Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 27 – 44 – 27 Προσελθόντες δέ τινες των Σαδδουκαίων, οι λέγοντες μη είναι ανάστασιν, επηρώτησαν αυτόν …
28 λέγοντες· Διδάσκαλε, Μωϋσής έγραψεν ημίν, εάν τινος αδελφός αποθάνη έχων γυναίκα, και ούτος άτεκνος αποθάνη, ίνα λάβη ο αδελφός αυτού την γυναίκα και εξαναστήση σπέρμα τώ αδελφώ αυτού. 29 επτά ούν αδελφοί ήσαν· και ο πρώτος λαβών γυναίκα απέθανεν άτεκνος· 30 και έλαβεν ο δεύτερος την γυναίκα, και ούτος απέθανεν άτεκνος· 31 και ο τρίτος έλαβεν αυτήν ωσαύτως· ωσαύτως δε και οι επτά· ου κατέλιπον τέκνα, και απέθανον· 32 ύστερον δε πάντων και η γυνή απέθανεν.
33 εν τη αναστάσει ούν τίνος αυτών γίνεται γυνή; οι γάρ επτά έσχον αυτήν γυναίκα. 34 και αποκριθείς είπεν αυτοίς ο Ιησούς· Οι υιοί του αιώνος τούτου γαμούσι και εκγαμίζονται· 35 οι δε καταξιωθέντες του αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται· 36 ούτε γάρ αποθανείν έτι δύνανται· ισάγγελοι γάρ εισι, και υιοί εισι του Θεού, της αναστάσεως υιοί όντες. 37 ότι δε εγείρονται οι νεκροί, και Μωϋσής εμήνυσεν επί της βάτου, ως λέγει Κύριον τον Θεόν Αβραάμ και τον Θεόν Ισαάκ και τον Θεόν Ιακώβ. 38 Θεός δε ουκ έστι νεκρών, αλλά ζώντων· πάντες γάρ αυτώ ζώσιν.
39 αποκριθέντες δέ τινες των γραμματέων είπον· Διδάσκαλε, καλώς είπας. 40 ουκέτι γάρ ετόλμων επερωτάν αυτόν ουδέν. 41 Είπε δε προς αυτούς· Πως λέγουσι τον Χριστόν υιόν Δαυίδ είναι; 42 και αυτός Δαυίδ λέγει εν βίβλω των ψαλμών· είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου 43 έως αν θώ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. 44 Δαυίδ ούν αυτόν Κύριον καλεί· και πως υιός αυτού εστιν;
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 27 – 44
27 Επλησίασαν δε τον Ιησούν από τους Σαδδουκαίους μερικοί, που έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις. Και τον ηρώτησαν 28 και είπαν· Διδάσκαλε, ο Μωϋσής μας έγραψε εις τον νόμον· εάν ο αδελφός κάποιου αποθάνη και έχη γυναίκα και αποθάνη ούτος άτεκνος, πρέπει να πάρη ο αδελφός αυτού την γυναίκα και να γεννήση με αυτήν απόγονον εις τον αποθανόντα άτεκνον αδελφόν του. 29 Ήσαν λοιπόν επτά αδελφοί. Και ο πρώτος, αφού ενυμφεύθη μίαν γυναίκα, απέθανεν άτεκνος.
30 Και έλαβεν ο δεύτερος την γυναίκα αυτήν. Αλλά και αυτός απέθανεν άτεκνος. 31 Και ο τρίτος την επήρεν όπως και ο δεύτερος. Το ίδιο δε έκαμαν και οι επτά. Δεν άφησαν όμως τέκνα και απέθανον. 32 Ύστερον δε από όλους απέθανε και η γυνή. 33 Κατά την ανάστασιν λοιπόν ποίου εκ των επτά αδελφών θα γίνη σύζυγος; Διότι όλοι την επήραν γυναίκα. 34 Και απεκρίθη και τους είπεν ο Ιησούς· Αυτοί, που ζούν εις την παρούσαν ζωήν και είναι παιδιά του κόσμου αυτού που θα παρέλθη, αυτοί έρχονται εις γάμον και υπανδρεύουν έπειτα και τους απογόνους των.
35 Εκείνοι όμως, που αξιώθησαν να απολαύσουν τον αιώνα και τον κόσμον εκείνον τον μέλλοντα και ουράνιον και να αναστηθούν ενδόξως εκ νεκρών, ούτε αυτοί οι ίδιοι έρχονται εις γάμον, ούτε υπανδρεύουν τους απογόνους των. 36 Αλλ’ ούτε και είναι ανάγκη να έλθουν εις γάμον, του οποίου ένας εκ των σκοπών είναι να προλάβη την διά του θανάτου εξάλειψιν του ανθρωπίνου γένους. Και δεν είναι ανάγκη να έλθουν εις γάμον, διότι πλέον δεν είναι δυνατόν να αποθάνουν, επειδή, όσοι ζούν εκεί, έχουν φύσιν άφθαρτον και αθάνατον, όπως οι άγγελοι, και είναι υιοί του Θεού. Διότι τα σώματά των δεν θα προέρχονται εκ γεννήσεως σαρκικής, αλλά θα ξαναγεννηθούν διά της αναστάσεως, την οποίαν θα πραγματοποιήση η άμεσος επέμβασις του Θεού και όχι παρέμβασις σαρκικών γονέων.
37 Ότι δε ανασταίνονται oι νεκροί, το εφανέρωσε και ο Μωϋσής εις το μέρος της Γραφής, που γίνεται λόγος περί της βάτου. Όταν δηλαδή αποκαλή και αναφέρη τον Κύριον ως τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ. 38 Ο Θεός δε δεν είναι Θεός νεκρών, τους οποίους ο θάνατος εξεμηδένισεν, αλλ’ είναι Θεός ζωντανών. Διότι όλοι, και αυτοί, που δι’ ημάς είναι πεθαμένοι, διά τον Θεόν είναι ζωντανοί, και εξακολουθούν να ζούν και να ευρίσκωνται εις σχέσιν και κοινωνίαν μετ’ αυτού και δεν διατελούν εις κατάστασιν ληθάργου και αναισθησίας.
39 Τότε μερικοί από τους γραμματείς, που επίστευον εις την ανάστασιν, απεκρίθησαν και είπαν· Διδάσκαλε, καλά ωμίλησες. 40 Δεν ετόλμων δε πλέον να τον ερωτούν τίποτε, διότι πάντοτε εξήρχετο νικητής από την μετ’ αυτών συζήτησιν. 41 Είπε δε προς αυτούς· Πως λέγουν oι διδάσκαλοί σας, ότι ο Μεσσίας Χριστός είναι απόγονος του Δαβίδ; 42 Και πως από το άλλο μέρος αυτός ο Δαβίδ λέγει εις το βιβλίον των Ψαλμών· Είπεν ο Κύριος και Θεός εις τον Κύριόν μου Χριστόν· Κάθισε επί του θρόνου μου εις τα δεξιά μου δοξαζόμενος και τιμώμενος μαζί μου,
43 έως ότου θέσω τους εχθρούς σου σαν άλλο υποστήριγμα, που θα πατούν επάνω τα πόδια σου; 44 Ο Δαβίδ λοιπόν καλεί αυτόν Κύριον. Και πως είναι υιός του; Στέκει ο πρόγονος να καλή τον τρισέγγονον και απόγονόν του Κύριον; Αυτό σημαίνει, ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνον υιός του Δαβίδ, αλλά και υιός του Θεού και ως τοιούτος είναι και Κύριος του Δαβίδ.