Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ/ 16 – 24 – 16 ο δέ είπεν αυτώ Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα, καί εκάλεσε πολλούς …
17 καί απέστειλε τόν δούλον αυτού τή ώρα τού δείπνου ειπείν τοίς κεκλημένοις έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμά εστι πάντα. 18 καί ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες, ο πρώτος είπεν αυτώ αγρόν ηγόρασα, καί έχω ανάγκην εξελθείν καί ιδείν αυτόν ερωτώ σε, έχε με παρητημένον.
19 καί έτερος είπε ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, καί πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. 20 καί έτερος είπε γυναίκα έγημα, καί διά τούτο ου δύναμαι ελθείν.
21 καί παραγενόμενος ο δούλος εκείνος απήγγειλε τώ κυρίω αυτού ταύτα. τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπε τώ δούλω αυτού έξελθε ταχέως εις τάς πλατείας καί ρύμας τής πόλεως, καί τούς πτωχούς καί αναπήρους καί χωλούς καί τυφλούς εισάγαγε ώδε.
22 καί είπεν ο δούλος κύριε, γέγονεν ως επέταξας, καί έτι τόπος εστί. 23 καί είπεν ο κύριος πρός τόν δούλον Έξελθε εις τάς οδούς καί φραγμούς καί ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκός μου. 24 λέγω γάρ υμίν ότι ουδείς τών ανδρών εκείνων τών κεκλημένων γεύσεταί μου τού δείπνου.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ/ 14 – 14
14 πολλοί γάρ εισι κλητοί, ολίγοι δέ εκλεκτοί.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ/ 16 – 24
16 Ο δέ Ιησούς διά νά διδάξη, ποίας αρετάς πρέπει νά έχη κανείς διά νά συμμετάσχη εις τήν αιωνίαν ευφροσύνην τής βασιλείας τού Θεού, είπε πρός αυτόν Κάποιος άνθρωπος έκαμε βραδυνόν συμπόσιον μεγάλο καί εκάλεσε πολλούς. Η χαρά καί απόλαυσις δηλαδή τής αιωνίου βασιλείας παραβάλεται πρός δείπνον μεγαλοπρεπές, πού ετοίμασεν ο Θεός καί εις τό οποίον εκάλεσε εις τάς αρχάς όχι όλους, αλλά πολλούς, τουτέστι τούς Ιουδαίους.
17 Καί κατά τήν ώραν τού δείπνου έστειλε τόν δούλον του, δηλαδή τούς εις εκάστην εποχήν απεσταλμένους τού Θεού, τότε δέ, ότε ελέγετο η παραβολή, έστειλε τόν Βαπτιστή πρώτον καί τόν Υιόν του έπειτα, ο οποίος έλαβε διά τής ενανθρωπήσεως μορφήν δούλου. Τόν έστειλε δέ διά νά είπη εις τούς προσκαλεσμένους Ελάτε, καί μή αναβάλλετε, διότι είναι πλέον όλα έτοιμα. 18 Καί ήρχισαν οι προσκαλεσμένοι από μιάς γνώμης, σάν νά ήσαν προσυνεννοημένοι, νά δικαιολογούν τήν απουσίαν των από τό δείπνον. Ο πρώτος είπεν Ηγόρασα κάποιο χωράφι καί έχω ανάγκην νά βγώ έξω καί νά τό ίδω σέ παρακαλώ θεώρησέ με δικαιολογημένον καί απηλλαγμένον τής υποχρεώσεως νά έλθω.
19 Καί άλλός είπεν Ηγόρασα πέντε ζευγάρια βώδια καί πηγαίνω νά τά δοκιμάσω. Σέ παρακαλώ συγχώρησε τήν δικιολογημένην απουσίαν μου. 20 Καί άλλος είπεν Επήρα εις γάμον γυναίκα καί δ΄ αυτό δεν ημπορώ νά έλθω. Δηλαδή οι προσκεκλημένοι όλοι απερροφήθησαν από τάς βιοτικάς καί σαρκικάς μερίμνας καί ηδιαφόρησαν εις τήν πρόσκλησιν τού Θεού, ο οποίος τούς εκάλει νά γίνουν συμμέτοχοι καί κληρονόμοι τής βασιλείας του. 21 Καί αφού ήλθεν ο δούλος εκείνος, διηγήθη εις τόν κύριόν του τά όσα είπον εις αυτόν οι προσκαλεσμένοι. Τότε ο οικοκύρης εθύμωσε καί είπεν εις τόν δούλον του Έβγα γρήγορα εις τάς πλατείας καί τά στενά τής πόλεως καί φέρε εδώ μέσα τούς πτωχούς, τούς σακάτηδες καί χωλούς καί τυφλούς, πού θά εύρης εκεί. Κάλεσε δηλαδή τούς περιφρονημένους μεταξύ τών Ισραηλιτών, αφού οι επίσημοι άρχοντες τού Ισραήλ αρνούνται νά δεχθούν τήν σωτηρίαν, πού τούς προσφέρει ο Μεσσίας.
22 Καί ύστερα από ολίγον είπεν ο δούλος Κύριε, έγινεν όπως διέταξες καί υπάρχει ακόμη τόπος αδειανός εις τό σπίτι διά νά προσκληθούν καί άλλοι. 23 Καί είπεν ο Κύριος πρός τόν δούλον Έβγα έξω από τήν πόλιν εις τούς δρόμους καί εις τούς φράκτας τών κτημάτων, όπου συνήθως μαζεύονται οι περιπλανώμενοι, οι οποίοι δέν έχουν σπίτι καί μόνιμον κατοικίαν, καί επειδή αυτοί θά διστάζουν εκ συστολής νά λάβουν μέρος εις τό δείπνον μου, παρακίνησε τούς επιμόνως νά έμβουν εδώ, διά νά γεμίση τό σπίτι μου. Προσκάλεσε δηλαδή καί τούς εθνικούς νά λάβουν μέρος εις τά αγαθά τής βασιλείας τού Μεσσίου. 24 Διότι σάς βεβαιώ, ότι κανένας από τούς ανθρώπους εκείνους τούς προσκαλεσμένους, όχι μόνον δέν θά παρακαθήση αλλά ουδέ κάν θά γευθή τό δείπνον μου.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ/ 14 – 14
14 Διότι πολλοί είναι οι καλεσμένοι εις τήν βασιλείαν τού Θεού, ολίγοι όμως είναι εκλεκτοί, πού έχουν τάς αρετάς, καί θά κληρονομήσουν τήν βασιλείαν αυτήν.