Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ/ 10 – 14 – 10 Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις τό ιερόν προσεύξασθαι, ο είς Φαρισαίος καί ο έτερος τελώνης.
11 ο Φαρισαίος σταθείς πρός εαυτόν ταύτα προσηύχετο ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί τών ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή καί ως ούτος ο τελώνης
12 νηστεύω δίς τού σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι.
13 καί ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τούς οφθαλμούς εις τόν ουρανόν επάραι, αλλ έτυπτεν εις τό στήθος αυτού λέγων ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ.
14 λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τόν οίκον αυτού ή γάρ εκείνος ότι πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δέ ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ/ 10 – 14
10 Δύο άνθρωποι ανέβησαν εις τό ιερόν διά νά προσευχηθον ο ένας ήτο Φαρισαίος καί ο άλλος τελώνης.
11 Ο Φαρισαίος εστάθη όρθιος, ώστε νά φαίνεται καλά, καί προσηύχετο καθ εαυτόν καί δι εαυτόν ταύτα Σέ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δέν είμαι σάν τούς άλλους ανθρώπους, πού είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή καί σάν αυτόν εκεί τόν τελώνην. Εις καιρόν δηλαδή πού όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι καί αξιοκατάκριτοι, εγώ προβάλλω ως μόνος ανένοχος καί σέ ευχαριστώ, διότι δέν βλέπω εις τόν εαυτόν μου τάς τόσας κακίας, τάς οποίας έχουν οι άλλοι.
12 Έχω όμως καί αρετάς. Νηστεύω δύο φοράς τήν εβδομάδα (Δευτέραν καί Πέμπτην)· δίδω τό δέκατον από όλα εκείνα, πού αποκτώ, ακόμη καί από τά πλέον μικρά καί ευτελή, διά τά οποία δέν επιβάλλει ο νόμος τήν δεκάτην.
13 Ο τελώνης όμως έστεκε μακράν από τό θυσιαστήριον, πού εκαίοντο αι θυσίαι, καί δέν είχε τήν τόλμην όχι μόνον τάς χείρας του, αλλά ούτε τά μάτια του νά σηκώση επάνω πρός τόν ουρανόν. Αλλ εκτύπα συνεχώς τό στήθος του, πού περιέκλειε τήν αμαρτωλήν καί ακάθαρτον καρδίαν του, καί έλεγεν Ώ Κύριε καί Θεέ, σπλαγχνίσου με καί συγχώρησέ με τόν αμαρτωλόν.
14 Σάς βεβαιώ, ότι αυτός ο περιφρονημένος τελώνης κατέβη από τό ιερόν εις τό σπίτι του αθωωμένος καί δίκαιος ενώπιον τού Θεού καί όχι ο Φαρισαίος εκείνος. Εδικαιώθη δέ ο τελώνης καί κατεκρίθη ο Φαρισαίος, διότι καθένας πού υψώνει τόν εαυτόν του, θά ταπεινωθή από τόν Θεόν καί θά κατακριθή εκείνος δέ, πού ταπεινώνει τόν εαυτόν του, θά υψωθή καί θά τιμηθή από τόν Θεόν.