Ξεκίνησαν οι εργασίες της 20ης Επετειακής Γενικής Συνέλευσης της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας στην Αθήνα με κεντρικό θέμα: “Κοινοβουλευτική Δημοκρατία – Χριστιανισμός – Ορθοδοξία: αξίες και έννοιες”.
Στο πλαίσιο των εργασιών παρουσίασε σχετική εισήγηση ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα: «Χριστιανισμός και Πολιτική στον κόσμο του αύριο».
Ακολουθεί ολόκληρη η εισήγηση:
“Ο Χριστιανισμός πορεύτηκε μέσαστην Ιστορία αρχικά με τη δειλή ελπίδα ότι επιτέλους στη ζωή των ανθρώπων το φως μπορεί να επιβάλλεται στο σκότος και ύστερα με την βεβαιότητα της καινοποίησης της ζωής του κόσμου. Η Εκκλησία έφερε μια νέα πρόταση ζωής στηριγμένης στη ψηλαφητή βεβαιότητα, ότι δεν είναι πια ο θάνατος που καθορίζει τα ουσιώδη του βίου. Και συνάμα, οι Χριστιανοί συνδέθηκαν εξ αρχής στη συνείδηση των ανθρώπων με την ανιδιοτελή αγάπη και τη φιλανθρωπία.
Το κήρυγμα του Ευαγγελίου προσκόμισε στην Οικουμένη μια νέα υπαρξιακή και κοινωνική πρόταση ζωής, που δεν εξαντλείται σε ιδεολογικές ντιρεκτίβες αλλά θεμελιώνεται σε ένα πρόσωπο.«Εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή» δηλώνει ο Χριστός, με την απλότητα και την πληρότητα που χαρακτηρίζει το απολύτως ουσιώδες και το εντελώς αδιαμφισβήτητο.
Έκτοτε, οι άνθρωποι βρήκαν ένα νέο τρόπο να πορεύονται μέσα στην ιστορία. Κι έλαβε σάρκα και οστά το εντελώς απροσδόκητο. Το ανερμήνευτο με τους όρους της φυσικής νομοτέλειας: Μια πίστη που μοιάζει ουτοπίαάλλαξε τον κόσμο. Όμως, τίποτα δεν συνέβη αυτομάτως και ερήμην των ανθρώπων.
Μια ματιά στην πρώιμη ιστορία του χριστιανισμού αποκαλύπτει κάτι που στις μέρες μας αναδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο. Με όρους πολιτικής σημασιολογίας, ο χριστιανισμός εμφανίστηκε στην Ιστορία ως ανατρεπτικό κίνημα. Ως ένα σχεδόν αναρχικό περιθωριακό κίνημα, που αντιμετωπίστηκε με άγριους διωγμούς και ακραία κατασταλτικά μέτρα.
Όμως,σχεδόν τρεις αιώνες μετά, όταν οι αρχές, οι αξίες και ο πολιτισμός που προσδιόρισαν τη δομή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αρχίζουν να καταρρέουν· Όταν –τότε όπως και τώρα άλλωστε- η πνευματική και ηθική κρίση, πουστην καθημερινότητα εκφράστηκε ως οικονομική κρίση, βύθιζε τον λαό σε απόγνωση· Τότεσυνέβη το ορθολογικώς ακατανόητο: Η ουτοπία της χριστιανικής πρότασης αναδείχτηκε η μόνη που μπορούσε να προσφέρει νέο όραμα ζωής. Που έδωσε υπαρξιακές απαντήσεις στον μηδενισμό της απόγνωσης. Που γονιμοποίησε και αναζωογόνησε την πολιτισμική προσφορά του Αρχαιοελληνικού και του Ρωμαϊκού κόσμου. Εν ολίγοις, που δώρισε στην Οικουμένη την προοπτική ενός καινούργιου μέλλοντος. Του τότε αύριο, που αποτέλεσε το ακμάζον και εξελισσόμενο σήμερα της Οικουμένης μέχρι σχεδόν πρόσφατα.
Χρειάζεται, πάντως, να διευκρινιστεί με σαφήνεια, ότι ο χριστιανισμός δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στα στενά όρια της ιδεολογίας. Η Εκκλησία δεν είναι, απλώς, ένας κοινωφελής οργανισμός. Και, βεβαίως, δεν είναι δουλειά της να ασκεί πολιτική. Στο πέρασμα των αιώνων, αυτό που μεταμόρφωσε τον τρόπο της διακυβέρνησης των λαών καιτροφοδότησε την κοινοβουλευτική Δημοκρατία με αρχές και αξίες, που τις χαρακτήριζε η ανθρωπιά, δεν ήταν η πολιτική του χριστιανισμού αλλά ο εκχριστιανισμός της πολιτικής.
Ακόμα και όταν η πρόοδος έμοιαζε να στηρίζεται σε αντιπαραθέσεις προς τον Χριστιανισμό, αυτές οι αντιδράσεις κρύβανε πίσω τους την αγωνία για τη διάσωση όσων χριστιανικών αρχών προδόθηκαν όταν και όπου αυτός παρουσιαζόταν ως φορέας αυταρχικής εξουσίας πολιτικής ή πνευματικής. Οι ορθόδοξοι έχουμε ευθύνη –ιδιαίτερα σήμερα- να αποκαθάρουμε τη σύγχυση που επικρατεί σχετικά με την διαφορά της Ορθόδοξης από τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις. Είναι καίριας σημασίας να διατρανώσουμε έργω και λόγω την ζωτικής σημασίας για την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία διαφορετικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μιας Εκκλησίας που θεωρεί τους κληρικούς της εκπροσώπους του λαού και των παθημάτων του προς στον φιλάνθρωπο Θεό και όχι επίγειους τοποτηρητές μιας επουράνιας αυταρχικής δικανικής αυθεντίας. Αυτή η προσέγγιση, όμως, υποδεικνύει και τις προδιαγραφές του πολιτικού ήθουςμε το οποίο ασκείται η διακονία της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας από χριστιανούς ορθόδοξους βουλευτές.
Σήμεραβρισκόμαστε σε μια έντονα μεταβατική περίοδο της Ιστορίας. Το παρόν μας συνταράσσεται από μείζονες εξελίξεις, στις οποίες κυριαρχεί η εικόνα μιας οξύτατης κρίσης οικουμενικών διαστάσεων. Ο κόσμος, όπως τον ξέραμε μέχρι σήμερα, μοιάζει να καταρρέει. Αναμφίβολα, ελπίζουμε και ευχόμαστε κάποια από τα συμπτώματα αυτής της αποσταθεροποιημένης κοινωνικής πραγματικότητας, όπως είναι η οικονομική κρίση και τα συνακόλουθά της, να ξεπεραστούν.
Μα και αν αυτό επιτευχθεί, αρκεί, άραγε, για να εφησυχάσουμε;
Ο κόσμος του αύριο είναι ήδη παρών. Και εμείς εθελοτυφλούμε. Ωστόσο, οι διανοούμενοι μιλούν σήμερα για το τέλος των ιδεολογιών. Οι φιλόσοφοι σκιαγραφούν τον έμπρακτο μηδενισμό, ωςκυρίαρχη αξία και μέτρο ζωής της καθημερινότητας μας. Το οικολογικό πρόβλημα συνιστά μια άμεσα ορατή απειλή παγκόσμιων διαστάσεων. Η παγκοσμιοποίηση μοιάζει να απειλεί την ιδιοπροσωπία και την ταυτότητα ατόμων και εθνών. Και χάρη σε όλα αυτά, ανοίγεται εύκολος ο δρόμος της καταφυγής σε ιδεολογικά μορφώματα, που συχνά διέπονται από θολές και επικίνδυνες αρχές και αξίες. Αυτή η διάσταση της κοινωνικής πραγματικότητας χρειάζεται να μας απασχολήσει ιδιαίτερα, διότι κάποια από αυτά τα ιδεολογικά καταφύγια θάλπουν ακραίες επιλογές όπως την τρομοκρατία, τον νεοναζισμό,τις καταστροφικές λατρείες ή έστω την απαξίωση της πολιτικής και των άλλων δημοκρατικών θεσμών.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών η ηθική παρακμή, που γεννά κρίσεις οικονομικές και μετατρέπει την ενωμένη Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο σε πεδίο ιδιοτελών παιχνιδιών επικυριαρχίας, διακυβεύονταςτην ίδια την επιβίωση των λαών. Η εικόνα που αναδύεται όταν τοποθετηθούν όλες αυτές οι ψηφίδες μαζί δεν είναι ελκυστική και, οπωσδήποτε, στερείται φωτεινών και χαρούμενων χρωμάτων.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το πνευματικό κενό που γέννησε ο νεωτερικός κοινωνικός εξοστρακισμός των χριστιανικών παραδόσεων και η απαξίωση των χριστιανικών αρχών και αξιών ακόμη και από το σύγχρονο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι άμοιρα συνεπειών. Ο πολιτισμός μας, επομένως και η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, απειλούνται σήμερα από την επικράτηση της μηδενιστικής απελπισίας. Και αυτή γεννά βία, ατομικισμό και συνεχή υποβάθμιση της αξίας του ανθρώπινου προσώπου.
Εδώ ακριβώς αναδύεται το ερώτημα περί της κοινής ευθύνης Πολιτικής και Χριστιανισμού. Έρχεται, δηλαδή, ξανά στο προσκήνιο το καταρχήν θεολογικό αλλά και βαθύτατα πολιτικό ζήτημα του προφητικού χαρίσματος.
Στη θεολογική γλώσσα, προφητεία δεν είναι μια μαγικού τύπου γνώση του μέλλοντος. Προφητικό χάρισμα σημαίνειότι κάποιοι διασώζουν τη δυνατότητα ενορατικής και διορατικής συνειδητοποίησηςτου που οδηγούνται τα πράγματα, όταν η ζωή αποκλίνει από την αλήθεια. Όταν, δηλαδή, οι προσωπικές ή οι πολιτικές επιλογές μαςαπαξιώνουν τα ουσιώδη που νοηματίζουν την ύπαρξή μας.
Το προφητικό χάρισμα συνεπάγεται ανάληψη ευθυνών. Αυτοί που έχουν την πνευματική διαύγεια, ώστε να διαγνώσουν αυτές τις αποκλίσεις πρέπει να διαθέτουν και την τόλμη να αναλάβουν τις θεσμικές τους ευθύνες για τη διόρθωσή τους. Οφείλουν να αγωνιστούν ώστε το ήθος που θα διέπει από αύριο την κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα και ο τρόπος που θα διακυβερνάται η ζωή των ανθρώπων νααπελευθερώνουν το μέλλον από τις καταστροφικές συνέπειες της πνευματικής παρακμής, του υπαρξιακού ξεπεσμού και του ευτελισμού των αρχών και των αξιών.
Με άλλα λόγια, είναι χρεία επιτακτική ο χριστιανισμός να ξαναβρεί τρόπους ώστε το Ευαγγέλιο να ξαναγίνει πηγή εμπνεύσεως ήθους και πολιτισμού. Είναι καιρός το κήρυγμά της Εκκλησίας να αποτινάξει τον κουρνιαχτό του βερμπαλισμού και να ξαναγίνει λόγος αποκαλυπτικός και ελπιδοφόρος. Λόγος ουσιαστικός που μιλά για τα ουσιώδη.
Είναι καιρός να απελευθερωθούμε από την άκαρπη ευκολία της εξ αποστάσεως και της αφ υψηλού κριτικής των εξελίξεων με όρους δικανικούς. Να αποδεσμευτούμε από τη δυτικότροπη νοοτροπία του αυταρχικού ηθικισμού καινα επανασυνδεθούμε με τη γονιμότητα της Πατερικής μας Παράδοσης.Μιας παράδοσης που πάντοτε προσλάμβανε τον κόσμο. Και τον μεταμόρφωνε. Γονιμοποιώντας τα επιτεύγματα του ανθρωπίνου πνεύματος και του πολιτισμού με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και έτσι γεννιόταν συνεχώς ένα αύριο που ξεπερνούσε τις απειλές του σκότους και αναδυόταν κάθε φοράλαμπρότερο μέσα στην ιστορία.
Τα ανάλογα αντιστοιχούν σε ότι αποκαλούμεκοινοβουλευτική Δημοκρατία. Σε ότι, δηλαδή, συνιστά την κοσμική εκδοχή αυτού που στην Εκκλησία αποκαλείται συνοδικό σύστημα διακυβερνήσεως. Η σύγχρονη κοινοβουλευτική Δημοκρατία χρειάζεται να υπερβεί την δουλειά του αυτονόητου και τους περιορισμούς που της επέβαλε η νεωτερικότητα, όπου μεταξύ τους κεντρική θέση κατέχει η υποχρεωτική αποστασιοποίηση από τη «θρησκεία».
Οι επιδράσεις αυτής της νοοτροπίας είναι, μερικές φορές, εμφανείς ακόμα και όταν οι σχέσεις πολιτικής και Εκκλησίας παρουσιάζονται καλές. Τούτο διότι, υπό την πίεση της νεωτερικής νοοτροπίας, που έχει διαποτίσει το πολιτισμικό μας γίγνεσθαι, τα όρια αυτών των σχέσεων εγκλωβίζονται στο επίπεδο της χρησιμοθηρίας. Έτσι, σχέσεις που μπορούν να δημιουργήσουν τη μικρή ζύμη που θα ζυμώσει όλο το φύραμα, προσφέροντας όραμα, ελπίδα και νόημα, εξαντλούνται στα στενά όρια του πρόσκαιρου ωφελιμισμού. Το αποτέλεσμα είναι η υποταγή στον συνεχή πειρασμό να θυσιάζεται το μείζον προς χάρη του ελάσσονος. Το είναι προς χάρη του φαίνεσθαι.
Σπεύδω να διευκρινίσω, εμφατικά, ότι αυτές οι παρατηρήσεις δεν αμφισβητούν την ύπαρξη καλοπροαίρετων, ειλικρινών και δημιουργικών σχέσεων πολιτικής και Εκκλησίας. Άλλωστε, αυτό εκφράζει πρώτιστα η «Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας». Και, βέβαια, η υποχρέωση Πολιτική και Εκκλησία να συνεργαστούν άμεσα και πρακτικά για την αντιμετώπιση των οξέων και των επειγόντων προβλημάτων του κοινού βίου είναι αυτονόητη και δεν χρήζει συζητήσεων ή επιβεβαιώσεων. Δραστηριότητες όπως η έμπρακτη συνεργασία στην άσκηση φιλανθρωπίας, η διοργάνωση συσσιτίων για απόρους και αστέγους, η προσφορά ανακουφιστικών παρεμβάσεων προς μείωση των οδυνηρών συνεπειών της οικονομικής κρίσης ή η συνεπικουρία σε οικολογικές προσπάθειες και σε πολλά άλλα ζητήματαπρακτικής φύσεως είναι, αυταπόδεικτα, καίριας σημασίας.
Όμως, η κρισιμότητα των καιρών δεν επιτρέπει να παραμεληθούν άλλα, εξαιρετικώςεπείγοντα προβλήματα, όπως το έλλειμμα οράματος για το αύριο και η αναζήτηση τρόπων καλλιέργειας και προαγωγής ενός ήθους που θα ξαναγεννήσει πολιτισμικές προτάσεις και θα απαντήσει στα αγωνιώδη ερωτήματα του ήδη παρόντος κόσμου του αύριο. Η σημασία αυτών των παρατηρήσεων γίνεται κατανοητή, αν, για παράδειγμα, αναλογισθούμε την ευθύνη της πολιτικής για την διαμόρφωση της παιδείας με την οποία ανατρέφονται οι νέες γενιές και τι συνεπάγονται γι αυτές τα ελλείμματα που προαναφέρθηκαν.
Παρακαλώ, να σημειώσετε ότι μιλώ ως κληρικός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και με την επίγνωση ότι απευθύνομαι στην «Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας». Αντλώ λοιπόν το θάρρος έτσι να εκφράζομαι, αισθανόμενος κατά κάποιο τρόπο σε οικογενειακή ατμόσφαιρα. Διατυπώνω, δηλαδή, τον προβληματισμό μου με τη συνείδηση ότι απευθύνομαι ως ποιμένας της Εκκλησίας προς ορθόδοξους βουλευτές και πολιτικούς, με τους οποίους μοιράζομαι την κοινή ευθύνη της διακονίας του λαού του Θεού, και επομένως κατανοούν το πνεύμα και την αγωνία μου.
Έχοντας, όμως, επίγνωση, ότι δεν είμαι ούτε ικανός ούτε αρμόδιος να κάνω υποδείξεις, θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή τη σύντομη παρουσίαση της σκέψης μου, υποστηρίζοντας όσα είπα με δύο παραθέματα.
Το πρώτο παράθεμα συνοψίζει την διαγνωστική διάσταση όσων προανέφερα και το δανείζομαι από τον μακαριστό Γέροντα Χαλκηδόνος κυρό Μελίτωνα:
«Δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξος, η δική μας Εκκλησία, να νοηθή ως άσχετη προς τη ζωή, προς τους καιρούς, προς την αγωνίαν αυτής της ώρας, προς τα φλέγοντα προβλήματα αυτής της στιγμής, απλώς ως πόλις επάνω όρους κειμένη και θεωρούσα τα περί αυτήν. Ως Εκκλησία είμεθα εμπεπλεγμένοι εις την πορείαν του γένους των ανθρώπων, εις την μεγάλην αυτήν περιπέτεια, που ονομάζεται Ιστορία, άγουσα εις την τελείωσιν των εσχάτων. Υποκρινόμενοι την χθες, απουσιάζομεν από την σήμερον και η αύριον έρχεται άνευ ημών».
Το δεύτερο παράθεμα, περιγράφει το ζητούμενο της κοινής μας ευθύνης. Το δανείζομαι από τον Γ. Σεφέρη, σημειώνοντας ότι, όπου εκείνος λέει «λαός» εγώ εννοώ τον απανταχού της Γης λαό του Θεού.
«Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχθούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δεν γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός»
Κυρίες και κύριοι σύνεδροι,
Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω τον λόγο μου με την πολύ επίκαιρη παραίνεση του αποστόλου των εθνών:
«Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, διά του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη»( Α’ Κορ. 1, 10)”.