Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 1 – 33 – 1 Καί αναστάν άπαν τό πλήθος αυτών ήγαγον αυτόν επί τόν Πιλάτον. 2 ήρξαντο δέ κατηγορείν αυτού λέγοντες Τούτον εύρομεν διαστρέφοντα τό έθνος καί κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι.
3 ο δέ Πιλάτος ηρώτησεν αυτόν λέγων Σύ εί ο βασιλεύς τών Ιουδαίων; ο δέ αποκριθείς αυτώ έφη Σύ λέγεις. 4 ο δέ Πιλάτος είπε πρός τούς αρχιερείς καί τούς όχλους ότι ουδέν ευρίσκω αίτιον εν τώ ανθρώπω τούτω. 5 οι δέ επίσχυον λέγοντες ότι ανασείει τόν λαόν διδάσκων καθ όλης τής Ιουδαίας, αρξάμενος από τής Γαλιλαίας έως ώδε. 6 Πιλάτος δέ ακούσας Γαλιλαίαν επηρώτησεν ει ο άνθρωπος Γαλιλαίός εστι 7 καί επιγνούς ότι εκ τής εξουσίας Ηρώδου εστίν, ανέπεμψεν αυτόν πρός Ηρώδην, όντα καί αυτόν εν Ιεροσολύμοις εν ταύταις ταίς ημέραις. 8 ο δέ Ηρώδης ιδών τόν Ιησούν εχάρη λίαν ήν γάρ εξ ικανού θέλων ιδείν αυτόν διά τό ακούειν αυτόν πολλά περί αυτού, καί ήλπιζέ τι σημείον ιδείν υπ αυτού γινόμενον.
9 επηρώτα δέ αυτόν εν λόγοις ικανοίς αυτός δέ ουδέν απεκρίνατο αυτώ. 10 ειστήκεισαν δέ οι γραμματείς καί οι αρχιερείς εντόνως κατηγορούντες αυτού. 11 εξουθενήσας δέ αυτόν ο Ηρώδης σύν τοίς στρατεύμασιν αυτού καί εμπαίξας, περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν ανέπεμψεν αυτόν τώ Πιλάτω. 12 εγένοντο δέ φίλοι ό τε Ηρώδης καί ο Πιλάτος εν αυτή τή ημέρα μετ αλλήλων προϋπήρχον γάρ εν έχθρα όντες πρός εαυτούς. 13 Πιλάτος δέ συγκαλεσάμενος τούς αρχιερείς καί τούς άρχοντας καί τόν λαόν 14 είπε πρός αυτούς Προσηνέγκατέ μοι τόν άνθρωπον τούτον ως αποστρέφοντα τόν λαόν, καί ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τώ ανθρώπω τούτω αίτιον ών κατηγορείτε κατ αυτού. 15 αλλ ουδέ Ηρώδης ανέπεμψα γάρ υμάς πρός αυτόν καί ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ. 16 παιδεύσας ούν αυτόν απολύσω. 17 ανάγκην δέ είχεν απολύειν αυτοίς κατά εορτήν ένα. 18 ανέκραξαν δέ παμπληθεί λέγοντες Αίρε τούτον, απόλυσον δέ ημίν Βαραββάν
19 όστις ήν διά στάσιν τινά γενομένην εν τή πόλει καί φόνον βεβλημένος εις τήν φυλακήν. 20 πάλιν ούν ο Πιλάτος προσεφώνησε, θέλων απολύσαι τόν Ιησούν. 21 οι δέ επεφώνουν λέγοντες Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. 22 ο δέ τρίτον είπε πρός αυτούς Τί γάρ κακόν εποίησεν ούτος; ουδέν άξιον θανάτου εύρον εν αυτώ παιδεύσας ούν αυτόν απολύσω. 23 οι δέ επέκειντο φωναίς μεγάλαις αιτούμενοι αυτόν σταυρωθήναι, καί κατίσχυον αι φωναί αυτών καί τών αρχιερέων. 24 ο δέ Πιλάτος επέκρινε γενέσθαι τό αίτημα αυτών, 25 απέλυσε δέ αυτοίς τόν Βαραββάν τόν διά στάσιν καί φόνον βεβλημένον εις τήν φυλακήν, όν ητούντο, τόν δέ Ιησούν παρέδωκε τώ θελήματι αυτών.
26 Καί ως απήγαγον αυτόν, επιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ερχομένου απ αγρού, επέθηκαν αυτώ τόν σταυρόν φέρειν οπίσω τού Ιησού. 27 Ηκολούθει δέ αυτώ πολύ πλήθος τού λαού καί γυναικών, αί καί εκόπτοντο καί εθρήνουν αυτόν. 28 στραφείς δέ πρός αυτάς ο Ιησούς είπε Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μή κλαίετε επ εμέ, πλήν εφ εαυτάς κλαίετε καί επί τά τέκνα υμών. 29 ότι ιδού έρχονται ημέραι εν αίς ερούσι μακάριαι αι στείραι καί κοιλίαι αί ουκ εγέννησαν, καί μαστοί οί ουκ εθήλασαν. 30 τότε άρξονται λέγειν τοίς όρεσι, πέσετε εφ ημάς, καί τοίς βουνοίς, καλύψατε ημάς 31 ότι ει εν τώ υγρώ ξύλω ταύτα ποιούσιν, εν τώ ξηρώ τί γένηται; 32 Ήγοντο δέ καί έτεροι δύο κακούργοι σύν αυτώ αναιρεθήναι. 33 Καί ότε απήλθον επί τόν τόπον τόν καλούμενον Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν καί τούς κακούργους, όν μέν εκ δεξιών, όν δέ εξ αριστερών.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 33 – 33
33 Καί ότε απήλθον επί τόν τόπον τόν καλούμενον Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν καί τούς κακούργους, όν μέν εκ δεξιών, όν δέ εξ αριστερών.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 44 – 56
44 ήν δέ ωσεί ώρα έκτη καί σκότος εγένετο εφ όλην τήν γήν έως ώρας ενάτης, τού ηλίου εκλειπόντος, 45 καί εσχίσθη τό καταπέτασμα τού ναού μέσον 46 καί φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε Πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι τό πνεύμά μου καί ταύτα ειπών εξέπνευσεν. 47 ιδών δέ ο εκατόνταρχος τό γενόμενον εδόξασε τόν Θεόν λέγων Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν.
48 καί πάντες οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί τήν θεωρίαν ταύτην, θεωρούντες τά γενόμενα, τύπτοντες εαυτών τά στήθη υπέστρεφον. 49 ειστήκεισαν δέ πάντες οι γνωστοί αυτού από μακρόθεν, καί γυναίκες αι συνακολουθήσασαι αυτώ από τής Γαλιλαίας, ορώσαι ταύτα. 50 Καί ιδού ανήρ ονόματι Ιωσήφ, βουλευτής υπάρχων καί ανήρ αγαθός καί δίκαιος 51 – ούτος ουκ ήν συγκατατεθειμένος τή βουλή καί τή πράξει αυτών – από Αριμαθαίας πόλεως τών Ιουδαίων, ός προσεδέχετο καί αυτός τήν βασιλείαν τού Θεού,
52 ούτος προσελθών τώ Πιλάτω ητήσατο τό σώμα τού Ιησού, 53 καί καθελών αυτό ενετύλιξε σινδόνι καί έθηκεν αυτό εν μνήματι λαξευτώ, ού ουκ ήν ουδείς ουδέπω κείμενος 54 καί ημέρα ήν παρασκευή, σάββατον επέφωσκε. 55 Κατακολουθήσασαι δέ αι γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι αυτώ εκ τής Γαλιλαίας, εθεάσαντο τό μνημείον καί ως ετέθη τό σώμα αυτού, 56 υποστρέψασαι δέ ητοίμασαν αρώματα καί μύρα. καί τό μέν σάββατον ησύχασαν κατά τήν εντολήν.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 1 – 33
1 Καί αφού εσηκώθη όλον τό πλήθος τών πρεσβυτέρων καί αρχιερέων καί γραμματέων, πού απετέλουν τό συνέδριον, έφεραν τόν Ιησούν εις τόν Πιλάτον. 2 Ήρχισαν δέ νά τόν κατηγορούν καί νά λέγουν Αυτόν τόν ηύραμε νά διαστρέφη καί νά παρακινή εις επανάστασιν τό έθνος καί νά εμποδίζη νά δίδωμεν φόρους εις τόν Καίσαρα. Καί όλα αυτά τά έκαμε, διότι λέγει διά τόν εαυτόν του, ότι είναι ο Χριστός, δηλαδή είναι βασιλεύς. 3 Ο δέ Πιλάτος ηρώτησε τόν Ιησούν καί τού είπε Σύ ο αβοήθητος καί εγκαταλελειμμένος είσαι ο βασιλεύς τών Ιουδαίων; Ο δέ Ιησούς τού απεκρίθη καί είπεν Τό λέγεις καί σύ ότι είμαι ο βασιλεύς τών Ιουδαίων. Η βασιλεία μου όμως δέν είναι, όπως τήν εννοείς σύ καί οι κατήγοροί μου.
4 Ο δέ Πιλάτος είπε πρός τούς αρχιερείς καί τά πλήθη τού λαού Δέν ευρίσκω τίποτε τό ένοχον καί αξιοκατάκριτον εις τόν άνθρωπον αυτόν. 5 Αλλ αυτοί μέ δύναμιν καί επιμονήν μεγαλυτέραν κατηγόρουν τόν Ιησούν καί έλεγαν, ότι αναστατώνει τόν λαόν, καί διδάσκει τό επαναστατικόν του κήρυγμα εις όλην τήν Ιουδαίαν, διότι τό ήρχισεν από τήν Γαλιλαίαν καί τό μετέφερεν έως εδώ. 6 Ο Πιλάτος δέ, όταν ήκουσε τήν λέξιν Γαλιλαίαν, ηρώτησεν εάν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος. 7 Καί όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς είναι από τήν επαρχίαν τής εξουσίας καί δικαιοδοσίας τού Ηρώδου, τόν παρέπεμψεν εις τόν Ηρώδην, πού ήτο καί αυτός εις τά Ιεροσόλυμα κατά τάς ημέρας αυτάς τού Πάσχα. 8 Ο δέ Ηρώδης, όταν είδε τόν Ιησούν, εχάρη πολύ διότι επεθύμει από πολύν καιρόν νά τόν ίδη, επειδή ήκουε πολλά δι αυτόν καί ήλπιζε τώρα νά ίδη κάποιο θαύμα νά γίνεται υπ αυτού. 9 Τόν ηρώτα δέ ο Ηρώδης καί τού προέβαλλε ζητήματα καί ερωτήσεις πολλάς. Ο Ιησούς όμως ουδεμίαν απόκρισιν έδωκεν εις αυτόν. 10 Έστεκαν δέ οι γραμματείς καί οι αρχιερείς καί μέ επιμονήν καί ζωηρότητα κατηγόρουν τόν Ιησούν.
11 Αφού δέ τόν εξηυτέλισεν ο Ηρώδης μαζί μέ τό στράτευμά του καί αφού τόν ενέπαιξε, τόν ενέδυσε πρός μεγαλύτερον εμπαιγμόν λαμπράν ηγεμονικήν στολήν καί τόν έστειλε πάλιν εις τόν Πιλάτον. 12 Μέ τήν κολακευτικήν δέ ταύτην φιλοφροσύνην, πού έκαμεν ο Πιλάτος αποστείλας εις τόν Ηρώδην τόν Ιησούν, συνεφιλιώθησαν κατ αυτήν τήν ημέραν μεταξύ των καί οι δύο, καί ο Πιλάτος δηλαδή καί ο Ηρώδης, διότι προτήτερα είχαν έχθραν μεταξύ των. 13 Ο Πιλάτος δέ αφού συνεκάλεσε τούς αρχιερείς καί τούς άρχοντας καί τόν λαόν, 14 είπε πρός αυτούς Μού έφερατε τόν άνθρωπον αυτόν καί τόν εκατηγορήσατε, ότι αποτρέπει καί απομακρήνει τόν λαόν από τήν υπακοήν καί νομιμοφροσύνην πρός τόν Καίσαρα. Καί ιδού εγώ, αφού τόν ανέκρινα εμπρός σας, δέν ηύρα εις τόν άνθρωπον αυτόν τίποτε τό ένοχον καί αξιοκατάκριτον από όλα αυτά, πού τόν κατηγορείτε.
15 Αλλ ούτε ο Ηρώδης εύρεν ενοχήν. Καί η ανάκρισις αυτή τού Ηρώδου ήτο σοβαρά, διότι έστειλα πρός αυτόν καί σάς διά νά διατυπώσετε μόνοι σας τάς κατηγορίας εις τόν Ηρώδην. Καί ιδού απεδείχθη, ότι δέν έχει διαπραχθή από αυτόν κανέν έγκλημα άξιον τής ποινής τού θανάτου. 16 Λοιπόν, αφού τού επιβάλω κάποιαν σωφρονιστικήν ποινήν καί τόν μαστιγώσω, θά τόν απολύσω. 17 Υπεχρεούτο δέ ο Πιλάτος από έθιμον κάθε εορτήν τού Πάσχα νά αφίνη ελεύθερον πρός χάριν αυτών ένα φυλακισμένον. 18 Εφώναξε δέ όλον μαζί τό πλήθος καί είπαν Σήκωσε αυτόν από τό μέσον θανάτωσέ τον, άφησέ μας δέ ελεύθερον τόν Βαραββάν, 19 ο οποίος είχε ριφθή εις τήν φυλακήν διά κάποιαν στάσιν, πού έγινεν εις τήν πόλιν τών Ιεροσολύμων, καί διά κάποιον φόνον. 20 Πάλιν λοιπόν ο Πιλάτος εφώναξε καί ωμίλησε πρός τόν λαόν, επειδή ήθελε νά αφήση ελεύθερον τόν Ιησούν.
21 Αυτοί όμως εφώναζαν δυνατά καί έλεγον Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν. 22 Ο δέ Πιλάτος διά τρίτην φοράν τούς είπε θά τόν αφήσω ελεύθερον καί δέν θά τόν σταυρώσω. Διότι τί κακόν έκαμεν αυτός; Δέν εύρον εις αυτόν τίποτε τό άξιον τής ποινής τού θανάτου. Θά τόν μαστιγώσω λοιπόν καί θά τόν αφήσω ελεύθερον. 23 Αυτοί όμως επέμενον μέ μεγάλας φωνάς καί εζήτουν νά σταυρωθή ούτος. Καί υπερίσχυον αι φωναί αυτών καί τών αρχιερέων, ώστε νά μή ακούεται η φωνή τού Πιλάτου. 24 Ως εκ τούτου δέ ο Πιλάτος έβγαλε τήν οριστικήν απόφασιν νά γίνη αυτό, πού εζήτουν.
25 Τούς αφήκε δέ ελεύθερον τόν Βαραββάν, ο οποίος είχε ριφθή εις τήν φυλακήν διά στάσιν καί φόνον, καί τού οποίου τήν απόλυσιν εζήτουν οι Ιουδαίοι, τόν δέ Ιησούν παρέδωκε νά τόν κάνουν ό,τι αυτοί ήθελαν, δηλαδή νά τόν σταυρώσουν. 26 Καί όταν τόν επήγαιναν εις τόν τόπον τής σταυρώσεως, επειδή ο Ιησούς είχεν εξαντληθή καί δέν άντεχε πλέον νά βαστάζη τόν σταυρόν του, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίον, πού ήρχετο από τό χωράφι, καί έβαλαν επί τών ώμων του τόν σταυρόν, διά νά τόν φέρη οπίσω από τόν Ιησούν 27 Τόν ηκολούθει δέ πολύ πλήθος λαού καί γυναικών, αι οποίαι εστηθοκοπούντο καί τόν έκλαιον. 28 Αφού δέ έστρεψε πρός αυτάς ο Ιησούς είπε Γυναίκες, κάτοικοι τής Ιερουσαλήμ, μή κλαίετε δι εμέ, αλλά κλαίετε τούς εαυτούς σας καί τά παιδιά σας.
29 Διότι ιδού, έρχονται ημέραι, κατά τάς οποίας θά είπουν Καλότυχες είναι αι στείραι γυναίκες καί κοιλίαι, πού δέν εγέννησαν, καί μαστοί πού δέν εθήλασαν μικρά. Διότι εκείναι, πού θά έχουν παιδιά, θά θλίβονται πολύ, επειδή θά αισθάνωνται τήν δυστυχίαν καί τά δεινά τών παιδιών τους. 30 Τότε κατά τάς ημέρας εκείνας, επειδή δέν θά ημπορούν νά υποφέρουν τά δεινά, θά αρχίσουν νά λέγουν εις τά όρη πέσατε επάνω μας Καί εις τά βουνά θά λέγουν σκεπάσατέ μας, νά αποθάνωμεν διά μιάς καί νά γλυτώσωμεν από τά ανυπόφορα βάσανα. 31 Καί θά είναι πράγματι ανυπόφορα τά βάσανα, διότι εάν εις εμέ, πού είμαι αθώος καί ομοιάζω πρός χλωρόν δένδρον, επειδή έχω θείαν ζωήν, κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι, εις σάς, πού είσθε δένδρον ξηρόν καί νεκρόν ένεκα τής αμαρτίας, τί θά συμβή;
32 Ωδηγούντο δέ εις τόν τόπον τής εκτελέσεως υπό τών στρατιωτών καί άλλοι δύο κακούργοι, διά νά θανατωθούν μαζί του. 33 Καί όταν έφθασαν εις τόν τόπον, πού λόγω τού εξωτερικού σχήματός του ελέγετο κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν καί τούς κακούργους, τόν ένα μέν δεξιά τού Ιησού, τόν άλλον δέ αριστερά.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 33 – 33
33 Καί όταν έφθασαν εις τόν τόπον, πού λόγω τού εξωτερικού σχήματός του ελέγετο κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν καί τούς κακούργους, τόν ένα μέν δεξιά τού Ιησού, τόν άλλον δέ αριστερά.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 44 – 56
44 Ήτο δέ ώρα περίπου έξ από τήν ανατολήν τού ηλίου, δηλαδή μεσημβρία. Καί έγινε σκότος εις όλην τήν γήν έως τάς τρείς τό απόγευμα, καί εσκοτείνιασεν ο ήλιος. 45 Καί εσχίσθη εις τό μέσον τό παραπέτασμα, πού εχώριζεν εις τόν ναόν τά Άγια από τά Άγια τών Αγίων.
46 Καί εφώναξε μέ φωνήν μεγάλην ο Ιησούς καί είπε Πάτερ, γεμάτος ελπίδα καί εμπιστοσύνην εις σέ, παραδίδω εις τάς χείρας σου τήν λογικήν καί αθάνατον ψυχήν μου. Καί αφού είπε τούς λόγους αυτούς, εξεψύχησεν. 47 Όταν δέ είδεν ο εκατόνταρχος αυτό πού έγινε, τό σκότος δηλαδή καί τόν σεισμόν, αλλά καί τόν τρόπον, μέ τόν οποίον ο Χριστός, ως άνθρωπος πού ώριζε τήν ζωήν του, παρέδωκε τό πνεύμα του εις τόν Πατέρα του, εδόξασε τόν Θεόν μέ τήν ομολογίαν αυτήν, πού είπε Πράγματι αυτός ο άνθρωπος ήτο δίκαιος καί δέν ηπατάτο, όταν έλεγε τόν εαυτόν του Υιόν τού Θεού.
48 Καί όλα τά πλήθη τού λαού, πού είχαν έλθει μαζί εκ περιεργείας διά νά ίδουν τό θέαμα αυτό τής θανατικής εκτελέσεως, όταν είδαν όσα έγιναν, εγύριζαν οπίσω εις τήν πόλιν κτυπώντες τά στήθη των εις εκδήλωσιν λύπης καί μετανοίας. 49 Όλοι δέ οι γνωστοί του καθώς καί αι γυναίκες, πού τόν ηκολούθησαν μαζί από τήν Γαλιλαίαν, εστέκοντο από μακρυά καί έβλεπαν καί τά περιστατικά τής σταυρώσεως τού Κυρίου καί τά σημεία, πού ετρόμαξαν όλους, καί τήν επάνοδον τών ανθρώπων, πού εκτύπων τά στήθη των. 50 Καί ιδού παρουσιάζεται ένας άνθρωπος, πού ελέγετο Ιωσήφ, ο οποίος ήτο βουλευτής, μέλος τού ιουδαϊκού συνεδρίου δηλαδή, άνθρωπος καλός καί ευεργετικός, συγχρόνως δέ καί ενάρετος.
51 Αυτός δέν είχε συμφωνήσει εις τήν απόφασιν, πού έλαβαν κατά τού Ιησού καί ούτε εις τά μέτρα καί τήν ενέργειάν των, διά τών οποίων εξησφάλισαν τήν επικύρωσιν καί τήν εκτέλεσιν τής αποφάσεως. Ήτο δέ από τήν πόλιν τών Ιουδαίων Αριμαθαίαν καί είχε πιστεύσει εις τό περί βασιλείας τού Θεού κήρυγμα τού Ιησού καί επερίμενε καί αυτός μαζί μέ τόσους άλλους μαθητάς τήν βασιλείαν ταύτην. 52 Ο διακεκριμένος λοιπόν καί ενάρετος αυτός άνθρωπος παρουσιάσθη εις τόν Πιλάτον καί εζήτησε τό σώμα τού Ιησού. 53 Καί αφού τό εκατέβασεν από τόν σταυρόν, τό ετύλιξεν εις σινδόνα καί τό έθεσεν εις μνημείον σκαλισμένον μέσα εις βράχον, εις τό οποίον κανείς ακόμη δέν είχε αποτεθή καί ταφή. 54 Καί ήτο ημερα Παρασκευή διότι δέν είχε δύσει ακόμη ο ήλιος. Επλησίαζεν όμως μέ τό εσπερινόν φώς νά αρχίση τό Σάββατον.
55 Παρηκολούθησαν δέ μέχρι τέλους τήν ταφήν αι γυναίκες, αι οποίαι είχον έλθει μαζί μέ τόν Ιησούν από τήν Γαλιλαίαν καί παρετήρησαν μέ προσοχήν τήν τοποθεσίαν τού μνημείου, καθώς καί τό πώς, σαβανωμένον καί τυλιγμένον εις τήν σινδόνα, ετέθη εις αυτό τό σώμα τού Ιησού. 56 Αφού δέ επέστρεψαν εις τήν πόλιν, ετοίμασαν πρό τής δύσεως τού ηλίου βοτάνια αρωματικά καί έλαια ευώδη. Καί κατά μέν τό Σάββατον ησύχασαν σύμφωνα μέ τήν εντολήν, πού επιβάλλει αργίαν κατά τό Σάββατον.