Η εισήγηση των δύο Συνοδικών Επιτροπών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, της Επιτροπής Δογματικών και Κανονικών Ζητημάτων και της Επιτροπής Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, είναι θετική για την αναγνώριση της νέας Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του ethnos.gr, 4 είναι τα σημεία-κλειδιά που περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη εισήγηση, η οποία, όπως μαθαίνουμε, έχει πολλά κοινά σημεία με την εισήγηση του καθηγητή κ. Βλασίου Φειδά.
Ωστόσο, πολλοί ιεράρχες αναρωτιούνται γιατί την εισήγηση για το Ουκρανικό ζήτημα οι πρόεδροι των Επιτροπών της ΔΙΣ την κρατούν ως «επτασφράγιστο μυστικό»; Υπάρχει κάτι που φοβούνται; Ποιο είναι το σκεπτικό που δεν μπορεί να δοθεί στη δημοσιότητα μια εισήγηση για ένα τόσο σοβαρό θέμα;
Να θυμίσουμε ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αποφάσισε πρόσφατα, μετά τις εισηγήσεις των αρμόδιων Επιτροπών για το ουκρανικό ζήτημα, να αναγνωρίσει το κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη για την παραχώρηση του Αυτοκεφάλου, καθώς και το προνόμιο του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος να χειρισθεί περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Ωστόσο, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος επιθυμεί να ενημερώσει για τη συγκεκριμένη απόφαση την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα συνέλθει σε τακτική Συνεδρίασή της τον προσεχή Οκτώβριο.
Μια απόφαση που- όπως είχαμε γράψει από την πρώτη στιγμή- αναδεικνύει και ενισχύει τον σεβασμό που τρέφει ο Μακαριώτατος για τη δημοκρατική λειτουργία του συνοδικού συστήματος, αλλά είναι και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία όλοι οι ιεράρχες – προσωπικά- να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί σχετικά με το ουκρανικό ζήτημα.
Ας δούμε, λοιπόν, τα σημεία αυτά πιο αναλυτικά.
Πρώτον. Οι Επιτροπές στην εισήγησή τους καταλήγουν ότι η Ουκρανία ποτέ δεν αποτελούσε το κανονικό έδαφος οποιασδήποτε άλλης Εκκλησίας, εκτός του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Γράφει, μεταξύ άλλων, ο κ. Φειδάς για το ίδιο θέμα:« Tο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως Μητέρα Εκκλησία της Εκκλησίας της Ουκρανίας, όχι μόνο ουδέποτε παραιτήθηκε με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1686, όπως ακρίτως υποστηρίζεται, αλλ’ αντιθέτως επέμεινε πάντοτε στην κανονική δικαιοδοσία του για να υπερασπισθεί τα κανονικά δικαιώματα της Μητροπόλεως Κιέβου και πάσης Ουκρανίας, σε αντίξοες μάλιστα ιστορικές συγκυρίες ή ιδιαίτερα χαλεπούς καιρούς, αφ’ ετέρου, δε, ότι το Πατριαρχείο Μόσχας ουδέποτε απέκτησε κανονική δικαιοδοσία και ουδέποτε ενήργησε κανονικές εκκλησιαστικές πράξεις στις επαρχίες της δικαιοδοσίας της Μητροπόλεως Κιέβου.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, αυτό επιβεβαιώνεται και από την απαντητική Επιστολή της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσσίας στην πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη για την εκπροσώπησή της στη Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως για το βουλγαρικό ζήτημα (1872), αφού σε αυτή «υπέδειξεν ως ουδετερώτερον μέρος προς τούτο το αρχαίον Κίεβον’’ για τη συνέλευση της Συνόδου (Γ. Παπαμιχαήλ, Αποκαλύψεις περί της ρωσσικής πολιτικής εν τη Ορθοδόξω Ελληνική Ανατολή, Αθήναι 1909 σελ. 8-10)».
Δεύτερον. Το δεύτερο σημείο-κλειδί που περιλαμβάνει η εισήγηση της Επιτροπής Δογματικών και Κανονικών Ζητημάτων και η Επιτροπή Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων είναι ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε και έχει πάντοτε το αποκλειστικό κανονικό δικαίωμα να δέχεται ή να απορρίπτει το υποβαλλόμενο Έκκλητον αρχιερέως από οποιοδήποτε πατριαρχικό θρόνο. Το έκκλητο, με απλά λόγια, είναι το δικαίωμα που δίδεται σε μητροπολίτες Εκκλησιών να προσφεύγουν στο Φανάρι, ως ένα είδος Αρείου Πάγου της εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης.
Ο διακεκριμένος καθηγητής αναφέρει για το θέμα: «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Προκαθήμενος τόσο του Πρώτου θρόνου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσο και της Μητρός Εκκλησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, είχε και έχει πάντοτε το αποκλειστικό κανονικό δικαίωμα να δέχεται το Έκκλητον αρχιερέων όχι μόνο της κανονικής δικαιοδοσίας του, αλλά και από την κανονική δικαιοδοσία των άλλων Πατριαρχικών θρόνων ή αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως αυτό συνάγεται από την ομόφωνη κανονική παράδοση και από τη διαχρονική εκκλησιαστική πράξη.
Άλλωστε, με αυτές συμφωνεί πλήρως και το εσφαλμένως χρησιμοποιούμενο από το Πατριαρχείο Μόσχας, ως δήθεν αντίθετο προς το κανονικό αυτό δικαίωμα, μοναδικό σχόλιο του εγκρίτου βυζαντινού κανονολόγου Ιωάννη Ζωναρά (ΙΒ’ αιώνα) στους κανόνες 9 και 17 της Δ’ Οικουμενικής συνόδου (451), αφού το σχόλιο αποκλείει την κρίση από τον Οικουμενικό πατριάρχη μόνο των μη προσφευγόντων («ακόντων») μητροπολιτών και όχι βεβαίως των ασκησάντων το κανονικό δικαίωμά τους με το Έκκλητον («εκόντων») στο Οικουμενικό Πατριαρχείο».
Σε άλλο σημείο γράφει ο κ. Φειδάς: «…Προφανώς, ο αντικανονικώς και ακρίτως καταδικασθείς από το Πατριαρχείο Μόσχας μητροπολίτης Φιλάρετος, για τους γνωστούς πλέον λόγους, είχε το αυτονόητο κανονικό δικαίωμα, ούτως ή άλλως, να ασκήσει το Έκκλητον στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για τις εναντίον του καταδικαστικές αποφάσεις, όταν αυτό κατέστη δυνατόν για τους γνωστούς και ευνόητους λόγους. Συνεπώς, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε και έχει πάντοτε όχι μόνο το αποκλειστικό κανονικό δικαίωμα, αλλά και την αυτονόητη δεσμία υποχρέωση να εξετάσει σε βάθος όλα τα στοιχεία του υποβληθέντος φακέλου και να αποφανθεί επί της ουσίας σχετικώς, γι’ αυτό αποδέχθηκε, κατά την έμφρονα κρίση του και την κρίση της Πατριαρχικής Συνόδου, την άμεση αποκατάστασή του στην εκκλησιαστική κοινωνία…».
Τρίτον. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει το κανονικό δικαίωμα να χορηγεί αυτοκεφαλία. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, στην εισήγηση των Επιτροπών της ΔΙΣ γίνεται μια ιστορική αναδρομή ως προς το αποκλειστικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη να δίδει την αυτοκεφαλία και πάνω-κάτω καταλήγει σε ό,τι γράφει ο κ. Φειδάς.
Γράφει λοιπόν ο κ. Φειδάς: «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε και έχει πάντοτε απαραμείωτο το κανονικό δικαίωμα όχι μόνο να μεριμνά οφειλετικώς για την υποστήριξη των εμπεριστάτων ή δοκιμαζομένων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά και τη δεσμία κανονική υποχρέωση να αναλαμβάνει εγκαίρως όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για την πρόληψη, την αποτροπή ή τη θεραπεία των επικινδύνων απειλών ή δοκιμασιών του εκκλησιαστικού τους σώματος.
Άλλωστε, η όλη ιστορία του Οικουμενικού πατριαρχείου, ήτοι τόσο σε ευτυχείς, όσο και σε χαλεπούς καιρούς, αποτελεί πράγματι μία υπέροχη μαρτυρία της πάντοτε ανιδιοτελούς ή και θυσιαστικής προσφοράς του προς όλες τις εμπερίστατες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Συνεπώς, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε πάντοτε και έχει πολύ περισσότερο σήμερον το κανονικό δικαίωμα ή μάλλον την μητρική ευθύνη να αναλαμβάνει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, με ή και χωρίς την προηγούμενη συναίνεση όλων των άλλων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες μπορούν να εκφράσουν τη συναίνεσή τους και μετά την ανακήρυξη της δοκιμαζομένης μεγάλης Εκκλησίας της Ουκρανίας».
Τέταρτον. Τέλος, στην εισήγηση των Επιτροπών της ΔΙΣ σημειώνεται ότι εφόσον δόθηκε η αυτοκεφαλία, αυτός που τη χορηγεί εξετάζει κατά πόσο οι αρχιερείς έχουν αποστολική διαδοχή και κανονική ιεροσύνη.
Γράφει σχετικά ο κ. Φειδάς: «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε και έχει πάντοτε το κανονικό δικαίωμα να δεχθεί σε εκκλησιαστική κοινωνία όλους τους σχισματικούς αρχιερείς όχι μόνο από τη δική του εκκλησιαστική δικαιοδοσία, αλλά και από τη δικαιοδοσία των άλλων πατριαρχικών θρόνων, αν ο ηγέτης των σχισματικών αυτών αρχιερέων αποκαταστάθηκε κανονικώς στην εκκλησιαστική κοινωνία.
Πράγματι, συμφώνως προς την ομόφωνη κανονική παράδοση και τη συνεπή προς αυτή εκκλησιαστική πράξη, η αποκατάσταση στην εκκλησιαστική κοινωνία του πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου, ηγέτη των αποσχισθέντων από το Πατριαρχείο Μόσχας κληρικών, μοναχών και λαϊκών, συνεπαγόταν αυτομάτως και την κανονική αποκατάσταση στην εκκλησιαστική κοινωνία των 60 περίπου αρχιερέων, του μεγάλου αριθμού κληρικών και μοναχών και πολλών εκατομμυρίων ευλαβών ορθοδόξων πιστών.
Συνεπώς, η οφειλετική άμεση αποδοχή στην εκκλησιαστική κοινωνία εκατομμυρίων ουκρανών πιστών αποτελεί όχι μόνο τη δικαίωση της αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της δεινώς δοκιμαζομένης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, αλλά και την πλήρη απαξίωση των ακρίτων ιδεοληπτικών ή υποβολιμαίων μεμψιμοιριών των ελαχίστων αντιφρονούντων».