Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 46 – 52 – 46 Και έρχονται εις Ιεριχώ· και εκπορευομένου αυτού από Ιεριχώ και των μαθητών αυτού και όχλου ικανού, ο υιός Τιμαίου Βαρτιμαίος τυφλός εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών.
47 και ακούσας ότι Ιησούς ο Ναζωραίός εστιν, ήρξατο κράζειν και λέγειν· Υιέ Δαυίδ Ιησού, ελέησόν με. 48 και επετίμων αυτώ πολλοί ίνα σιωπήση· ο δε πολλώ μάλλον έκραζεν· Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. 49 και στάς ο Ιησούς είπε· Φωνήσατε αυτόν· και φωνούσιν τον τυφλόν λέγοντες αυτώ· Θάρσει, έγειρε· φωνεί σε. 50 ο δε αποβαλών το ιμάτιον αυτού αναστάς ήλθε προς τον Ιησούν.
51 και αποκριθείς λέγει αυτώ ο Ιησούς· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ο δε τυφλός είπεν αυτώ· Ραββουνι, ίνα αναβλέψω. 52 και ο Ιησούς είπεν αυτώ· Ύπαγε, η πίστις σου σέσωκέ σε. και ευθέως ανέβλεψε, και ηκολούθει τώ Ιησού εν τη οδώ.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 46 – 52
46 Και έρχονται εις την Ιεριχώ. Και την ώραν που έβγαιναν από την Ιεριχώ αυτός και οι μαθηταί του και λαός πολύς, εκάθητο πλησίον του δρόμου και εζητιάνευεν ο τυφλός Βαρτίμαιος, ο υιός του Τιμαίου. 47 Και όταν ήκουσεν, ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος ήτο εκεί, ήρχισε να φωνάζη δυνατά και να λέγη· Ιησού, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ, που εις σε αναφέρονται όσα προείπον οι προφήται. ελέησέ με.
48 Και τον επέπληττον πολλοί και τον ηνάγκαζαν να σιωπήση. Αυτός όμως πολύ περισσότερον εφώναζεν· Απόγονε του Δαβίδ, ελέησέ με. 49 Και αφού διέκοψε την πορείαν του ο Ιησούς, είπε να τον καλέσουν. Και προσκαλούν τον τυφλόν και του λέγουν· Έχε θάρρος· σήκω, σε φωνάζει να υπάγης εκεί. 50 Αυτός δε αφού επέταξε το εξωτερικόν του ένδυμα, διά να μη τον εμποδίζη εις το τρέξιμόν του, εσηκώθη και ήλθε πλησίον του Ιησού.
51 Και ο Ιησούς απεκρίθη και του είπε· Τί θέλεις να σου κάμω; Ο δε τυφλός είπε προς αυτόν· Διδάσκαλε, θέλω να αποκτήσω πάλιν το φως μου και να ξαναϊδώ. 52 Ο δε Ιησούς του είπε· Πήγαινε· η πίστις, που έχεις, ότι εγώ δύναμαι να σου δώσω το φως των ματιών σου, σε έσωσεν από την αθεράπευτον τύφλωσίν σου. Και αμέσως απέκτησε πάλιν το φως του και γεμάτος ευγνωμοσύνην ηκολούθει τον Ιησούν εις τον δρόμον, που εβάδιζε πηγαίνων εις τα Ιεροσόλυμα.