Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ/ 16 – 21: 16 Είπε δέ παραβολήν πρός αυτούς λέγων Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα 17 καί διελογίζετο εν εαυτώ λέγων τί ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τούς καρπούς μου;
18 καί είπε τούτο ποιήσω καθελώ μου τάς αποθήκας καί μείζονας οικοδομήσω, καί συνάξω εκεί πάντα τά γεννήματά μου καί τά αγαθά μου, 19 καί ερώ τή ψυχή μου ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 είπε δέ αυτώ ο Θεός άφρον, ταύτη τή νυκτί τήν ψυχήν σου απαιτούσιν από σού ά δέ ητοίμασας τίνι έσται; 21 ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ καί μή εις Θεόν πλουτών.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ/ 16 – 21
16 Είπε δε προς αυτούς και την εξής παραβολήν· κάποιου πλουσίου ανθρώπου εσημείωσαν εξαιρετικήν ευφορίαν τα χωράφια του. 17 Και αυτός έπεσεν αμέσως εις αγωνιώδην συλλογήν και μέριμναν, λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου; 18 Και ύστερα από μεγάλην σκέψιν είπε· τούτο θα κάμω· Θα κρημνίσω τας αποθήκας μου και θα οικοδομήσω άλλας μεγαλυτέρας, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου.
19 Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε την ζωήν, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 Αφού δε ετοίμασε όλα και πριν προλάβη τίποτε από αυτά να απολαύση, του είπεν ο Θεός· ανόητε από την κακίαν σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που επίστευσες ότι θα αρχίση η απολαυστική ζωη σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν; 21 Ετσι παθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος, που εγωϊστικά θησαυαρίζει δια τον ευατόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήση τον πλούτον των καλών έργων, εις τα οποία ευχαριστείται ο Θεός.