Ιερά Σύνοδος
Η εκκλησιαστική εκπαίδευση επανήλθε για άλλη μία φορά στο τραπέζι των συζητήσεων της Ιεράς Συνόδου.
Σκοπός της Ιεραρχίας είναι η δημιουργία ενός νέου θεσμού Κέντρου Ιερατικής Μαθητείας (ΚΙΜ).Τα Κέντρα Ιερατικής Μαθητείας, στα πρότυπα των Κέντρων Μεταλυκειακών Σπουδών και των Δημόσιων ΙΕΚ, προτείνεται να ιδρυθούν από κοινού από την Εκκλησία και την Πολιτεία. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε την πρώτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας, μετά τη σχετική εισήγηση που έκανε στο σώμα ο Μητροπολίτης Καισαριανής Δανιήλ.
Στην εισήγησή του ο Μητροπολίτης Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ, με θέμα: «Ανασυγκρότησις της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως», έκανε αρχικά ιστορική αναδρομή αναφερόμενος στη μέριμνα της Εκκλησίας και το ενδιαφέρον της Πολιτείας για την εκκλησιαστική εκπαίδευση από της συστάσεως του ελληνικού κράτους, τονίζοντας ότι, για να επιδείξει τους αναμενόμενους καρπούς, η εκκλησιαστική εκπαίδευση απαιτεί τη συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας.
Στη συνέχεια, τόνισε: «Τα της εκπαιδεύσεως κείνται υπό την άμεση ευθύνη της Πολιτείας. Στην Εκκλησία, όμως, ανήκει αποκλειστικώς η ευθύνη να εμπνεύσει το ήθος και το πνεύμα που πρέπει να κοσμεί όσους θα αναλάβουν εκκλησιαστική διακονία. Αυτή η αρμοδιότητα της Εκκλησίας καθίσταται επιβεβλημένη στην οργάνωση των δομών της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, όταν μάλιστα η Πολιτεία διακηρύσσει ότι είναι “ουδετερόθρησκη”, δεν έχει δηλαδή ουδεμία θρησκεία, ή και ότι είναι “άθεη”. Είναι δυνατόν μια Πολιτεία χωρίς θρησκεία να αναλαμβάνει μόνη της να μορφώσει τους ιερείς της Εκκλησίας; Σε αυτήν την περίπτωση το καθήκον της Πολιτείας είναι να εμπιστευθεί την Ιερά Σύνοδο, ώστε εκείνη, ως διαθέτουσα την εξουσία, και η Εκκλησία, ως μεταδίδουσα το πνεύμα της ιερατικής διακονίας, να μεριμνήσουν για την εκπαίδευση όσων θα γίνουν υπηρέτες των μυστηρίων του Θεού προς μείζονα ωφέλεια της κοινωνίας.
[irp posts=”338801″ name=”Οικουμενικό Πατριαρχείο: Θεία Λειτουργία στην Άγκυρα μία φορά τον μήνα!”]
Η Ιερά Σύνοδος πάντοτε μεριμνούσε για τα Εκκλησιαστικά Σχολεία. Συνεχίζει και στις ημέρες μας να μεριμνά, είτε καλύπτουσα τις ανάγκες λειτουργίας των σχολείων, όπως στεγάσεως γραφείων, αιθουσών διδασκαλίας και οικοτροφείων, είτε υποστηρίζουσα και συμβάλλουσα στην πνευματική κατάρτιση των μαθητών ή σπουδαστών. Με υπευθυνότητα και επιμέλεια θεραπεύει τις ποικίλες ανάγκες για να προκύψουν τα καλύτερα αποτελέσματα, ώστε να προέλθουν από τα Εκκλησιαστικά Σχολεία ιερείς που θα διακονήσουν την Εκκλησία ευεργετώντας την κοινωνία».
Ο σεβασμιώτατος, παραθέτοντας τα εκδοθέντα από την Πολιτεία νομοθετήματα περί της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, ανέφερε συμπερασματικά ότι προκύπτουν τα εξής:
«α. Παρατηρούμε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη μορφή και δομή της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, που επέδρασε αρνητικώς στην εξασφάλιση στελεχών για την επιτέλεση της αποστολής της Εκκλησίας.
β. Η ελληνική Πολιτεία ανέλαβε την οργάνωση και τη χρηματοδότηση της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως για δικούς της λόγους, που είναι προφανείς. Ολίγον ενδιαφερόταν να καλύψει τις ανάγκες των πιστών. Αφού ιδιοποιήθηκε τις περιουσίες των μονών, ακόμη και τις χορηγίες των ευσεβών, αφήρησε ζηλοτύπως από την Εκκλησία τη δυνατότητα να μορφώσει και να εκπαιδεύσει τα στελέχη της. Την έσυρε, ικέτιδα της φιλοτιμίας των εκάστοτε κυβερνώντων, να παρακαλεί για ολίγα ψιχία της κρατικής επιχορηγήσεως.
Τα οφέλη για την Πολιτεία από την εκκλησιαστική περιουσία έχουν καταγραφεί από τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και Προκαθήμενο και Πρόεδρο της Σεπτής Ιεραρχίας μας στις γνωστές σε όλους μας μελέτες του».
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ενέκρινε τις προτάσεις της εισηγήσεως και εξουσιοδότησε τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, εφ’ όσον δεχθεί και τυχόν έγγραφες προτάσεις ιεραρχών μέχρι την επόμενη συνεδρία της του μηνός Απριλίου προς βελτίωσιν αυτών, προχωρήσει σε συνεννόηση με το υπουργείο Παιδείας στην πραγματοποίησή τους, προς ανασυγκρότηση της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως σε ό,τι αφορά τα Εκκλησιαστικά Σχολεία και τον νέο θεσμό Κέντρου Ιερατικής Μαθητείας (ΚΙΜ).
Να σημειωθεί ότι επί Αρχιεπισκοπίας του Μακαριστού Χριστόδουλου είχαν ιδρυθεί τέσσερις Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, οι οποίες συνεχίζουν να λειτουργούν, αλλά επισήμως δεν έχουν αναγνωριστεί, με αποτέλεσμα τα πτυχία των σπουδαστών να μην έχουν κανένα αντίκρισμα.