πλοίον εις τα βαθειά νερά της λίμνης και ρίψατε τα δίκτυά σας διά να πιάσετε ψάρια. 5 Και ο Σίμων απεκρίθη και του είπε· Διδάσκαλε, όλην την νύκτα εκοπιάσαμεν ρίπτοντες τα δίκτυα και δεν επιάσαμεν τίποτε. Αλλ’ αφού το διατάσσεις, με τελείαν πεποίθησιν και υπακοήν εις τον λόγον σου θα ρίψω το δίκτυον.
6 Και αφού έκαμαν αυτό, έκλεισαν μέσα εις το δίκτυον πλήθος πολύ ψάρια. Και ήρχισε να σπάζη το δίκτυόν τους, επειδή δεν άντείχεν εις το βάρος του πλήθους των ψαριών. 7 Και προσεκάλεσαν με νεύματα τους συνεταίρους των, που ήσαν εις το άλλο πλοίον, να έλθουν και να πιάσουν μαζί με αυτούς τα δίκτυα και να τους βοηθήσουν διά να τα σύρουν επάνω. Και ήλθον και εγέμισαν και τα δύο πλοία τόσον πολύ, ώστε από το βάρος των ψαριών εκινδύνευαν ταύτα να βυθισθούν.
8 Όταν δε είδεν ο Σίμων Πέτρος το πρωτοφανές αυτό και ανέλπιστον πλήθος των ψαριών, έπεσε κάτω εις τα γόνατα του Ιησού και είπεν· Έβγα από το πλοίον μου και φύγε από εμέ, Κύριε, διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, και δεν είμαι άξιος να σε έχω εις το πλοίον μου. 9 Και είπε τους λόγους αυτούς ο Πέτρος, διότι μεγάλη έκπληξις κατέλαβε και αυτόν και όλους εκείνους που ήσαν μαζί του, διά την πρωτοφανή σύλληψιν των ψαριών, τα οποία είχαν πιάσει, και η οποία μόνον από παρέμβασιν της θείας δυνάμεως ηδύνατο να εξηγηθή.
10 Ομοίως δε κατέλαβεν έκπληξις και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην τους υιούς του Ζεβεδαίου, οι οποίοι ήσαν συνεταίροι του Σίμωνος. Και είπε προς τον Σίμωνα ο Ιησούς· Μη φοβείσαι· από τώρα, που σε καλώ να γίνης απόστολός μου, θα εξακολουθής να πιάνης ζωντανούς όχι ψάρια, αλλά ανθρώπους, τους οποίους διά του κηρύγματός σου θα οδηγής εις την σωτηρίαν. 11 Και αφού επανέφεραν τα πλοία εις την ξηράν, αφήκαν τα πάντα, και ψάρια δηλαδή και δίκτυα και πλοία, και τον ηκολούθησαν.