Εκκλησία της Ελλάδος: Στον ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου τίμησε το απόγευμα η Εκκλησία της Ελλάδος τον Απόστολο των Εθνών Παύλο σε ανάμνηση του κηρύγματός του προς τους Αθηναίους. στον Μεγάλο Πανηγυρικό Εσπερινό χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος.
Ρεπορτάζ για το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας : Μάκης Αδαμόπουλος
Φωτογραφίες : Χρήστος Μπόνης
Παρέστησαν Αρχιερείς, o υπουργός Παιδείας κ. Κυριάκος Πιερρακάκης, ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Κώστας Μπακογιάννης, εκπρόσωποι της Πολιτείας, των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων, κληρικοί και λαϊκοί.
Κατά τον Εσπερινό μίλησε ο Αρχιμανδρίτης π. Επιφάνιος Καραγεώργος, Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ι. Ν. Αγίου Αντωνίου Άνω Πατησίων, ο οποίος αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο ιστορικό γεγονός της διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα. Μίλησε, ακόμη, για την δυσπιστία με την οποία τον αντιμετώπισαν οι Αθηναίοι και επεσήμανε ότι «εδώ, στον Άρειο Πάγο, τέθηκαν οι βάσεις για ένα διάλογο ανάμεσα στην αρχαία φιλοσοφία και στη νέα πίστη. Ένα διάλογο, που έδωσε πάρα πολλούς καρπούς και πάρα πολλές καίριες απαντήσεις, για το τι είναι ο Θεός, ο άνθρωπος και η κτίση».
Σε άλλο σημείο, ο π. Επιφάνιος μιλώντας για τα φαινόμενα και τις τάσεις που συναντούμε σε κάθε εποχή, τα οποία με τον έναν η τον άλλο τρόπο, προσπαθούν να διασπάσουν την ανθρώπινη ενότητα και να προβάλουν το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου, υποτιμώντας το σωματικό και υλικό μέρος του τόνισε ότι : «Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σήμερα, στην εποχή της ψηφιακής πραγματικότητας. με διάφορες διαδικασίες περιορίζεται η σωματική συμμετοχή στις ανθρώπινες δράσεις και ο υλικός κόσμος αντικαθίσταται από εικονικές αναπαραστάσεις, από απεικάσματα. οι σύγχρονες ραγδαίες αλλαγές δίνουν την αίσθηση στον άνθρωπο ότι μπορεί να ζήσει σε «ρυθμούς διαστημικούς, ενώ είναι επίγειος και πεπερασμένος».
Η Ιερά Σύνοδος, ενωτιζόμενη αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα και τις ψηφιακές προκλήσεις, προέκρινε σοφά, με τρόπο πρωτοποριακό, την ιδέα της διοργάνωσης Διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου με θέμα : «η Ορθόδοξη θεολογία εν πορεία στην “άϋλη” πραγματικότητα της ύστερης νεωτερικότητας», με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών συνεχούς παρουσίας του περιοδικού «Θεολογία»».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο π. Επιφάνιος υπογράμμισε : «η Εκκλησία της Ελλάδος, και με αυτές τις αφορμές, φέρει πάλι στο προσκήνιο τον λόγο και το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, περί της αξίας του σώματος και της ύλης, η οποία αποκορυφώνεται στην πίστη περί της αναστάσεως του ανθρώπινου σώματος. Αυτή η αντίληψη της Εκκλησίας περί της αξίας του σώματος και της ύλης είναι ταυτόχρονα η ελπίδα, το καινούργιο, το καινό που προβάλλει η Εκκλησία, σε ένα κόσμο που ολοένα και περισσότερο γοητεύεται από τις δυνατότητες της εξ αποστάσεως επικοινωνίας, από τη μη φυσική παρουσία! σε ένα κόσμο που ολοένα και περισσότερο περιορίζει τη φυσική ανθρώπινη παρουσία, πιστεύοντας ίσως ότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται. Όμως, για εμάς τους Ορθοδόξους, «το σώμα είναι κάτι περισσότερο από ένα σώμα». Είναι ο ναός του Αγίου Πνεύματος. Έχει τόσο μεγάλη σημασία, που το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος το προσέλαβε. Όσο δεν τιμούμε το σώμα και την ύλη, η ζωή μας θα είναι λειψή και ανολοκλήρωτη!».
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του π. Επιφανίου Καραγεώργου :
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμε
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς
Αγαπητοί μου πατέρες
Εντιμότατοι άρχοντες
Ενδοξώτατοι αξιωματικοί
Αγαπητοί μου αδελφοί
Ευρισκόμεθα σήμερα συγκεντρωμένοι στον ιστορικό βράχο του Αρείου Πάγου. ο χώρος αυτός είναι γνωστός από την αρχαιότητα διότι εδώ διεξάγονταν καθοριστικές δίκες και υπήρχε ο βωμός των Ερινύων η Ευμενίδων, αλλά και το ιερό του Ασκληπιού και της Υγείας.
Σ’ αυτόν τον τόπο έλαβε χώρα μια όχι τυχαία συνάντηση και συζήτηση ανάμεσα στον Απόστολο Παύλο και στους Αθηναίους εκείνης της εποχής. Όπως γνωρίζουμε, ο Απόστολος Παύλος στις περιοδείες του συνήθιζε να επισκέπτεται τη συναγωγή τα Σάββατα, για να αναγγείλει την ανάσταση του Χριστού. Επισκεπτόταν όμως και την αγορά κάθε πόλης και εκεί συνομιλούσε με όσους είχαν την περιέργεια να τον ακούσουν.
Τον καιρό εκείνο η Αθήνα αποτελούσε προσφιλή προορισμό για τους περισσότερους κατοίκους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. ο Λουκάς αναφέρει ότι η πόλη ήταν κατείδωλος. και μάλλον δεν υπερέβαλε. η αρχαία αγορά ήταν κατακλυσμένη κυριολεκτικά από βωμούς, αγάλματα, ανδριάντες, ιερά και άλλα οικοδομήματα. Ήταν τόσο πολλά, ώστε, σύμφωνα με την παροιμιώδη ρήση, ευκολότερα συναντούσες στο κλεινόν άστυ έναν θεό παρά ένα θνητό!
Ο Απόστολος Παύλος, όμως, βλέποντας πίσω από τα φαινόμενα, κατανοεί όλα αυτά ως έκφραση της δίψας του Έλληνα να ανακαλύψει και να ψηλαφήσει το θείο. Βαθιά πεπεισμένος ότι το ευαγγελικό μήνυμα αφορά όλους, θέλει να το αναγγείλει και στους Αθηναίους. γι’ αυτό και δεν τον απογοητεύει η προσωπική του διαπίστωση : _θεωρούντος κατείδωλον ούσαν την πόλιν_ (_πραξ_ 17 : 16). Απεναντίας, αυτό γίνεται αφορμή για να επαινέσει τους Αθηναίους ως _δεισιδαιμονεστέρους_, δηλαδή ως πιο θεοσεβούμενους.
Η Αθήνα ήταν η πόλη της σοφίας. Μια πόλη με πνευματικές αναζητήσεις, ανοιχτή στους ξένους και σε νέες ιδέες. οι Αθηναίοι, λόγω της φιλοσοφικής τους παραδόσεως, είχαν ασκηθεί να ακούν νέα πράγματα, νέα επιχειρήματα, και να εγείρουν αντιρρήσεις μέχρι να πειστούν. Ο Απόστολος Παύλος, που έχαιρε ιδιαιτέρως υψηλής μορφώσεως, αναζήτησε τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να μιλήσει για τη νέα πίστη στον Έναν, στον Αληθινό Θεό. στους περιπάτους του στην αγορά, συζητούσε με τους Αθηναίους, οι οποίοι αρέσκονταν να φιλοσοφούν.
Η διδασκαλία του Παύλου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και περιέργεια, γι’ αυτό οι άρχοντες των Αθηναίων τον κάλεσαν να τους μιλήσει επίσημα, στον Άρειο Πάγο, και να αναπτύξει την πίστη του.
Ο Παύλος λαμβάνει αφορμή από τον βωμό προς τον άγνωστο θεό. η ύπαρξη του βωμού αυτού σήμαινε για τον ίδιο ότι οι Αθηναίοι, κατά βάθος, δεν είναι απόλυτοι ως προς τη θρησκεία. Παραδέχονται ότι δεν γνωρίζουν τα πάντα για τα θρησκευτικά θέματα και αφήνουν περιθώριο στο καινούργιο, στο νέο, στο άγνωστο. Ο Απόστολος Παύλος προσπάθησε να βρει ένα μικρό άνοιγμα μέσα από την ίδια την παράδοση των Αθηναίων, ώστε μέσω αυτής να επικοινωνήσει το ευαγγελικό μήνυμα.
Απευθυνόμενος λοιπόν στους Αθηναίους που παρευρίσκονταν τους λέγει : είμαι εδώ για να σας μιλήσω γι’ αυτόν τον άγνωστο θεό. Αυτός ο, άγνωστος σε σας, θεός δεν είναι ένας από τους πολλούς θεούς, αλλά είναι ο ένας και μοναδικός Θεός, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Στην ομιλία του, ακολούθησε μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση και προσέγγιση, που αποτελεί επιτομή της ορθόδοξης πίστης. Ξεκίνησε από την ύπαρξη του Θεού και σιγά-σιγά κατεύθυνε τον λόγο του στο πρόσωπο του αναστάντα Χριστού.
σας θυμίζω τι τους είπε, σε ελεύθερη απόδοση :
«Άνδρες Αθηναίοι, βλέπω ότι έχετε πολλή πίστη. η πόλη σας είναι γεμάτη ναούς και βωμούς. Μάλιστα βρήκα ένα βωμό αφιερωμένο στον Άγνωστο Θεό.
Αυτόν λοιπόν τον Θεό, που τον λατρεύετε χωρίς να τον γνωρίζετε, Αυτόν ήρθα να σας γνωρίσω. Είναι ο Δημιουργός όλου του κόσμου και των ανθρώπων, ο Κύριος του ουρανού και της γης που όμως δεν κατοικεί σε ναούς χειροποίητους. Μέσα σ’ Αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε. Είμαστε δική του γενιά. Αυτός ο Θεός μας καλεί σε μετάνοια κι έχει καθορίσει την ημέρα που θα κρίνει όλη την οικουμένη με δικαιοσύνη, μέσω ενός Ανδρός που τον έχει ορίσει γι’ αυτόν τον σκοπό. κι έδωσε βέβαιη απόδειξη σε όλους ότι Αυτός θα είναι ο Κριτής ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς» (_πραξ_ 17 : 22-32).
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι εδώ βρίσκουμε τα βασικά στοιχεία-άξονες των μετέπειτα γνωστών μας Συμβόλων πίστεως.
Όταν οι Αθηναίοι άκουσαν για ανάσταση εκ νεκρών κούνησαν το κεφάλι τους, και του είπαν ειρωνικά : «θα μας τα ξαναπείς άλλη μια φορά».
Ο αρχαίος κόσμος είχε υιοθετήσει εύκολα την πίστη για τη φυσική αθανασία της ψυχής, αλλά η έννοια της αθανασίας η αλλιώς της αναστάσεως του σώματος ήταν αδιανόητη και ανήκουστη γι’ αυτόν. Επίσης, αν και στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ενιαία άποψη γι’ αυτό το θέμα, εν τούτοις κυριαρχούσε η εντύπωση ότι το κέντρο του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική αθανασία της ψυχής, όπως υποστήριζε κυρίως ο Πλάτωνας. Σύμφωνα με τη θεωρία του, αυτή η αθάνατη ψυχή, για κάποιους λόγους που δεν είναι του παρόντος, εξέπεσε και ζει μέσα σ’ αυτό που αποκαλούμε σώμα, ύλη.
Αυτό, όμως, για τους πλατωνικούς τουλάχιστον, ισοδυναμούσε με υποβιβασμό. Είναι εξάλλου γνωστό ότι, κατά την αρχαία σκέψη, μετά τη λεγόμενη «χρυσή εποχή» το ανθρώπινο γένος διαρκώς εκπίπτει σε κάθε επόμενη ιστορική του φάση.
Αυτή η αντίληψη, αυτή η αξιωματική αρχή, αποτελούσε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, μία τροχοπέδη στην κατανόηση και αφομοίωση της πίστης στην ανάσταση ολόκληρου του ανθρώπου.
Ο Απόστολος Παύλος απογοητεύτηκε από την υποδοχή των Αθηναίων. γι’ αυτό, εγκατέλειψε γρήγορα την πόλη τους. Ενδεικτικό της απογοήτευσής του είναι ότι σε καμμία επιστολή του δεν αναφέρεται στη διέλευσή του από την Αθήνα. Φαίνεται ότι γνωρίζουμε αυτό το γεγονός, χάρη στον Απόστολο Λουκά.
Όμως ενώ το μήνυμα του Παύλου φάνηκε να έπεσε «επί την πέτραν», εν τούτοις βρήκε ένα ελάχιστο έστω χώρο να βλαστήσει. Είναι σημαντικό ότι κάποιοι, ολίγοι, πίστεψαν στον λόγο του και έγιναν χριστιανοί. Ανάμεσά τους ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, που έγινε πρώτος επίσκοπος στην Αθήνα, και μια γυναίκα, η Δάμαρις.
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με θόρυβο και με φανφάρες. η Βασιλεία του Θεού έρχεται μέσα από το εκάστοτε ιερό λείμμα, από την ιερά ζύμη. Εδώ, λοιπόν, στον Άρειο Πάγο, τέθηκαν οι βάσεις για ένα διάλογο ανάμεσα στην αρχαία φιλοσοφία και στη νέα πίστη. Ένα διάλογο, που έδωσε πάρα πολλούς καρπούς και πάρα πολλές καίριες απαντήσεις, για το τι είναι ο Θεός, ο άνθρωπος και η κτίση.
Η συνάντηση του χριστιανισμού με τον ελληνισμό δεν ήταν μια υπόθεση εύκολη και κυρίως δεν ήταν ανώδυνη. Ομοίως δεν ήταν τυχαία και συμπτωματική. ο ελληνισμός διψούσε, αναζητούσε. ο ελληνισμός διέθετε όλες εκείνες τις προϋποθέσεις της σκέψεως για να εκφραστεί το ευαγγελικό μήνυμα, και ταυτόχρονα προσλήφθηκε από αυτό.
Η εκκλησιαστική ιστορία πιστοποιεί ότι η εκκλησία του Χριστού συγκροτήθηκε «εξ εθνών». ο ελληνισμός χάρισε τη γλώσσα του. δεν μπορεί να είναι τόσο τυχαίο ότι το ευαγγέλιο γράφτηκε στα ελληνικά. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να μεταφράζεται, όμως πάντα μεταφράζεται από τα ελληνικά.
Από την άλλη μεριά όλα τα όντα και όχι βέβαια μόνο το ανθρώπινο σώμα δεν είναι οντολογικά και αξιολογικά κατώτερα όντα, αλλά ως κτίσματα του Θεού είναι «καλά λίαν» και έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν και αυτά στην άκτιστη χάρη και να γίνουν άφθαρτα.
Σ’ αυτό το σημείο καταθέτω τη σκέψη του πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ο οποίος τονίζει : ο άνθρωπος δεν είναι μόνο και κυρίως η ψυχή όπως πίστευαν οι πλατωνικοί αλλά το «συναμφότερον» εκ σώματος και ψυχής.
η ανθρώπινη ψυχή δεν συγκροτεί από μόνη της την ανθρώπινη υπόσταση, αλλά είναι «ενυπόστατη». και το σώμα είναι επίσης «ενυπόστατον» και το _συναμφότερον_ αποτελεί την ανθρώπινη υπόσταση, το ανθρώπινο πρόσωπο.
Αλλά για τους αρχαίους φιλοσόφους, και δη τους πλατωνικούς, η ανάσταση των σωμάτων σήμαινε επανεγκλωβισμό της ψυχής στο σώμα, διαιώνιση της κατάστασης της «εξορίας». δεν είναι τυχαίο ότι ο πλατωνικός Κέλσος ειρωνευόταν τους χριστιανούς και τους κατηγορούσε ως «φιλοσώματον γένος», ενώ ένας άλλας πλατωνικός, ο Πλωτίνος, αισθανόταν ντροπή γιατί έφερε σώμα.
Σώμα χωρίς ψυχή είναι πτώμα, αλλά και ψυχή χωρίς σώμα είναι φάντασμα.
Για την Ορθόδοξη Θεολογία και Εκκλησία είναι σαφές ότι το σώμα δεν είναι κάτι κατώτερο. παρ’ όλα αυτά, στο διάβα των αιώνων πάντα υπάρχουν αντιλήψεις, που με έμμεσους και άμεσους τρόπους στέκονται υποτιμητικά απέναντι στο ανθρώπινο σώμα και την ύλη ευρύτερα. Ίσως γιατί «το ανθρώπινο σώμα εκφράζει με αποκαλυπτικό τρόπο τη διάσταση της φθοράς και το ανυπέρβλητο του θανάτου».
Σε κάθε εποχή συναντούμε φαινόμενα και τάσεις που, με τον έναν η τον άλλο τρόπο, προσπαθούν να διασπάσουν την ανθρώπινη ενότητα και να προβάλουν το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου, υποτιμώντας το σωματικό και υλικό μέρος του.
Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σήμερα, στην εποχή της ψηφιακής πραγματικότητας. με διάφορες διαδικασίες περιορίζεται η σωματική συμμετοχή στις ανθρώπινες δράσεις και ο υλικός κόσμος αντικαθίσταται από εικονικές αναπαραστάσεις, από απεικάσματα. οι σύγχρονες ραγδαίες αλλαγές δίνουν την αίσθηση στον άνθρωπο ότι μπορεί να ζήσει σε «ρυθμούς διαστημικούς, ενώ είναι επίγειος και πεπερασμένος».
Η Ιερά Σύνοδος, ενωτιζόμενη αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα και τις ψηφιακές προκλήσεις, προέκρινε σοφά, με τρόπο πρωτοποριακό, την ιδέα της διοργάνωσης Διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου με θέμα : «η Ορθόδοξη θεολογία _εν πορεία_ στην “άϋλη” πραγματικότητα της ύστερης νεωτερικότητας», με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών συνεχούς παρουσίας του περιοδικού _Θεολογία_.
Μακαριώτατε,
Η Εκκλησία της Ελλάδος, και με αυτές τις αφορμές, φέρει πάλι στο προσκήνιο τον λόγο και το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, περί της αξίας του σώματος και της ύλης, η οποία αποκορυφώνεται στην πίστη περί της αναστάσεως του ανθρώπινου σώματος.
Αυτή η αντίληψη της Εκκλησίας περί της αξίας του σώματος και της ύλης είναι ταυτόχρονα η ελπίδα, το καινούργιο, το καινό (με άλφα γιώτα) που προβάλλει η Εκκλησία, σε ένα κόσμο που ολοένα και περισσότερο γοητεύεται από τις δυνατότητες της εξ αποστάσεως επικοινωνίας, από τη μη φυσική παρουσία!
Σέ ένα κόσμο που ολοένα και περισσότερο περιορίζει τη φυσική ανθρώπινη παρουσία, πιστεύοντας ίσως ότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται. Όμως, για εμάς τους Ορθοδόξους, «το σώμα είναι κάτι περισσότερο από ένα σώμα». Είναι ο ναός του Αγίου Πνεύματος. Έχει τόσο μεγάλη σημασία, που το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος το προσέλαβε. Όσο δεν τιμούμε το σώμα και την ύλη, η ζωή μας θα είναι λειψή και ανολοκλήρωτη!