Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ/ 29 – 40 – 29 Καί εγένετο ως ήγγισεν εις Βηθσφαγή καί Βηθανίαν πρός τό όρος τό καλούμενον ελαιών, απέστειλε δύο τών μαθητών αυτού…
30 ειπών Υπάγετε εις τήν κατέναντι κώμην, εν ή εισπορευόμενοι ευρήσετε πώλον δεδεμένον, εφ όν ουδείς πώποτε ανθρώπων εκάθισε λύσαντες αυτόν αγάγετε. 31 καί εάν τις υμάς ερωτά, διατί λύετε; ούτως ερείτε αυτώ, ότι ο Κύριος αυτού χρείαν έχει.
32 απελθόντες δέ οι απεσταλμένοι εύρον καθώς είπεν αυτοίς, εστώτα τόν πώλον 33 λυόντων δέ αυτών τόν πώλον είπον οι κύριοι αυτού πρός αυτούς Τί λύετε τόν πώλον; 34 οι δέ είπον ότι Ο Κύριος αυτού χρείαν έχει.
35 καί ήγαγον αυτόν πρός τόν Ιησούν, καί επιρίψαντες εαυτών τά ιμάτια επί τόν πώλον επεβίβασαν τόν Ιησούν. 36 πορευομένου δέ αυτού υπεστρώννυον τά ιμάτια αυτών εν τή οδώ.
37 εγγίζοντος δέ αυτού ήδη πρός τή καταβάσει τού όρους τών ελαιών ήρξαντο άπαν τό πλήθος τών μαθητών χαίροντες αινείν τόν Θεόν φωνή μεγάλη περί πασών ών είδον δυνάμεων 38 λέγοντες Ευλογημένος ο ερχόμενος βασιλεύς εν ονόματι Κυρίου ειρήνη εν ουρανώ καί δόξα εν υψίστοις.
39 καί τινες τών Φαρισαίων από τού όχλου είπον πρός αυτόν Διδάσκαλε, επιτίμησον τοίς μαθηταίς σου. 40 καί αποκριθείς είπεν Λέγω υμίν ότι εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ/ 7 – 39
7 Ήλθε δέ η ημέρα τών αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι τό πάσχα, 8 καί απέστειλε Πέτρον καί Ιωάννην ειπών Πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν τό πάσχα ίνα φάγωμεν. 9 οι δέ είπον αυτώ Πού θέλεις ετοιμάσωμεν;
10 ο δέ είπεν αυτοίς Ιδού εισελθόντων υμών εις τήν πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων ακολουθήσατε αυτώ εις τήν οικίαν ού εισπορεύεται,
11 καί ερείτε τώ οικοδεσπότη τής οικίας λέγει σοι ο διδάσκαλος, πού εστι τό κατάλυμα όπου τό πάσχα μετά τών μαθητών μου φάγω; 12 κακείνος υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον εκεί ετοιμάσατε. 13 απελθόντες δέ εύρον καθώς είρηκεν αυτοίς, καί ητοίμασαν τό πάσχα.
14 Καί ότε εγένετο η ώρα, ανέπεσε, καί οι δώδεκα απόστολοι σύν αυτώ. 15 καί είπε πρός αυτούς Επιθυμία επεθύμησα τούτο τό πάσχα φαγείν μεθ υμών πρό τού με παθείν 16 λέγω γάρ υμίν ότι ουκέτι ου μή φάγω εξ αυτού έως ότου πληρωθή εν τή βασιλεία τού Θεού.
17 καί δεξάμενος τό ποτήριον ευχαριστήσας είπε Λάβετε τούτο καί διαμερίσατε εαυτοίς 18 λέγω γάρ υμίν ότι ου μή πίω από τού γενήματος τής αμπέλου έως ότου η βασιλεία τού Θεού έλθη.
19 καί λαβών άρτον ευχαριστήσας έκλασε καί έδωκεν αυτοίς λέγων Τούτό εστι τό σώμά μου τό υπέρ υμών διδόμενον τούτο ποιείτε εις τήν εμήν ανάμνησιν. 20 ωσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνήσαι, λέγων Τούτο τό ποτήριον η καινή διαθήκη εν τώ αίματί μου, τό υπέρ υμών εκχυνόμενον.
21 πλήν ιδού η χείρ τού παραδιδόντος με μετ εμού επί τής τραπέζης. 22 καί ο μέν υιός τού ανθρώπου πορεύεται κατά τό ωρισμένον πλήν ουαί τώ ανθρώπω εκείνω δι ού παραδίδοται. 23 καί αυτοί ήρξαντο συζητείν πρός εαυτούς τό τίς άρα είη εξ αυτών ο τούτο μέλλων πράσσειν.
24 Εγένετο δέ καί φιλονεικία εν αυτοίς, τό τίς αυτών δοκεί είναι μείζων. 25 ο δέ είπεν αυτοίς Οι βασιλείς τών εθνών κυριεύουσιν αυτών, καί οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται 26 υμείς δέ ουχ ούτως, αλλ ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, καί ο ηγούμενος ως ο διακονών.
27 τίς γάρ μείζων, ο ανακείμενος ή ο διακονών; ουχί ο ανακείμενος; εγώ δέ ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών. 28 υμείς δέ εστε οι διαμεμενηκότες μετ εμού εν τοίς πειρασμοίς μου 29 καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο πατήρ μου βασιλείαν,
30 ίνα εσθίητε καί πίνητε επί τής τραπέζης μου εν τή βασιλεία μου, καί καθήσεσθε επί θρόνων κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τού Ισραήλ. 31 Είπε δέ ο Κύριος Σίμων Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς τού σινιάσαι ως τόν σίτον 32 εγώ δέ εδεήθην περί σού ίνα μή εκλίπη η πίστις σου καί σύ ποτε επιστρέψας στήριξον τούς αδελφούς σου.
33 ο δέ είπεν αυτώ Κύριε, μετά σού έτοιμός ειμι καί εις φυλακήν καί εις θάνατον πορεύεσθαι. 34 ο δέ είπε Λέγω σοι, Πέτρε, ου φωνήσει σήμερον αλέκτωρ πρίν ή τρίς απαρνήση μή ειδέναι με. 35 Καί είπεν αυτοίς Ότε απέστειλα υμάς άτερ βαλαντίου καί πήρας καί υποδημάτων, μή τινος υστερήθητε; οι δέ είπον Ουθενός.
36 είπεν ούν αυτοίς Αλλά νύν ο έχων βαλάντιον αράτω, ομοίως καί πήραν, καί ο μή έχων πωλήσει τό ιμάτιον αυτού καί αγοράσει μάχαιραν. 37 λέγω γάρ υμίν ότι έτι τούτο τό γεγραμμένον δεί τελεσθήναι εν εμοί, τό καί μετά ανόμων ελογίσθη καί γάρ τά περί εμού τέλος έχει.
38 οι δέ είπον Κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύο. ο δέ είπεν αυτοίς Ικανόν εστι. 39 Καί εξελθών επορεύθη κατά τό έθος εις τό όρος τών ελαιών ηκολούθησαν δέ αυτώ καί οι μαθηταί αυτού.
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ/ 29 – 40
29 Και καθώς επλησίασεν εις την Βηθσφαγή και την Βηθανίαν, κοντά στο όρος, που ελέγετο όρος των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητάς του, 30 και τους είπε· πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και καθώς θα εισέρχεθε, θα βρήτε ένα δεμένο πουλάρι, επάνω στο οποίον ποτέ κανείς άνθρωπος δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ.
31 Και αν κανείς σας ερωτήση, διατί το λύετε; Σεις θα του απαντήσετε ως εξής· ότι το χρειάζεται ο Κυριος. 32 Οταν δε επήγαν οι απεσταλμένοι, ευρήκαν όπως ακριβώς είχεν είπει ο Κυριος, δηλαδή το πουλάρι να στέκεται εκεί.
33 Οταν δε έλυαν το πουλάρι, είπαν προς αυτούς οι κύριοι του· διατί λύετε το πουλάρι; 34 Εκείνοι δε απήντησαν, ότι το χρειάζεται ο Κυριος. 35 Και το έφεραν προς τον Ιησούν. Και αφού έρριψαν επάνω εις αυτό τα εξωτερικά των ενδύματα, εβοήθησαν τον Κυριον να ανεβή στο πουλάρι.
36 Καθώς δε ο Κυριος επροχωρούσε, οι ακροαταί που τον συνώδευαν, έστρωναν τα ενδύματά των στον δρόμον, εις ένδειξιν σεβασμού, δια να περάση επάνω από αυτά.
37 Οταν δε επλησίαζε στο τέρμα του κατηφορικού δρόμου του όρους των Ελαιών, όλον το πλήθος των μαθητών με χαράν ήρχισαν να δοξολογούν τον Θεόν με φωνήν μεγάλην δι’ όλα τα καταπληκτικά θαύματα, που είχαν ιδεί, 38 λέγοντες· ευλογημένος ο βασιλεύς, που έρχεται εν ονόματι Κυρίου. Δι’ αυτού θα αποκατασταθή η ειρήνη μεταξύ του ουρανού και της γης, του Θεού και των ανθρώπων και θα αναπέμπεται δόξα στον εν υψίστοις πανάγαθον Θεόν.
39 Και μερικοί από τους Φαρισαίους, που ήσαν αναμεμιγμένοι με τον όχλον, εβγήκαν και είπαν εις αυτόν· Διδάσκαλε, να επιπλήξης τους μαθητάς σου, δια την δόξαν, που σου αποδίδουν και η οποία ανήκει μόνον στον Μεσσίαν. 40 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· σας διαβεβαιώνω, ότι εάν αυτοί σιωπήσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ/ 7 – 39
7 Ηλθε η ημέρα των αζύμων, η οποία ήρχιζε από την δύσιν της Μ.Πεμπτης και ετελείωνε με την δύσιν της Μ.Παρασκευής. Κατ’ αυτήν έπρεπε οι Εβραίοι να ετοιμάσουν τα άζυμα ψωμιά, να θυσιάσουν δε και να ψήσουν τον πασχάλιον αμνόν, ώστε να είναι έτοιμος μετά την δύσιν της Παρασκευής, που θα ήρχιζε η μεγάλη ημέρα του Πασχα.
8 Και έστειλε ο Ιησούς κατά το απόγευμα της Μ.Πεμπτης τον Πετρον και τον Ιωάννην και τους είπε· πηγαίνετε και ετοιμάσατέ μας το Πασχα, δια να φάγωμεν. 9 Αυτοί δε του είπαν· που θέλεις να ετοιμάσωμεν;
10 Ο δε Ιησούς τους είπε· ιδού καθώς θα εισέλθετε εις την πόλιν, θα σας συναντήση ένας άνθρωπος, που θα βαστάζη μια πήλινη στάμνα νερό· ακολουθήστε τον στο σπίτι, που θα μπη. 11 Και θα πήτε στον οικοδεσπότην του σπιτιού· σε ερωτά ο διδάσκαλος, που είναι το κατάλυμα, όπου μαζή με τους μαθητάς μου θα φάγω το Πασχα;
12 Και εκείνος θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγειον τακτοποιημένον και με στρωμένα τα ανάκλιντρα γύρω από το τραπέζι του φαγητού. Εκεί να ετοιμάσετε (δια το νέον πάσχα, το πάσχα της Καινής Διαθήκης, που εγώ θα εγκαινιάσω απόψε μαζή σας).
13 Επήγαν δε οι δύο μαθηταί, ευρήκαν όπως τους είχε πει ο Κυριος και ετοίμασαν τα του πάσχα. 14 Και όταν ήλθεν η ώρα εξηπλώθη ο Κυριος κοντά εις την τράπεζαν του φαγητού και μαζή με αυτόν οι δώδεκα, ο καθένας εις την θέσιν του.
15 Και είπε προς αυτούς· πάρα πολύ επεθύμησα προτού να σταυρωθώ, να φάγω μαζή σας τούτο το πάσχα· (όχι το εβραϊκόν που θα αρχίση αύριον με τον πασχάλιον αμνόν, αλλά το νέον πάσχα της Καινής Διαθήκης, κατά το οποίον εγώ θα τελέσω το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και θα σας δώσω προς τροφήν, όχι τον συμβολικόν πασχάλιον αμνόν, αλλά αυτό τούτο το σώμα μου και το αίμα μου).
16 Σας λέγω δε τούτο, ότι αυτό είναι το τελευταίον μου πάσχα και δεν θα φάγω πλέον μαζή σας από αυτό, μέχρι ότου τούτο ολοκληρωθή εις την βασιλείαν του Θεού, οπότε η επικοινωνία και ενότης μεταξύ μας θα είναι πλήρης και αιωνία.
17 Και αφού έλαβε από τους μαθητάς το ποτήριον με τον οίνον, ευχαρίστησε τον Θεόν και το έδωκε εις αυτούς, όπως εσυνιθίζετο πάντοτε εις την αρχήν κάθε επισήμου δείπνου, και τους είπε· λάβετε τούτο και μοιράσατέ το μεταξύ σας, ώστε να πίωμεν όλοι από αυτό, εις δείγμα της αγάπης που μας συνδέει. 18 Διότι σας λέγω, ότι δεν θα ξαναπιώ από το προϊόν αυτό της αμπέλου, έως ότου έλθη η χαρμόσυνος βασιλεία του Θεού.
19 Και αφού επήρε εις τα χέρια του άρτον, ευχαρίστησε τον Θεόν, έκοψεν εις τεμάχια τον άρτον, έδωκεν εις αυτούς και είπεν· αυτό, που σας δίδω τώρα, δεν είναι κοινός και συνήθης άρτος. Είναι αυτό τούτο το σώμα μου, το οποίον μετ’ ολίγον παραδίδεται θυσία επάνω στον σταυρόν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Τούτο να πράττετε πάντοτε, δια να φέρετε ζωηρά εις την μνήμην σας την θυσίαν, την οποίαν εγώ προσφέρω εις σωτηρίαν, όχι μόνον ιδικήν σας, αλλά και όλου του κόσμου.
20 Επίσης όταν ετελείωσε το δείπνον επήρε το ποτήριον, ευχαρίστησε τον ουράνιον πατέρα, το έδωκε στους μαθητάς και είπε· αυτό που περιέχεται μέσα στο ποτήριον δεν είναι πλέον οίνος. Είναι η Καινή Διαθήκη, που επικυρώνεται με το αίμά μου, το οποίον έντος ολίγου θα χυθή δια την σωτηρίαν σας.
21 Αλλ’ ενώ εγώ προσφέρω την μεγάλην θυσίαν και καθιερώνω την νέαν διαθήκην μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ιδού το χέρι εκείνου, που με παραδίδει στους σταυρωτάς μου, είναι μαζή μου εις την τράπεζαν αυτήν και βουτά τον άρτον στο αυτό με εμέ πιάτο.
22 Και ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί τον δρόμον του, όπως ο ουράνιος Πατήρ ώρισε. Αλλά αλλοίμονον στον άνθρωπον εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς.
23 Και αυτοί ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των, ποίος τάχα από αυτούς θα ήτο εκείνος, που έμελλε να διαπράξη αυτό το έγκλημα. 24 Εγινε όμως και φιλονεικίαν μεταξύ των περί του ποίος από αυτούς εθεωρείτο πρώτος.
25 Ο δε Κυριος τους είπε· οι βασιλείς των εθνών κυριαρχούν επάνω εις τα έθνη με την δύναμιν και την βίαν. Και αυτοί, που έχουν εξουσίαν επάνω εις τα έθνη και ταλαιπωρούν τα έθνη, ανακηρύσσονται από τους κόλακας, κατ’ ανάγκην δε και από τον λαόν, ευργέται.
26 Σεις όμως δεν πρέπει να κάνετε όπως εκείνοι, αλλά ο μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνη όπως ο νεώτερος, ο οποίος καθό νεώτερος έχει την υποχρέωσιν να υπηρετή τους άλλους. Και ο ανώτερος μεταξύ σας, ας υπηρετή σαν δούλος τους άλλους.
27 Διότι ποίος είναι ανώτερος; Εκείνος που κάθεται στο τραπέζι και τρώγει η εκείνος που όρθιος τον υπηρετεί; Δεν είναι ανώτερος αυτός που κάθεται στο τραπέζι; Ασφαλώς. Και όμως εγώ ο διδάσκαλος και ο Κυριος σας, είμαι μεταξύ σας ως υπηρέτης, που σας εξυπηρετεί.
28 Σεις, οι μαθηταί μου, είσθε εκείνοι που εμείνατε μαζή μου όλο το διάστημα των δοκιμασιών μου και των διωγμών, και δεν εκλονισθήκατε εις την πίστιν. 29 Και εγώ, δια να ανταμείψω την αφοσίωσιν σας, σας υπόσχομαι βασιλείαν, όπως και ο Πατήρ ώρισε και έδωσεν εις εμέ βασιλείαν και αξίωμα βασιλέως.
30 Και μία απολαυή αυτής της υποσχέσεώς μου είναι να τρώγετε και να πίνετε επί της τραπέζης μου εις την βασιλείαν μου, να απολαμβάνετε τα ανεκτίμητα αγαθά της αιωνίου ζωής. Και το επίσης σπουδαίον, θα καθίσετε επάνω εις θρόνους, δια να δικάζετε τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.
31 Μείνατε, λοιπόν, πιστοί μέχρι τέλους, διότι θα αντικρύσετε πολλούς πειρασμούς. Είπε δε ακόμη ο Κυριος· Σιμων, Σιμων, ιδού ο σατανάς εζήτησε την άδειαν από τον Θεόν να σας συγκλονίση και σας ξεσκονίση, ωσάν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο.
32 Και εγώ προσευχήθηκα για σένα, να μη χαθή η πίστις σου. Και συ, όταν κάποτε μετανοημένος επιστρέψης κοντά μου, στήριξε τους αδελφούς σου και με τους λόγους σου και με το παράδειγμα της μετανοίας σου.
33 Ο Πετρος όμως, σαν διαμαρτυρόμενος δι’ αυτό που απεκάλυψε ο Κυριος, του είπε· Κυριε, είμαι έτοιμος να βαδίσω μαζή σου εις φυλακήν και εις θάνατον. 34 Ο δε Κυριος του είπε· σε διαβεβαιώνω, Πετρε, ότι δεν θα λαλήση κατά την νύκτα αυτήν ο πετεινός, πριν συ τρεις φορές με απαρνηθής και διακηρύξης ότι δεν με γνωρίζεις.
35 Και είπεν εις αυτούς· όταν σας έστειλα κατά την πρώτην περιοδείαν σας χωρίς χρήματα, χωρίς ταξιδιωτικό σακκίδιο και χωρίς υποδήματα, μήπως εστερηθήκατε τίποτε; Εκείνοι δε απήντησαν· όχι,τίποτε δεν εστερηθήκαμε.
36 Είπε λοιπόν εις αυτούς· τα πράγματα τώρα αλλάζουν και πρέπει να είσθε συνετοί και προνοητικοί, διότι θα συναντήσετε δυσκολίας. Εκείνος που έχει βαλάντιον, ας το παρή μαζή του, διότι θα του χρειασθούν χρήματα, προς συντήρησίν του. Το ίδιο ας κάμη και εκείνος που έχει σακκίδιο· ας το παρή γεμάτο τρόφιμα και ας πωλήση το ένδυμά του εκείνος που δεν έχει μάχαιραν, δια να αγοράση.(Με τα λόγια μου αυτά δεν θέλω να σας συστήσω ποτέ να οπλισθήτε με φονικά όργανα, δια να ανθίσταθε στους εχθρούς σας, αλλά θέλω να σας κάμω να εννοήσετε καλά, ότι θα συναντήσετε θανασίμους εχθρούς δια το όνομά μου, απέναντι των οποίων πρέπει να φέρεσθε με σταθερότητα και με σύνεσιν. Δι’ αυτό πρέπει να οπλισθήτε με τα πνευματικά όπλα της πίστεως και της αρετής).
37 Ο άσπονδος πόλεμος έχει τώρα αρχίσει εναντίον μου. Διότι σας λέγω ότι πρέπει να εκπληρωθή εις εμέ τώρα και τούτο ακόμα, που έχει γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν, το· Και μεταξύ ανόμων και κακούργων συγκαταριθμήθηκε, δια να τιμωρηθή μαζή με αυτούς ως άνομος. Πρέπει να γίνη και αυτό, διότι όσα έχουν προφητευθή περί εμού παίρνουν τώρα τέλος και πλήρη πραγματοποίησιν.
38 Οι δε μαθηταί, που δεν εκατάλαβαν το αλληγορικόν νόημα των λόγων του, είπαν· Κυριε, ιδού, υπάρχουν εδώ δύο μάχαιραι. Ο δε Κυριος τους είπε· φθάνει έως εδώ· ας σταματήσωμε την συζήτησιν.
39 Και αφού εβγήκεν επήγε, όπως εσυνήθιζε, στο όρος των Ελαιών· τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του.