Τουρκικά ήθελε να μιλήσει ο Εβρέν Δεδέ
Δημιουργήθηκε κλίμα εξαιτίας της συμπεριφοράς του δημοσιογράφου και μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Ιλχάν Αχμέτ αρνήθηκε να μιλήσει στο συνέδριο
«Αποδέχθηκα πρόσκληση των επικεφαλής του προγράμματος εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων Άννας Φραγκουδάκη και Θάλειας Δραγώνα προκειμένου να συμμετάσχω ως ομιλητής στο συνέδριο, με αφορμή τη συμπλήρωση 90 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Συνέδριο που πραγματοποιείται στην Κομοτηνή και ειδικότερα στην πρωινή συνεδρία του Σαββάτου, με θέμα «Πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες, από την εφαρμογή της συνθήκης της Λωζάννης στη Δυτική Θράκη».
Μετά όμως από την ουσιαστική απαγόρευση από την πλευρά των διοργανωτών στον ομιλητή-δημοσιογράφο Εβρέν Δεδέ να μιλήσει στην τουρκική γλώσσα, γεγονός που συνιστά αυταπόδεικτη καταπάτηση συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων και, γελοιοποίηση του πνεύματος και του γράμματος της ίδιας της συνθήκης της Λωζάννης για την οποία θα συζητούσαμε σε αυτό το συνέδριο, δηλώνω ότι καταγγέλλω την απαράδεκτη, ανοίκεια και προσβλητική έναντι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριφορά των διοργανωτών και, διαχωρίζοντας την θέση από ό,τι συνέβη, δεν δύναμαι πλέον να συμμετάσχω ως ομιλητής στην πρωινή συνεδρία του Σαββάτου».
Τα παραπάνω αναφέρει σε ανακοίνωση καταγγελία του, ο Ιλχάν Αχμέτ, που επρόκειτο να μιλήσει στο συνέδριο, που άνοιξε τις εργασίες του, το μεσημέρι της Παρασκευής στην αίθουσα εκδηλώσεων της νομαρχίας Ροδόπης. Τουρκικά ήθελε να μιλήσει ο Εβρέν Δεδέ, αλλά το ανακοίνωσε όταν έφτασε στην αίθουσα για να πάρει τη θέση του στο πάνελ ως ομιλητής και ήδη είχε γίνει ο προγραμματισμός της πρώτης μέρας. Δημιουργήθηκε κλίμα εξαιτίας της συμπεριφοράς του δημοσιογράφου και μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Ιλχάν Αχμέτ αρνήθηκε να μιλήσει στο συνέδριο όπως ήταν προγραμματισμένο να κάνει σήμερα. Να σημειωθεί ότι η ανακοίνωση του Ιλχάν Αχμέτ αναγνώστηκε χθες στη διάρκεια του συνεδρίου.
ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΣΑΡΙΑ, ΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ
Μεγάλες προσωπικότητες, επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό κλήθηκαν να μιλήσουν για την συνθήκη που καθόρισε τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Θράκης. Η Λωζάννη αποτέλεσε όπως είπε και η κ. Φραγκουδάκη μία συνθήκη ειρήνης, άρα ήταν θετική, όμως έχει προεκτάσεις. Αυτές τις προεκτάσεις συζητούν από χθες ομιλητές και σύνεδροι, εστιάζοντας στη μειονοτική εκπαίδευση, τη σαρία, τις θετικές διακρίσεις υπέρ της μειονότητας αλλά και την ίδια τη συνθήκη.
Το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και το πρόγραμμα εκπαίδευσης παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης είναι οι διοργανωτές του συνεδρίου. Την έναρξη του συνεδρίου κήρυξε, εκ μέρους του πρύτανη του ΔΠΘ, ο Κοσμήτορας της Σχολής Κλασικών & Ανθρωπιστικών Επιστημών Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, σημειώνοντας και με την ιδιότητα του ιστορικού, «ξέρω πολύ καλά την αξία της Συνθήκης, για την Τουρκία και την Ελλάδα έχει ιδιαίτερη αξία γιατί καθόρισε σύνορα, και προέβλεψε την ανταλλαγή των πληθυσμών», τόνισε μεταξύ άλλων ο κ. Χατζόπουλος.
Το συνέδριο της Κομοτηνής, επιχειρεί να προσεγγίσει την επέτειο της συνθήκης της Λωζάννης 90 χρόνια μετά, φέρνοντας ομιλητές, προσωπικότητες από το χώρο της επιστήμης και της πολιτικής, μέλη της μειονότητας και της πλειονότητας, από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σκοπός είναι να συζητήσουν για τα ερωτήματα και τα διλήμματα που τίθενται σήμερα για τη μειονότητα, 90 χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, της συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάννη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη).
Κατάργησε την συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του ελληνικού στρατού από τον τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών.
Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων. Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Για την μειονοτική εκπαίδευση μίλησε στο πλαίσιο του συνεδρίου, η ευρωβουλευτής της ΝΔ Μαριέττα Γιαννάκου
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο οικουμενικός πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς. Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή μειονοτήτων από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή . Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκιποννήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
«ΙΣΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ»
Η Συνθήκη της Λωζάννης, ήταν μία συνθήκη με την οποία η Ελλάδα έχασε, ό,τι είχε αποκτήσει με στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα την εποχή εκείνη. Από την άλλη πλευρά. πέρασαν διαφορετικές περίοδοι με διαφορετικές πολιτικές για τα ζητήματα που έχουν σχέση με τη θρησκευτική μειονότητα της Θράκης», είπε η ευρωβουλευτής της ΝΔ Μαριέττα Γιαννάκου η οποία βρέθηκε στην Κομοτηνή για να μιλήσει στο συνέδριο. «Εκπαίδευση ίσων ευκαιριών, εκπαίδευση χωρίς διακρίσεις», ήταν το θέμα της εισήγησης που έκανε στο συνέδριο η ευρωβουλευτής της ΝΔ. Μετά από 90 χρόνια από τη Συνθήκη, «βρισκόμαστε σε μία Ευρώπη πολύ-πολιτισμική, πολύ-θρησκευτική και οι πολίτες της μειονότητας, είναι πολίτες της Ευρώπης. Πάρα πολλά έχουν αλλάξει και πρέπει να γίνουν και περισσότερα. Έχει τεράστια σημασία να δούμε το ζήτημα των ίσων ευκαιριών για όλους. Όσο δικαίωμα έχει μία μειονότητα, θρησκευτική στην προκειμένη περίπτωση, να κρατά τις παραδόσεις και αντιλήψεις, άλλο τόσο δικαίωμα έχει να είναι πλήρως εντεταγμένη στο κοινωνικό σύνολο», ανέφερε η κ. Γιαννάκου.
Βρισκόμαστε σε μία εποχή που έχει μεγάλη σημασία η ανεκτικότητα και όλοι δείχνουν να το αντιλαμβάνονται, ανέφερε η ευρωβουλευτής. Σε αυτό το πλαίσιο τόνισε πως, «ενώ η έννοια του έθνους-κράτους δεν έχει υποχωρήσει, ορισμένοι φοβούνται ότι η Ευρώπη μπορεί να κάνει να ξεχάσουν τις εθνικές αντιλήψεις οι λαοί, αντίθετα έχουν ανεβεί, έχουν οξυνθεί. Ταυτόχρονα υπάρχει η αντίληψη ότι το μεγαλύτερο κέρδος, ιδιαίτερα σε αυτόν τον σχηματισμό, την Ευρώπη, που με διαδικασίες ειρηνικές, κατάφερε να ξεπεράσει τα παλιά στίγματα και να δημιουργήσει 60 χρόνια ανάπτυξης, ειρήνης, συνεργασίας, είναι το μείζον».
Η ευρωβουλευτής παραδέχθηκε ότι η Ένωση βρίσκεται σε καμπή γιατί υπάρχουν, όπως υποστήριξε φυγόκεντρες δυνάμεις. «Υπάρχουν φυγόκεντρες δυνάμεις γιατί οποιοσδήποτε οργανισμός ή αυτοκρατορία, ποτέ δεν είχε μόνο περιόδους ακμής, υπάρχουν και περίοδοι παρακμής, οι οποίες ξεπερνιούνται ακριβώς με τη συνεργασία, τον συντονισμό, την προσπάθεια και την αλληλεγγύη», ανέφερε. Σε αυτή την Ευρώπη η κ. Γιαννάκου τόνισε πως δεν ταιριάζει η σαρία, ο ιερός νόμος των μουσουλμάνων και πρόσθεσε, «δεν είναι θέμα κατάργησης, είμαι υπέρ ο ελληνικός νόμος, να εφαρμόζεται εξίσου και όλοι οι πολίτες να έχουν τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες ευκαιρίες και να μπορούν με το ίδιο τρόπο να αποκτήσουν γνώση και επίπεδο». Στα ζητήματα της μειονοτικής εκπαίδευσης, η κ. Γιαννάκου δήλωσε υπέρμαχος των θετικών διακρίσεων για τη μειονότητα, και μάλιστα όπως είπε η ίδια άνοιξε το δρόμο στην εισαγωγή των παιδιών της μειονότητας και στα ΤΕΙ εκτός από τα ΑΕΙ.
«ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟ ‘Ή ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»
Το δίλημμα «μειονοτικό ή δημόσιο σχολείο», ανέλυσε στο πλαίσιο του συνεδρίου, ο γιατρός Ιμπράμ Ονσούνογλου το οποίο όπως είπε είναι έντονο τα τελευταία 15 χρόνια. Πριν η επιλογή ήταν μία, το μειονοτικό σχολείο. «Με το πέρασμα των χρόνων προέκυψε αυτό το δίλημμα και φαίνεται ότι αρκετοί γονείς το νιώθουν και δύσκολα αποφασίζουν». Ο ίδιος παραδέχθηκε πως το δίλημμα έχει αυξήσει και τον αριθμό των μαθητών που φοιτούν στα δημόσια, αντί τα μειονοτικά σχολεία. «Προτίμηση του δημόσιου σχολείου σημαίνει εγκατάλειψη του μειονοτικού, σημαίνει συρρίκνωση της μειονοτικής εκπαίδευσης.
Η μειονοτική εκπαίδευση είναι δικαίωμα, προνόμιο που δε θέλουμε να αποποιηθούμε.
Ενώ γενικότερα για την εκπαίδευση στη μειονότητα, έχουν ληφθεί ορισμένα θετικά μέτρα, ή μετρά θετικής διάκρισης η μειονοτική εκπαίδευση παραμένει υποβαθμισμένη», υποστήριξε. Το πρόβλημα της μειονοτικής εκπαίδευσης ξεκινά, σύμφωνα με τον κ. Ονσούνογλου από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τους αποφοίτους της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας.