Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Η´ 5 – 13 – 5 Εισελθόντι δε αυτώ εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων· 6 Κύριε, ο παίς μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος.
7 και λέγει αυτώ ο Ιησούς· Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν. 8 και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη· Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης· αλλά μόνον ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παίς μου. 9 και γάρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και άλλω, έρχου, και έρχεται, και τώ δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί.
10 ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν· Αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τώ Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. 11 λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσιν και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών,
12 οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. 13 και είπεν ο Ιησούς τώ εκατοντάρχώ· Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. και ιάθη ο παίς αυτού εν τη ώρα εκείνη.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Η´ 5 – 13
5 Όταν δε ο Ιησούς εμβήκεν εις την Καπερναούμ, ήλθε προς αυτόν εις εκατόνταρχος, ο οποίος τον παρεκάλει και του έλεγε· 6 Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος εις το σπίτι παραλυτικός, και βασανίζεται τρομερά από πόνους.
7 Και λέγει εις αυτόν ο Ιησούς· Θα έλθω εγώ εις το σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω. 8 Και ο εκατόνταρχος απεκρίθη και είπε· Κύριε, δεν είμαι άξιος διά να εισέλθης κάτω από την στέγην του σπιτιού μου.Αλλά μόνον ειπέ με απλούν λόγον αυτό που θέλεις, και θα ιατρευθή ο δούλος μου.
9 Διότι και εγώ άνθρωπος είμαι, υπεξούσιος, που λαμβάνω διαταγάς από ανωτέρους, έχων υπό τας διαταγάς μου στρατιώτας· και λέγω εις τούτον τον στρατιώτην πήγαινε, και πηγαίνει· και εις τον άλλον λέγω· ελθέ, και έρχεται.Και εις τον δούλον μου λέγω· κάμε αυτό, και το εκτελεί.Πόσω μάλλον θα εκτελεσθή ο λόγος ο ιδικός σου, που δεν είσαι υπό τας διαταγάς κανενός, αλλ’ έχεις εξουσίαν επί όλων των αοράτων δυνάμεων;
10 Όταν δε ήκουσε τους λόγους αυτούς ο Ιησούς, εθαύμασε και είπεν εις εκείνους, που τον ηκολούθουν· Αληθώς σας λέγω, ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού, δεν εύρον τόσον μεγάλην πίστιν. 11 Σας διαβεβαιώ δέ, ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχον θα έλθουν από ανατολήν και δύσιν, από όλα τα μέρη του κόσμου, και θα παρακαθήσουν ως εις άλλο ευφρόσυνον δείπνον μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ εις την βασιλείαν των ουρανών.
12 Εκείνοι δέ, που κατάγονται από τον Αβραάμ και σύμφωνα προς τας επαγγελίας και υποσχέσεις του Θεού εις τον Αβραάμ είναι κληρονόμοι της βασιλείας, θα ριφθούν έξω από αυτήν εις το σκότος το τελείως απομακρυσμένον από την βασιλείαν.Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων.
13 Και είπεν ο Ιησούς εις τον εκατόνταρχον· Πήγαινε εις το σπίτι σου και όπως επίστευσες, ότι δηλαδή με μόνον τον λόγον και από μακρυά δύναμαι να θεραπεύσω τον δούλον σου, έτσι άς γίνη εις σέ.Πράγματι δε κατά την στιγμήν εκείνην εθεραπεύθη ο δούλος του.