Το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ είχε προαναγγείλει προ ημερών ότι Μητροπολίτες της Ελλαδικής Εκκλησίας ετοίμαζαν κίνηση – παρέμβαση για το ουκρανικό .
Ετσι, τέσσερις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι Κονίτσης Ανδρέας, Πειραιώς Σεραφείμ, Κυθήρων και Σεραφείμ και Αιτωλίας Κοσμάς απέστειλαν επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη και σε όλους τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών για το Ουκρανικό ζητώντας την σύγκλιση Πανορθόδοξης Συνόδου.
Η επιστολή αναφέρει:
Προς τον
Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην
κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ και
τους Μακαριωτάτους Προκαθημένους
των κατά τόπους Αγιωτάτων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών
Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. ΘΕΟΔΩΡΟΝ
Αντιοχείας και πάσης Ανατολής κ.κ. ΙΩΑΝΝΗΝ
Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης κ.κ. ΘΕΟΦΙΛΟΝ
Μόσχας και πάσης Ρωσσίας κ.κ. ΚΥΡΙΛΛΟΝ
Βελιγραδίου και πάσης Σερβίας κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΝ
Βουκουρεστίου και πάσης Ρουμανίας κ.κ. ΔΑΝΙΗΛ
Σόφιας και πάσης Βουλγαρίας κ.κ. ΝΕΟΦΥΤΟΝ
Τυφλίδος και πάσης Γεωργίας κ.κ. ΗΛΙΑΝ
Ν. Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΝ
Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ
Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας κ.κ. ΣΑΒΒΑΝ
Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ.κ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΝ
Πρέσοβ και πάσης Τσεχίας και Σλοβακίας κ.κ. ΡΑΣΤΙΣΛΑΒ
Εις τας Ε Δ Ρ Α Σ Αυτών
Τη 29η Νοεμβρίου 2019
Παναγιώτατε και Μακαριώτατοι άγιοι Προκαθήμενοι,
Ως διαποιμαίνοντες Ιεράς Μητροπόλεις της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος και συνεπώς ως μέλη της οποτεδήποτε συγκληθησομένης Πανορθοδόξου Συνόδου πάνυ ευλαβώς και εν βαθεία συνειδήσει της επισκοπικής ημών ευθύνης προαγόμεθα όπως απευθυνθώμεν εις Υμάς, τους πεπνυμένους Προκαθημένους των Αγιωτάτων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τους οιακοστροφούντας Αυτάς, μετά των περί Υμάς Ιερών Συνόδων, αναφέροντες Υμίν ευσεβάστως τα κάτωθι:
1. Η απόλυτος ενώπιον Θεού ευθύνη των Επισκόπων και των Πρεσβυτέρων της Εκκλησίας είναι η διατήρησις και η μη διασάλευσις επ’ ουδενί της κανονικής, εκκλησιολογικής και λειτουργικής ενότητός Της, αξίας υπερτάτης κατά την Αρχιερατικήν Προσευχήν του Δομήτορος της Εκκλησίας Κυρίου, δεηθέντος· «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ω δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς» (Ιω. 17,11).
Αυτή όμως η ενότης ορίζεται από τον σαφή προσδιορισμόν του Κυρίου, «καθώς ημείς», ο οποίος σημαίνει ότι πρότυπον αυτής της ενότητος είναι ο Τριαδικός Θεός.
Όπως ηνωμένα και ομοούσια είναι τα τρία πρόσωπα του Παναγίου Θεού εν απολύτω αληθεία, δικαιοσύνη και αφάτω αγάπη οφείλομεν να διατηρώμεν την ενότητα της πίστεως «εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ. 4,3).
Ο σύγχρονος ομολογητής της αμωμήτου ημών Ορθοδόξου Πίστεως, οσιακώς τελειωθείς εν τη ομοδόξω χώρα της Σερβίας κατά τον παρελθόντα 20ον αιώνα Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς), εις το εμπνευσμένον και εμπεριστατωμένον Υπόμνημα αυτού προς την Σύνοδον της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (Αθήναι 1977), «περί την μελετωμένην “Μεγάλην Σύνοδον” της Ορθοδόξου Εκκλησίας γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής βαθυστόχαστα και αξιοπρόσεκτα (σελ. 10-11, 19): «Τυγχάνει αναμφισβήτητον ιστορικόν γεγονός, ότι αι γιαι και θεοσύλλεκτοι Σύνοδοι των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων είχον πάντοτε ενώπιόν των εν συγκεκριμένον πρόβλημα, το πολύ δε δύο ή τρία προβλήματα, τεθειμένα ενώπιον της Εκκλησίας εκ μέρους των μεγάλων αιρέσεων και σχισμάτων και γενικώς εκείνων, οι οποίοι διέστρεφον την ορθήν πίστιν, έσχιζον και διέσπων την ενότητα της Εκκλησίας και έθετον εις σοβαρόν κίνδυνον την σωτηρίαν των πιστών, την σωτηρίαν του ευσεβούς και περιουσίου λαού του Θεού και ολοκλήρου της κτίσεως. Διά τούτο αι Άγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι, όπως όλοι γνωρίζομεν, είχον πάντοτε χριστολογικόν, σωτηριολογικόν, εκκλησιολογικόν χαρακτήρα, το δε γεγονός τούτο σημαίνει, ότι το κεντρικόν των θέμα και το κύριον ευ-αγγέλιόν των ήτο πάντοτε: ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός και η εν Αυτώ σωτηρία μας, η εν Αυτώ θέωσίς μας.
Ναί, μάλιστα: Αυτός-ο Μονογενής και Ομοούσιος τω Θεώ Πατρί Υιός Αγαπητός, ο σαρκωθείς και ενανθρωπήσας δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν, Αυτός-όλος εν τω Σώματι της Εκκλησίας, Αυτός-η αιωνία θεία Κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας, Αυτός – όλος παρών εν τη Εκκλησία Αυτού διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και διά της ορθής = ορθόδοξου εις Αυτόν πίστεως· Αυτός, και μετ’ Αυτού όλον το θεανθρώπινον έργον Αυτού, η θεανθρωπίνη Οικονομία Αυτού, η θεανθρωπίνη Εκκλησία Αυτού, διά την σωτηρίαν και θέωσιν του ανθρώπου και του κόσμου…
Η ιστορική πείρα και μακραίων πράξις της Εκκλησίας μαρτυρεί εις ημάς το εξής: οσάκις η Εκκλησία ήτο επί του σταυρού, εκαλείτο έκαστον μέλος της να μαρτυρήση -και μέχρις αίματος, εφ’ όσον εχρειάζετο- την όλην και καθολικήν Αλήθειάν της, και ουχί να συζητή μερικά επινοηθέντα θέματα, ή να λύη ψευδεί τω τρόπω τα ουσιαστικά προβλήματα, ή να θέλη εις καταστάσεις θολάς και διά τους άλλους δεσμευτικάς να επιτύχη την πραγματοποίησιν των φιλοδοξιών του.
Ίσως πρέπει να υπενθυμίσωμεν σήμερον και να κατανοήσωμεν, συν τοις άλλοις, το εξής γεγονός: κατά την εποχήν των διωγμών της Εκκλησίας δεν εγίνοντο Οικουμενικαί Σύνοδοι, χωρίς βεβαίως να σημαίνη τούτο, ότι η Εκκλησία του Θεού δεν ελειτούργει τότε και δεν ανέπνεε συνοδικώς. Τουναντίον, η περίοδος εκείνη της ζωής και της δράσεως της ήτο η πλέον καρποφόρος και δυναμική.
Ότε δε, κατόπιν τούτου, επηκολούθησεν η άλλη περίοδος και συνήλθεν η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, τότε ηδυνήθησαν να προσέλθουν και να παραστούν εις αυτήν και οι μάρτυρες επίσκοποι, φέροντες τα ακόμη νωπά τραύματα, τα στίγματα και τους μώλωπας των διωγμών και των φυλακών, δεδοκιμασμένοι εν τω πυρί του μαρτυρίου, και εκεί, ενώπιον της Συνόδου των αδελφών και συλλειτουργών των και ενώπιον όλης της οικουμένης, να δώσουν ελευθέρως την μαρτυρίαν των περί του Χριστού, ομολογούντες Αυτόν ως Θεόν και Κύριον και Σωτήρα του κόσμου και των ανθρώπων…»
Επομένως ενότης, η οποία δεν έχει ως πρότυπον το «καθώς ημείς» του Τριαδικού Θεού και στηρίζεται εις το ψεύδος, την βίαν και την παραβίασιν των εντολών του Παναγίου Πνεύματος και των Θείων και Ιερών Κανόνων, όπως σήμερον επιχειρείται, είναι βιασμός της αληθείας και οικείωσις του κόσμου της φθοράς και του θανάτου.
Είναι χαρακτηριστική η Πατερική ρήσις του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι ακόμη και το μαρτύριον, η υψίστη απόδειξις της αφοσιώσεως και της αγάπης εις τον Θεόν, δεν δύναται να αποπλύνη το κακούργημα του σχίσματος και της αιρέσεως· «το σχίσμα ουδέ αίμα μαρτυρίου αποπλύνει».
Ο κατηξιωμένος Ομότιμος Καθηγητής του Α.Π.Θ. ελλογιμώτατος κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης γράφει προσφυέστατα εις το περισπούδαστον άρθρον του «Οικουμενικότητα και Οικουμενισμός» τα εξής βαρυσήμαντα διά την οικουμενικότητα, την καθολικότητα και την διαχρονικότητα της Αγιωτάτης ημών Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας: «Η Εκκλησία είναι ο τόπος φανερώσεως της Βασιλείας του Θεού μέσα στον κόσμο. Αυτή εκτείνεται «πανταχού της οικουμένης» και «πανταχού των χρόνων».
Η οικουμενικότητα και η διαχρονικότητα της Εκκλησίας θεμελιώνονται στον Χριστό, που προσέλαβε στην υπόστασή του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η παρουσία του Χριστού μέσα στην Εκκλησία με την άκτιστη ανακαινιστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος οικοδομεί την οικουμενικότητά της.
Η οικουμενικοτητητα της Εκκλησίας δεν εξαντλείται στην παγκοσμιότητα, αλλά συμπεριλαμβάνει και την διαχρονικότητα. Έτσι άλλωστε ολοκληρώνεται και η έννοια της καθολικότητας, που αποτελεί βασικό γνώρισμα της Εκκλησίας. Η αποσύνδεση της οικουμενικότητας της Εκκλησίας από την διαχρονικότητα φαλκιδεύει την καθολικότητα της.
Η καθολικότητα της Εκκλησίας δεν έχει κοινωνιολογικές αλλά θεολογικές ρίζες. Δεν ανάγεται στις πολιτισμικές, πολιτικές η κοινωνικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των Χριστιανών, όσο και αν συνέβαλαν και αυτές στην διαφοροποίηση της πίστεώς τους.
Η καθολικότητα, που υπάρχει ως οντολογικό δεδομένο στην μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Χριστού, φαλκιδεύεται ως ζητούμενο με τις θεολογικές διαφοροποιήσεις, τις εξουσιαστικές διεκδικήσεις και τις εθνικές αντιθέσεις, που δημιουργήθηκαν μεταξύ των Χριστιανών.
Η θεολογία με την στενότερη και την ευρύτερη έννοια της είναι το ένδυμα της Εκκλησίας. Είναι ο χιτώνας του Σώματος του Χριστού. Και η αίρεση είναι πράξη ρήξεως του χιτώνα αυτού και διαιρέσεως της Εκκλησίας.
Εφόσον όμως η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, που από την φύση του παραμένει ένα και αδιαίρετο, η αίρεση δεν διαιρεί την Εκκλησία, αλλά αποσπά μέλη από το Σώμα της. Εκτρέπεται από την διαχρονικότητα και εγκαταλείπει την καθολικότητα της».
Η ενότης του Εκκλησιαστικού Σώματος, η οποία αποτελεί κατά τον μεγαλειώδη ορισμόν του Αποστόλου Παύλου το Σώμα του Χριστού με Κεφαλήν Εκείνον (Εφ. 1,22-23) είναι αδιαπραγμάτευτος αξία και δι’αυτό η αίρεσις του Εθνοφυλετισμού και η δι’ αυτής διασάλευσις της εκκλησιαστικής ενότητος αποτελεί κανονικόν έγκλημα.
Επομένως, οποιαδήποτε εκκλησιαστική κίνησις παρ’ οιουδήτινος, η οποία προσβάλλει την ενότητα του Σώματος της Εκκλησίας αποτελεί έκπτωσιν, διά την οποίαν θα αποδοθή λόγος ενώπιον του Δομήτορος και Κυρίου της Εκκλησίας.
Εις την έγκριτον εκκλησιολογικήν μελέτην του λογίου Μοναχού π. Σεραφείμ Ζήση, «Η ενδοτριαδική μοναρχία του Πατρός…εκκλησιολογίας» και δη εις το κεφ. Β΄ «Η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, το θεμέλιόν της και οι Ορθόδοξες Σύνοδοι (σελ. 8-10) περιέχονται τα εξής περισπούδαστα στοιχεία:
«Β. Η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, το θεμέλιό της και οι ορθόδοξες Σύνοδοι. Στην εκκλησιολογία των αγίων Πατέρων ο Θεάνθρωπος Χριστός συνιστά την Κεφαλή και το Άγιον Πνεύμα την Ψυχή της Εκκλησίας· μέσω του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος καθίσταται γνωστός στον κόσμο και ο Θεός Πατήρ, διά της κοινής στα Τρία Πρόσωπα ακτίστου ενεργείας, η οποία ενεργείται στην Εκκλησία διά των θείων Μυστηρίων.
Αντιθέτως, στα καινοφανή περί Συνόδου διδάγματα του φαναριωτικού φιλοπαπικού οικουμενισμού γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθεί μια νεωτεριστική, πέραν της μαρτυρουμένης, σχέση Τριαδολογίας και Εκκλησιολογίας.
Βάσει της ιδίας της Καινής Διαθήκης, η Εκκλησία πιστεύεται ως «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» και «Σώμα Αυτού [του Χριστού], πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου», της οποίας όχι μόνον θεμέλιο, αλλά και οικοδομή, δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.
Είναι εξόχως χαρακτηριστικό, ότι το ρήμα που χρησιμοποιείται στο Σύμβολο της Πίστεως περί της Εκκλησίας δεν είναι ούτε το «ομολογώ», που χρησιμοποιείται περί του Βαπτίσματος, ούτε το «προσδοκώ», που χρησιμοποιείται περί της μελλούσης αναστάσεως νεκρών, αλλά χρησιμοποιείται το ρήμα «πιστεύω», όπως ακριβώς περί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος στα αντίστοιχα άρθρα.
Άρα, η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού μετέχει και της θείας ζωής, είναι προέκτασις του Θεανθρώπου, είναι ο Χριστός «παρατεινόμενος εις τους αιώνας» και δεν πρόκειται περί απλού εγκοσμίου καθιδρύματος, αλλά περί οντότητος πιστευομένης, θεανθρωπικής, ορατής και συνάμα αοράτου, κτιστής και ακτίστου.
Ως αλάθητος και υπέρτατος θεσμός της Εκκλησίας έχει ανέκαθεν πιστευθεί και εκκλησιολογικώς ερμηνευθεί από την Εκκλησία η Οικουμενική Σύνοδος· σύμφωνα με το ομολογιακό σύνθημα του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου τον 6ο αι., που συνιστά και ευρύτερη θεολογική γνώμη, «όποιος δεν δέχεται τις τέσσερις [τότε] Συνόδους, όπως τα τέσσερα Ευαγγέλια, να είναι ανάθεμα».
Η ανωτερότης και το υπέρτατον κύρος του θεσμού της Οικουμενικής Συνόδου στην Εκκλησία συνιστούσε σταθερά και αδιάλειπτα κοινό τόπο της Ορθοδόξου Θεολογίας ανά τους αιώνες.
Είναι ενδεικτικό, ότι το κείμενο της Πατριαρχικής Εγκυκλίου του έτους 1895, που απαντώντας στην παπική πρόσκληση για ψευδένωση υπό τον Πάπα της Ρώμης αναιρεί εν συντόμω όλες τις παπικές αιρέσεις, γράφει περί του πρωτείου του Πάπα: «Αλλ’ ανατρέχοντας στους Πατέρες και τις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας των πρώτων εννέα αιώνων πληροφορούμαστε, ότι ποτέ δεν θεωρήθηκε ο επίσκοπος Ρώμης ως η ανωτάτη αρχή και η αλάνθαστη κεφαλή της Εκκλησίας, και ότι κάθε επίσκοπος είναι κεφαλή και πρόεδρος της δικής του τοπικής Εκκλησίας, υποκείμενος μόνον στις συνοδικές διατάξεις και αποφάσεις ολοκλήρου της Εκκλησίας ως στις μόνες αλάνθαστες, χωρίς διόλου να εξαιρείται από αυτόν τον κανόνα ο Επίσκοπος Ρώμης, καθώς δεικνύει η Εκκλησιαστική Ιστορία· μόνος δε αιώνιος αρχηγός και κεφαλή αθάνατη της Εκκλησίας είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός […]
Σε σπουδαία δε ζητήματα, που απαιτούσαν το κύρος ολοκλήρου της Εκκλησίας, γινόταν έκκληση σε Οικουμενική Σύνοδο, η οποία μόνη ήταν και είναι το ανώτατο κριτήριο σε ολόκληρη την Εκκλησία.
Τέτοιο ήταν το αρχαίο της Εκκλησίας πολίτευμα· οι δε επίσκοποι ήταν ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον και ελεύθεροι εντελώς μέσα στα δικά τους ο καθένας όρια, ακολουθώντας μόνον τις συνοδικές διατάξεις, και παρεκάθηντο στις Συνόδους ως ίσοι προς αλλήλους· κανείς δε από αυτούς δεν διεκδικούσε ποτέ μοναρχικά δικαιώματα εφ’ ολοκλήρου της Εκκλησίας».
Η ίδια αυτή ορθόδοξη θέση συνομολογήθηκε και σε πρόσφατο κοινό κείμενο των Ορθοδόξων και των Παλαιοκαθολικών από τις αντιπροσωπείες τους, μόλις το 1981 (σ.σ. οι Παλαιοκαθολικοί αποσκίρτησαν από τον Παπισμό λόγω του δόγματος του παπικού αλαθήτου, καθιερωθέντος στην Α΄ Βατικάνεια Σύνοδο το 1870).
«Ανώτατο όργανο της Εκκλησίας για την αλάθητη διακήρυξη της πίστεώς της είναι μόνο η Οικουμενική Σύνοδος (…) Αυτή αποφαινομένη υπό την επιστασία του Αγίου Πνεύματος έχει το αλάθητον αυτής ως εκ της συμφωνίας αυτής μεθ’ ολοκλήρου της Καθολικής Εκκλησίας.
Άνευ της συμφωνίας ταύτης ουδεμία σύναξις είναι Οικουμενική Σύνοδος». Και σε άλλο παρόμοιο κείμενο του ιδίου διαλόγου: «Επιμέρους φορείς και όργανα αυθεντίας στην Εκκλησία είναι ο Επίσκοπος και οι Σύνοδοι της Εκκλησίας και κατ’ εξοχήν οι Οικουμενικές Σύνοδοι».
Ιδιαιτέρως, εις την περίπτωσιν του Ουκρανικού «αυτοκεφάλου» είναι εντελώς ανεδαφικόν να ισχυρίζεται κάποιος, ότι επιτυγχάνεται η ενότης της Εκκλησίας με την «αποκατάστασιν» και είσοδον εις Αυτήν αμεταμελήτων καθηρημένων, αναθεματισμένων και αχειροτονήτων, παρασυναγώγων και σχισματικών προσώπων, με φερομένας «ενοριακάς συναθροίσεις» και την ιδίαν στιγμήν αυτό το γεγονός κατ’ ορθήν εφαρμογήν των Ι΄ και ΙΑ΄ ιερών Κανόνων των Αγίων Αποστόλων, επαναληφθέντος του περιεχομένου αυτών υπό του Β΄ ι. Κανόνος της εν Αντοχεία Συνόδου κυρωθείσης ονομαστικώς υπό του Β΄ Κανόνος της Αγίας Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, να οδηγή εις διακοπήν της εκκλησιαστικής κοινωνίας την κανονικήν Ουκρανικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν υπό τον Μητροπολίτην Ονούφριον και την Ρωσσικήν Εκκλησίαν μετά των κοινωνούντων με τους ως είρηται σχισματικούς, όταν ληφθή υπ’ όψιν ότι αύται έχουν 12.500 κανονικάς εκκλησιαστικάς οντότητας-Ενορίας και 90 κανονικούς Μητροπολίτας η πρώτη εις την Ουκρανίαν, και εις την Ρωσσικήν Ομοσπονδίαν, το Πατριαρχείον Μόσχας 270 Μητροπολίτας και Επισκόπους και πολλά εκατομμύρια πιστών.
Και τούτο συμβαίνει σήμερον μάλιστα, καθ’ον χρόνον ο Μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο) αναδιωργάνωσε το ψευδοπατριαρχείον Κιέβου, με χαρακτηριστικήν πρόσφατον απόφασιν Ουκρανικού Δικαστηρίου, το οποίον απηγόρευσε την διάλυσίν του, ενώ ούτος είχεν ως ενάγοντας τα «έκγονά» του!!!
Σχετικώς ο ελλογιμώτατος Ομότιμος Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου του ΕΚΠΑ κ. Παναγιώτης Μπούμης εις την έγκριτον νομοκανονικήν μελέτην αυτού· «Τι (θα) κοινωνούν;» (οι δήθεν αποκατασταθέντες σχισματικοί της Ουκρανίας) και δη εις το ακόλουθον απόσπασμα αυτού αναφέρει τα εξής αξιοσημείωτα: «…Β.
1) Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά και συνοψίζοντας τα πράγματα για κάθε μυστηριακή πράξη χρειάζεται η αποστολική διαδοχή, η οποία παρέχεται με το μυστήριο το κανονικό της ιερωσύνης στους κληρικούς.
2) Φυσικά πρέπει αυτοί οι κληρικοί να είναι ενταγμένοι μέσα στην Εκκλησία και να μην έχουν αποκοπεί ή αποσχισθεί από αυτήν, είτε εκουσίως σχηματίσαντες σχίσμα ή αίρεση, είτε ακουσίως καθαιρεθέντες της ιερωσύνης από το αρμόδιο γι’αυτούς εκκλησιαστικό όργανο.
3) Σε κάθε κατ’ ακρίβεια κανονική μυστηριακή πράξη υπάρχουν εκτός από (τους λόγους) τα αόρατα θα λέγαμε σημεία και τα ορατά σημεία, τα απτά, ώστε (να βλέπει και) να προσλαμβάνει με βεβαιότητα το μεταδιδόμενο χάρισμα ο κάθε πιστός.
4) Ο κληρικός, ο οποίος τελεί ένα μυστήριο πρέπει να έχει την άδεια και την εντολή από ένα ανώτερό του εκκλησιαστικό όργανο ή σώμα, όπως το αποστολικό σώμα των Ιεροσολύμων τότε έδωσε την άδεια και την εξουσία στους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να πάνε στους Σαμαρείτες για τη χορήγηση του Αγίου Πνεύματος».
2. Επί του εγερθέντος κρισιμωτάτου διά την ενότητα της Αγιωτάτης μας Εκκλησίας Ουκρανικού θέματος η Εκκλησία έχει δώσει λύσιν διά της Αγίας Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου από το 691μΧ, επί Ιουστινιανού Β΄ του Ρινοτμήτου, συνελθούσης εν Τρούλλω, η οποία διά του Β΄ Αυτής Κανόνος επεκύρωσε ωρισμένως τους εν Καρθαγένη Ι. Κανόνας, οι οποίοι επιλύουν το θέμα της εκκλησιαστικής δωσιδικίας από του έτους 424.
Εις το σημείον αυτό, πρέπει να τονισθή, ότι εις την Αγίαν μας Εκκλησίαν δεν δύναται να γίνει λόγος δι’εθιμικόν δίκαιον, διότι το Δίκαιον της Εκκλησίας απορρέει από την Αποκάλυψιν του Ζώντος Θεού, ο οποίος είναι η ένσαρκος Αλήθεια, κατά την ιδικήν Του διακήρυξιν· «εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6) και από την επίπνοιαν του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος, το οποίον την ημέραν της Πεντηκοστής επεδήμησεν εις την Εκκλησίαν και παραμένει εις Αυτήν, κατά την αψευδή βεβαίωσιν του Κυρίου· «το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. 16,13).
Επομένως το Δίκαιον εις την Εκκλησίαν, δεν είναι ανθρωπίνη νομοκατασκευή και αντίληψις, αλλά πηγάζει από τον αποκεκαλυμμένον Ευαγγελικόν Νόμον, τους Κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων και των Τοπικών, τας οποίας Εκείναι εκύρωσαν και τους Κανόνας των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων.
Ειρήσθω δε εν προκειμένω ότι, και εάν ακόμη δεχθώμεν ότι υφίστατο εις την Ουκρανίαν συντρέχουσα κανονική αρμοδιότης και δωσιδικία του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ρωσσικής Εκκλησίας, διότι «επιτροπικώς» είχε παραχωρηθή εις την Ρωσσικήν Εκκλησίαν η Ουκρανία το 1686, η συντρέχουσα αυτή αρμοδιότης και δωσιδικία έπαυσε, όταν εκινήθη πρώτη η Ρωσσική Εκκλησία και επεραιώθη η κανονική διαδικασία, γεγονός το οποίον ανεγνώρισε και ο Σεπτός Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος με το υπ’ αριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα προς τον μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Αλέξιον, το οποίον παραθέτομεν κατωτέρω.
3. Ασφαλώς το Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως κατά το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας έχει κατά τους θείους και ιερούς Κανόνας Γ΄ της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και ΚΗ΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου τα πρεσβεία τιμής μεταξύ των Πατριαρχικών Θρόνων, μετά τον Θρόνον της πρεσβυτέρας Ρώμης εις την αρχαίαν Εκκλησίαν.
Μετά δε την απόσχισιν και έκπτωσιν εξ Αυτής του Θρόνου της Πρεσβυτέρας Ρώμης όθεν προέκυψεν δυστυχώς ο παναιρετικός Παπισμός, ο ολετήρ του Δυτικού Χριστιανισμού (Θρησκευτικοί πόλεμοι, ιερά Εξέτασις, Μεταρρύθμισις, αθεισμός, μηδενισμός) τυγχάνει ο πρώτος Θρόνος εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν και έχει το κανονικόν και έννομον δικαίωμα της τιμητικής Προεδρίας των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών ο Οικουμενικός Πατριάρχης ως primus inter pares, προεδρεύει της οψέποτε συγκληθησομένης Οικουμενικής Συνόδου και μετά της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου συντονίζει τας συνελεύσεις των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ως συμβαίνει με όλας τας προεδρίας ανά τον κόσμον διιστορικώς, χορηγεί δε Αυτοκεφαλίαν και Αυτονομίαν εις Εκκλησιαστικάς Δομάς, υπό τον όρον της εγκρίσεως των σχετικών αποφάσεων από την οποτεδήποτε συγκληθησομένη Οικουμενικήν Σύνοδον και υπό τους κανονικούς όρους (αίτησις του Εκκλησιαστικού Σώματος, συναίνεσις της Μητρός Εκκλησίας και consensus των Αγιωτάτων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών).
Αναφορικώς προς τα πρεσβεία τιμής και όχι προς το «πρωτείον εξουσίας» εξαίρονται και τονίζονται ευκρινώς τα ακόλουθα εις την μνημειώδη και περισπούδαστον μελέτην της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Οκτώβριος 2019, «Τα “Δίκαια” των Εκκλησιών και η ενότης της Εκκλησίας, Μέρος Α΄ “Πρωτείον” και “Εκκλησία” κατά τους Ιερούς Κανόνας» σελ. 27-30:
«1.3.1. Ένας «παγκόσμιος πρώτος» (παρερμηνεία του λδ΄ αποστολικού).
Πρόσφατα αναφάνηκε παρερμηνεία του λδ΄ κανόνος, και αυτή αφορά την σχέση των προκαθημένων (πατριαρχών και αρχιεπισκόπων) των σημερινών αυτοκεφάλων εκκλησιών μεταξύ τους. Σύμφωνα με την παρερμηνεία αυτή, βάσει δήθεν του λδ΄ κανόνος κάποιος μεταξύ των προκαθημένων πρέπει να θεωρήται ως «πρώτος» και «κεφαλή» των υπολοίπων.
Η παρερμηνεία αυτή συγχέει την έννοια της πρωτοκαθεδρίας του «πρώτου τη τάξει» μεταξύ ισοτίμων προκαθημένων με την έννοια της πρωτοκαθεδρίας του «πρώτου-κεφαλής» της δείνος επαρχιακής συνόδου, και εφαρμόζεται στο Κείμενο της Ραβέννας (2007).
Στο κείμενο αυτό η έννοια της «κεφαλής», που ορθώς εφαρμόζεται στον «πρώτο» της επαρχιακής συνόδου («περιφερειακό επίπεδο») μεταφέρεται εσφαλμένως και στο λεγόμενο «παγκόσμιο επίπεδο», για να δικαιολογηθή ένας «παγκόσμιος πρώτος». Αλλά «παγκόσμιος πρώτος», ως κεφαλή των «πρώτων» της καθόλου Εκκλησίας, δεν μπορεί να υπάρχη.
Οι αρμοδιότητες του «πρώτου» της επαρχιακής συνόδου δεν μπορεί να αποδοθούν στον «πρωτοκάθεδρο» μεταξύ των ισοτίμων «πρώτων» των επαρχιακών συνόδων. Ο άγιος Νικόδημος ο Άγιορείτης με πολλή σαφήνεια διερμηνεύει ότι «πρωτείο» επί παγκοσμίου επιπέδου, πέραν της πρωτοκαθεδρίας (στην σειρά της τάξεως) μεταξύ ίσων προκαθημένων, δεν υπάρχει στην Εκκλησία. Οι προκαθήμενοι των Ορθοδόξων τοπικών Εκκλησιών είναι ισότιμοι κατά τα «πρεσβεία τιμής» και διαφέρουν μόνο κατά την «τάξιν (ακολουθίαν) της τιμής»: «Ο μεν ανωτέρω κανών … διορίζεται, και λέγει, ότι ο Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης να έχη τα προνόμια της τιμής μετά τον Πάπαν, και Πατριάρχην της Ρώμης, επειδή και αυτή η Κωνσταντινούπολις δηλ. είναι και ονομάζεται Νέα Ρώμη.
Η δε μετά πρόθεσις, ενταύθα δεν δηλοί το του χρόνου ύστερον, καθώς τινες λέγουσι μετά του Αριστηνού, αλλ’ ούτε υποβιβασμόν και ελάττωσιν, καθώς ουκ ορθώς ερμηνεύει ο Ζωναράς (επειδή, με το να ήναι μετά τον Κωνσταντινουπόλεως ο Αλεξανδρείας, μετά δε τον Αλεξανδρείας ο Αντιοχείας, και μετά τον Αντιοχείας ο Ιεροσολύμων, κατά τον λστ΄ της ΣΤ΄, έσονται τέσσαρα είδη υποβιβασμού τιμής, και ακολούθως πέντε διάφοροι τιμαί μία της άλλης ανωτέρα, όπερ εναντίον εστί πάση τη καθολική Εκκλησία, και μόνον δεκτόν τοις Λατίνοις και Λατινόφροσιν), αλλά δηλοί ισότητα τιμής, και τάξιν, καθ’ ην ο μεν εστι πρώτος, ο δε, δεύτερος.
Ισότητα μεν τιμής, διατί και οι εν Χαλκηδόνι Πατέρες, κανόνι κη΄, λέγουσιν, ότι οι ρν΄ ούτοι επίσκοποι τα ίσα πρεσβεία τω της παλαιάς Ρώμης δεδώκασι τω της Νέας Ρώμης, και οι εν Τρούλλω, κανόνι λστ΄, λέγουσι των ίσων τω Ρώμης απολαύειν πρεσβείων τον Κωνσταντινουπόλεως.
Τάξιν δε, διατί και εκείνοι και τούτοι εν τοις αυτοίς κανόσι δεύτερον μετά τον Ρώμης λέγουσι τον Κωνσταντινουπόλεως, ουχί δεύτερον τη τιμή, αλλά δεύτερον τη τάξει της τιμής».
Περί αυτού επίσης ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων σαφέστερα γράφει: «πολλαί αι μείζους παροικίαι, πολλαί αι Εκκλησίαι, πολλοί οι εν τη Εκκλησία Ηγεμόνες, και Πρόεδροι, και Άρχοντες, ουδείς δε εστιν εν αυτοίς Ηγεμών των Ηγεμόνων, ή Πρόεδρος των Προέδρων, ή Άρχων των Αρχόντων· ώστε εκ τούτων των Αρχόντων και Ηγεμόνων και Προέδρων εις εστι και ο Ρώμης, ισότιμός τε και ισοδύναμος, και ουδέν πλέον».
Μεταξύ των Προέδρων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών ουδείς μείζων, αλλά μόνον ένας πρωτοκάθεδρος, ο οποίος κατά τους ιερούς Κανόνες είναι τώρα (μετά το σχίσμα του 1054 και την δογματική έκπτωση της Ρώμης) ο Κων/πόλεως».
Κατά ταύτα το Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον ηδύνατο να χορηγήση Αυτοκεφαλία εις Εκκλησιαστικήν Δομήν, η οποία το ζητεί και η οποία πληροί τους κανονικούς όρους, αλλά εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν της Ουκρανίας, παρ’ότι αυτή η ανεξάρτητος κρατική πλέον οντότης είχε το κανονικόν δικαίωμα η κανονική της Εκκλησία να εκζητήση την χορήγησιν καθεστώτος Αυτοκεφαλίας, κατά τας διατάξεις του ΙΖ΄ Ι. Κανόνος της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου διαγορευούσης· «Ει δε και τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις, η αύθις καινισθείη, τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω», εγείρεται το θέμα ότι η μόνη κανονική εκκλησιαστική δομή της χώρας, η οποία με απόφασιν του Οικουμενικού Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ από το 1686 διοικείται από το Πατριαρχείον Μόσχας και σήμερον έχει καθεστώς αυτονομίας χορηγηθέν από την Ρωσσικήν Εκκλησίαν, δεν επιθυμεί και δεν επιδιώκει την ανακήρυξίν της εις Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν.
[irp posts=”533602″ name=”Το κάλεσμα του Θεόφιλου για την Πανορθόδοξη σε βίντεο”]
Εις το σημείον αυτό παραπέμπομεν εις την εμπεριστατωμένην μελέτην του Αιδεσιμολ. Πρωτοπρ. π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου, παρατιθέμενοι επίλεκτα αποσπάσματα αυτής:
« … Δύο κρίσιμες χρονολογίες: α) Το έτος 1593 με απόφαση των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής ανακηρύσσεται σε Πατριαρχείο η Εκκλησία της Ρωσίας και β) το έτος 1686-1687 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Δ΄ με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη «αποφαίνεται ίνα η αγιωτάτη επαρχία Κιέβου είη υποκειμένη υπό του αγιωτάτου πατριαρχικού θρόνου της Μεγάλης και θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας»· σε επιστολή του ο Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ «προς τους βασιλείς της Ρωσίας» διευκρινίζει για να μην υπάρξει παρερμηνεία: «η Μητρόπολις αύτη Κιόβου έστω υποκειμένη υπό τον Αγιώτατον Πατριαρχικόν της Μοσχοβίας θρόνον, και οι εν αυτή αρχιερατεύοντες, ο τε ήδη και ο μετά τούτον, γινώσκωσι γέροντα και προεστώτα αυτόν τον κατά καιρούς Πατριάρχην Μοσχοβίας ως υπ’ αυτού χειροτονούμενοι»…
3. Στο ερώτημα αν υπάγεται η Εκκλησία της Ουκρανίας στο Πατριαρχείο της Ρωσίας έχει αποφανθεί και η πανορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση, όπως έχει καταγραφεί στα κατ’ έτος εκδιδόμενα «Ημερολόγια» η «Δίπτυχα» η «Επετηρίδες» των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και τα Πατριαρχεία αναγνωρίζουν ότι η Εκκλησία της Ουκρανίας υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία της Μόσχας.
Όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, οι Εκκλησίες θεωρούν ως μοναδικό κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου τον Ονούφριο, που υπάγεται στην Εκκλησία της Ρωσίας.
Με αυτόν και την περί αυτόν Σύνοδο και μόνο είχαν κοινωνία στα διορθόδοξα και πανορθόδοξα συλλείτουργα και στις Επιτροπές όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Αυτή η ομοφωνία εκφράζει την πανορθόδοξη-οικουμενική εκκλησιαστική συνείδηση της Ορθοδοξίας, την οποία κανένας δεν έχει δικαίωμα να περιφρονήσει χωρίς σοβαρές συνέπειες».
Ωσαύτως ενδιαφέρουσα τυγχάνει η διερεύνησις υπό της ως άνω μελέτης του π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου της κανονικής εξαρτήσεως της Μητροπόλεως Κιέβου:
«Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι τι γίνεται από τον 16-17ο αι. μέχρι τον Απρίλιο 2018, που ανακοινώνεται επίσημα ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σκέπτεται να εκχωρήσει το Αυτοκέφαλο. Τι έχει συμβεί, λοιπόν, τους τρεισήμισι τελευταίους αιώνες; Που υπάγεται η Μητρόπολη Κιέβου και γενικότερα η Ουκρανία σύμφωνα με την πανορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση αλλά και την αυτοσυνειδησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου;
3. Στο ερώτημα αν υπάγεται η Εκκλησία της Ουκρανίας στο Πατριαρχείο της Ρωσίας έχει αποφανθεί και η πανορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση, όπως έχει καταγραφεί στα κατ’ έτος εκδιδόμενα «Ημερολόγια» η «Δίπτυχα» η «Επετηρίδες» των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και τα Πατριαρχεία αναγνωρίζουν ότι η Εκκλησία της Ουκρανίας υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία της Μόσχας.
Όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, οι Εκκλησίες θεωρούν ως μοναδικό κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου τον Ονούφριο, που υπάγεται στην Εκκλησία της Ρωσίας.
Με αυτόν και την περί αυτόν Σύνοδο και μόνο είχαν κοινωνία στα διορθόδοξα και πανορθόδοξα συλλείτουργα και στις Επιτροπές όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Αυτή η ομοφωνία εκφράζει την πανορθόδοξη-οικουμενική εκκλησιαστική συνείδηση της Ορθοδοξίας, την οποία κανένας δεν έχει δικαίωμα να περιφρονήσει χωρίς σοβαρές συνέπειες».
Ωσαύτως ενδιαφέρουσα τυγχάνει η διερεύνησις υπό της ως άνω μελέτης του π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου της κανονικής εξαρτήσεως της Μητροπόλεως Κιέβου:
«Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι τι γίνεται από τον 16-17ο αι. μέχρι τον Απρίλιο 2018, που ανακοινώνεται επίσημα ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σκέπτεται να εκχωρήσει το Αυτοκέφαλο. Τι έχει συμβεί, λοιπόν, τους τρεισήμισι τελευταίους αιώνες; Που υπάγεται η Μητρόπολη Κιέβου και γενικότερα η Ουκρανία σύμφωνα με την πανορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση αλλά και την αυτοσυνειδησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου;
Τέλος, στη σελ. οζ αναφερόμενος «περί των προνομίων των κατά την Μοσχοβίαν Αρχιμανδριτών» απαριθμεί στους «επισημοτέρους Αρχιμανδρίτες» του Πατριαρχείου Μόσχας και Ουκρανούς Αρχιμανδρίτες εν οις πρώτος «Ο του Κιεβοπετζερσκίου» και ακολουθούν άλλοι από την Ουκρανία (π.χ. «Ο της Τζερνιγοβιγίας»).
Συμπερασματικά: Η εκκλησιαστική συνείδηση στις αρχές του 18ου αι., όπως έχει καταγραφεί το 1715 από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθο στο Συνταγμάτιό του, θέλει χωρίς καμία ένσταση η έστω απλή επιφύλαξη την επαρχία του Κιέβου και της Ουκρανίας να υπάγεται εκκλησιαστικά στο Πατριαρχείο της Μόσχας και όχι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σημειώνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ καμία ένσταση κατά του Συνταγματίου του Χρυσάνθου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
iii) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟ 1855: Σύμφωνα με το «Συνταγμάτιο περί της τάξεως των πατριαρχικών Θρόνων και των Αυτοκεφάλων Συνόδων», εν Αθήναις 1855, σελ. 3-12 δεν υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως η Μητρόπολη Κιέβου και η περιοχή της Ουκρανίας. Στις σελ. 16-18 του Συνταγματίου αναγράφεται «Ο Κιέβου και Γαλικίας» ως Μητροπολίτης «Επαρχίας πρώτης τάξεως» της «Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ρωσσίας» καθώς και άλλες επαρχίες της σημερινής Ουκρανίας!
iv) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟ 1896: Στο «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟΝ των υπό τον Οικουμενικόν Θρόνον Μητροπολιτών και Επισκόπων» που εξεδόθη «εν Κωνσταντινουπόλει εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου» το 1896, δεν αναφέρεται η Μητρόπολη Κιέβου η άλλη περιοχή της Ουκρανίας ως εκκλησιαστική επαρχία υπό τον Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης, καμία ιερά Μονή της Ουκρανίας δεν αναγράφεται στον κατάλογο του Συνταγματίου με τίτλο «Αι τω Οικουμενικώ Θρόνω υποκείμεναι σταυροπηγιακαί Μοναί» (σελ. 13-17).
v) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟ 1902 · «εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου»: Στο «εν χρήσει ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΟΝ των υπό τον Οικουμενικόν Θρόνον Μητροπολιτών και Επισκόπων» που εξεδόθη «εν Κωνσταντινουπόλει εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου» το 1902, δεν αναφέρεται η Μητρόπολη Κιέβου η άλλη περιοχή της Ουκρανίας ως εκκλησιαστική επαρχία υπό τον Κωνσταντινουπόλεως.
Επίσης, καμία ιερά Μονή της Ουκρανίας δεν αναγράφεται στον κατάλογο του Συνταγματίου με τίτλο· «Αι τω Οικουμενικώ Θρόνω υποκείμεναι σταυροπηγιακαί Μοναί» (σελ. 13-17).
Μόνο το «Μετόχιον Πατριαρχικόν αγίου Σεργίου» εν Μόσχα καταχωρείται (σελ. 17).
vi) Οι Γ. Ράλλης-Μ. Ποτλής στο περίφημο έργο τους· «Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων» (α΄ έκδοση 1855) εδημοσίευσαν την «Τάξιν των Θρόνων της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας» και δεν περιλαμβάνουν την Ουκρανία στις επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά στην «Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Ρωσσίας». Όπως δηλώνουν αντλούν τα στοιχεία τους από τα Συνταγμάτια.
vii) Το κατ’ έτος εκδιδόμενο «Ημερολόγιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου» η από το 2015 κ.εξ. η «Επετηρίς του Οικουμενικού Πατριαρχείου» μέχρι και του έτους 2018 αναγράφει ότι η Εκκλησία της Ουκρανίας υπάγεται κανονικώς στη Μόσχα. Καμία αναφορά ότι το Κίεβο υπάγεται εκκλησιαστικά στην Κωνσταντινούπολη!
Συμπερασματικά, η ίδια η εκκλησιαστική και κανονική συνείδηση του Οικουμενικού Θρόνου μέχρι και το 2018, όπως καταγράφεται με τον πλέον επίσημο και αδιαμφισβήτητο τρόπο στα επίσημα «Συνταγμάτια», «Ημερολόγια» και «Επετηρίδες», τα οποία το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει εκδώσει ακόμα και από το δικό του εν Κωνσταντινουπόλει «Πατριαρχικόν Τυπογραφείον» προκύπτει ότι δεν θεωρούσε μέχρι τα μέσα 2018 ως κανονικό του έδαφος την Ουκρανία, την οποία αναγνώριζε με τον πλέον επίσημο και σαφή τρόπο ότι υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Ρωσίας».
Δεν χωρεί ουδεμία σύγκρισις του χορηγηθέντος Αυτοκεφάλου εις τους σχισματικούς και παρασυναγώγους της Ουκρανίας με την κανονικήν χορήγησιν υπό του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου του καθεστώτος της Αυτοκεφαλίας εις τας Κανονικάς Εκκλησίας της Ελλάδος, της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Πολωνίας, της Αλβανίας και της Τσεχίας-Σλοβακίας.
Την Αυτοκεφαλίαν της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επεδίωκον ο δυτικόφιλος τέως Πρόεδρος της Χώρας Πέτρος Ποροσένκο, το Κοινοβούλιον και αι δύο σχισματικαί Δομαί: η «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία-Πατριαρχείο Κιέβου», η οποία απεσπάσθη το 1992 από το Ρωσσικόν Πατριαρχείον, με σκληράς επιθέσεις και αναθέματα κατά του Πατριαρχείου της Μόσχας, έχουσα επικεφαλής τον καθηρημένον και αναθεματισμένον πρώην Μητροπολίτην Κιέβου, Μοναχόν Φιλάρετον (Ντενισένκο) και η «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία», η οποία εδημιουργήθη το 1921 από τας Σοβιετικάς Αρχάς με τον ψευδεπίσκοπον Βασίλειον Λιπκίβσκυ, ο οποίος εχειροτονήθη από «ιερείς και λαικούς»!!! και ένεκεν της συμπράξεώς της με τους Ναζί κατακτητάς της Χώρας κατεδιώχθη και συνέπτυξε δήθεν «εκκλησία των κατακομβών».
Μετά ταύτα δε ανεβίωσε το 1980 και διωκείτο από τον αυτοπροσδιοριζόμενον ως «Μητροπολίτην Κιέβου και πάσης Ουκρανίας» Μακάριον Μάλετιτς, καθηρημένον πρώην Ιερέα της Ρωσσικής Εκκλησίας, «χειροτονημένον» ψευδεπίσκοπον από καθηρημένον Επίσκοπον και από τον καθηρημένον Διάκονον της Ρωσσικής Εκκλησίας Βικέντιον-Βίκτωρα Τσεκάλιν, τραγικόν πρόσωπον με πλούσιο «ιστορικόν» ως «Ορθόδοξος» ψευδεπίσκοπος, Ουνίτης, Προτεστάντης Πάστορας, κατεγνωσμένος δικαστικώς παιδεραστής, συνταξιοδοτηθείς ως φρενοβλαβής εν Αυστραλία.
Το Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον ex tunc «αποκατέστησε» εις την κανονικήν τάξιν τας δύο αυτάς σχισματικάς «Εκκλησιαστικάς» Δομάς με τους επικεφαλής των, των οποίων την κανονικήν κατάστασιν ανεγνώρισε πρότριτα η ημετέρα Εκκλησία δίχα ψηφοφορίας.
Επ’ αυτού ο ελλογιμώτατος Ομότιμος Καθηγητής της Δογματικής του Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης επάγεται εις την από του παρελθόντος Σεπτεμβρίου ε.ε. ευθαρσή και ομολογιακήν επιστολήν αυτού προς την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος τα ακόλουθα: «Πρώτα, δηλαδή, θα πρέπει να εξεταστεί, αν το «μόρφωμα» αυτό πληροί τις προϋποθέσεις της Εκκλησιαστικής Κοινότητας. Αν, αντίθετα, αναγνωριστεί το «Αυτοκέφαλό» του, τότε αυτομάτως αναγνωρίζεται και η εκκλησιαστική «νομιμότητα» της Σχισματικής Εκκλησίας.
Ως γνωστόν, για την Σχισματική Εκκλησία της Ουκρανίας έχει προηγηθεί Πανορθόδοξη καταδίκη με καθαιρέσεις και αφορισμούς. Αυτή η Πανορθόδοξη καταδίκη δεν έχει ανακληθεί. Τελευταία, με Τόμο Αυτοκεφαλίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου (11-1-2019), έγινε μια αγιοπνευματικού και εκκλησιολογικού χαρακτήρα θεσμική υπέρβαση, που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για την εκκλησιαστική νομιμότητά της.
Και τούτο, επειδή δεν τηρήθηκαν -απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε- θεμελιώδεις Αγιοπατερικές και Αγιοπνευματικές προϋποθέσεις, πράγμα που δημιουργεί εύλογες ενστάσεις για την Κανονικότητα των όρων-πρoϋποθέσεων της Πατριαρχικής Πράξεως, εφόσον αποδεδειγμένως δεν εκφράστηκε δημόσια μετάνοια και αποκήρυξη του Σχίσματος. Με όσα λέμε στην προκειμένη περίπτωση, δεν σημαίνει ότι αμφισβητούμε την θεσμική αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παραχωρεί Αυτοκεφαλία, με την συναίνεση βέβαια του όλου Σώματος της Εκκλησίας, εκφραζομένης συνοδικά.
Εδώ, τίθεται μόνον το θέμα των έγκυρων προϋποθέσεων για την έκδοση του σχετικού Τόμου. Κατά την Βιβλική μαρτυρία (Μθ. 4, 17, Α΄ Κορ. 5, 1-5 και Β΄ Κορ. 2, 6-8 ), αλλά και κατά την Αγιοπατερική και Αγιοπνευματική Παράδοση της Εκκλησίας, η ένταξη ή η επανένταξη στο ένα και αδιαίρετο Σώμα της Εκκλησίας προϋποθέτει οπωσδήποτε την βαθιά βίωση και την ειλικρινή έκφραση μετανοίας εκ μέρους του υπό ένταξη ή επανένταξη μέλους ή της ευρύτερης Κοινότητας. Η προϋπόθεση εκφράσεως της μετανοίας δεν υπερβαίνεται, ούτε ακυρώνεται από κανένα θεσμικό πρόσωπο ή θεσμικό εκκλησιαστικό φορέα. Δεν υπάρχει καμία Οικονομία της Εκκλησίας, που να μπορεί να υποκαταστήσει ή να ακυρώσει την μετάνοια».
Ειδικώτερον ο Μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο), Κληρικός τυγχάνων του Πατριαρχείου Μόσχας ως Μητροπολίτης Κιέβου το 1992 καθηρέθη, όπως προελέχθη, εκ του υψηλού της Αρχιερωσύνης υπουργήματος και μετά ταύτα ανεθεματίσθη διά την πρόκλησιν σχίσματος, αλλά και δι’ ετέρας αντικανονικάς αυτού ενεργείας, ο δε έτερος Μακάριος Μάλετιτς ουδεμίαν κανονικήν χειροτονίαν κέκτηται, ως κατεδείξαμεν.
Εν συνεχεία συνεκροτήθη η λεγομένη «Ενωτική Σύνοδος», η οποία εξέλεξε ως «Προκαθήμενον» τον «Μητροπολίτην» Επιφάνιον (Σέργιον Ντουμένκο), ο οποίος έχει ανυπόστατον κανονικώς «χειροτονίαν» υπό του καθηρημένου και αναθεματισμένου Μοναχού Φιλαρέτου και ακολούθως εχορηγήθη εις την προελθούσαν εξ όλων αυτών των ακύρων Κανονικώς ενεργειών νέαν Δομήν το καθεστώς της Αυτοκεφαλίας.
Το κρίσιμον, επομένως, θέμα, το οποίον τίθεται από κανονικής επόψεως εις το συγκεκριμένον ζήτημα είναι, εάν αι αποφάσεις τελείας Συνόδου, προεδρευομένης υπό Πατριάρχου, ως είναι η Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας, είναι ανέκκλητοι ή δύνανται να εκκληθούν ενώπιον άλλης Πατριαρχικής Συνόδου. Το θέμα αυτό απησχόλησε την Οικουμενικήν Εκκλησίαν μετά την Σύνοδον της Σαρδικής και τους Κανόνας Αυτής Γ΄, Δ΄ και Ε΄, εις την οποίαν μετείχον οι Δυτικοί Επίσκοποι και προήδρευσε ο Όσιος Κορδούης, συγκροτηθείσης εν ταυτώ και Συνόδου των Ανατολικών Επισκόπων εις την σημερινήν Φιλιππούπολιν.
Πρώτος ο Επίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος, επικαλούμενος τους Κανόνας της Σαρδικής, ως Κανόνας δήθεν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα υπάτου δικαστού επί των Εκκλησιών της Β. Αφρικής και ηξίωσε την αποκατάστασιν του καθαιρεθέντος από τον Επίσκοπον Sicca Ουρβανόν Πρεσβυτέρου Απιαρίου.
Οι αφρικανοί Επίσκοποι απέκρουσαν διαρρήδην το υπό του Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου και των διαδόχων του Βονιφατίου και Κελεστίνου Α΄ αξιούμενον δικαίωμα υπάτου δικαστού των Εκκλησιών τους το 424. Προηγουμένως, η εν Καρθαγένη Τοπική Σύνοδος με τον ΛΣΤ΄ (31) Κανόνα της (κατ’ αρίθμησιν «Πηδαλίου»), ο οποίος επαναλαμβάνεται απαραλλάκτως και με τον ΡΛΔ΄ (129) Κανόνα της ιδίας Συνόδου ενομοθέτησεν: «Ομοίως ήρεσεν, ίνα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι και οι λοιποί κατώτεροι κληρικοί, εν αίς έχουσιν αιτίαις, εάν τα δικαστήρια μέμφωνται των ιδίων επισκόπων, οι γείτονες επίσκοποι ακροάσωνται αυτών και, μετά συναινέσεως του ιδίου επισκόπου, τα μεταξύ αυτών διαθώσιν οι προσκαλούμενοι παρ’ αυτών επίσκοποι.
Διό, ει και περί αυτών έκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μη εκκαλέσωνται εις τα πέραν της θαλάσσης δικαστήρια, αλλά προς τους πρωτεύοντας των ιδίων επαρχιών, ως και περί των επισκόπων πολλάκις ώρισται.
Οι δε προς περαματικά δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ ουδενός εν τη Αφρική δεχθώσιν κοινωνίαν».
Και το απολύτως σημαντικόν είναι ότι οι Κανόνες της εν Καρθαγένη Συνόδου επεκυρώθησαν ωρισμένως και ονομαστικώς από τον Β΄ Κανόνα της Αγίας Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, απλώς δε από τον Α΄ της Δ΄ και τον Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Επομένως η αρχαία Εκκλησία εδέχθη ότι τα υπό Γ΄, Δ΄ και Ε΄ Κανόνων της Σαρδικής οριζόμενα αφεώρων ειδικόν προνόμιον, το οποίον απενεμήθη εις τον τότε Ορθόδοξον Επίσκοπον της πρεσβυτέρας Ρώμης διά τους υπ’ αυτόν υποκειμένους Επισκόπους και μόνον και όχι ανάθεσις υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας εις αυτόν.
Σχετικώς ο Ζωναράς λέγει: «Ούτε ούν της εν Νικαία Συνόδου εστίν ο Κανών, ούτε πάσας τας εκκλήτους ανατίθησιν αυτώ αλλά των υποκειμένων αυτώ» (Σ.Γ.241), ο δε Βαλσαμών αναφέρει: «ειδικόν γαρ εστί τούτο εις τας εκκλησιαστικάς υποθέσεις του Πάπα και κρατείν οφείλει ένθα εξεφωνήθη» (Σ.Γ.239).
Συνεπώς η απαίτησις του τότε Ορθοδόξου Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης διά προνόμιον υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας απερρίφθη υπό της Εκκλησίας, διότι έγιναν δεκταί αι κανονικαί διατάξεις της Συνόδου της Καρθαγένης διά της Αγίας Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ότι θα αφορίζωνται οι Κληρικοί ετέρου εκκλησιαστικού κλίματος, οι οποίοι θα εκκαλούν ενώπιον του Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης τας υποθέσεις των.
Εις την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν επί τη βάσει των Ι. Κανόνων Θ΄ και ΙΖ΄ της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι διακελεύουν: «Ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην, επίσκοπος ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τον έξαρχον της διοικήσεως, η τον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, και επ’ αυτώ δικαζέσθω», εις προσβολήν δι’ εκκλήτου δεν υπόκειται, δηλ. τυγχάνει ανέκκλητος εκδοθείσα καταδικαστική απόφασις υπό τελείας Πατριαρχικής Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ορθήν εφαρμογήν του ΚΗ΄Αποστολικού Κανόνος και του Δ΄ Κανόνος της εν Αντιοχεία Συνόδου, όπως είναι η υπό την Προεδρίαν του Εξάρχου της Διοικήσεως (τότε) τελούσα Γενική Σύνοδος των Μητροπολιτών ή η (σήμερον) υπό την Προεδρίαν του Πατριάρχου τελούσα Σύνοδος του οικείου Πατριαρχικού κλίματος.
Τόσον ο Θ΄ όσον και ο ΙΖ΄ Ι. Κανόνες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου θέτουν διαζευκτικόν εις την ιδίαν κανονικήν πρόβλεψιν διά τον Έξαρχον της Διοικήσεως και τον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως και παρέχουν δυνατότητα ισοτίμου προσφυγής.
Επομένως δεν ανιδρύουν οι Κανόνες διά τον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως υπερτάτην δικαστικήν αρμοδιότητα και έτερον βαθμόν δικαιοδοσίας. Έξαρχος δε της Διοικήσεως σήμερον είναι ο Πρόεδρος του οικείου Πατριαρχικού κλίματος.
Ο Βαλσαμών αναφέρει χαρακτηριστικώς: «Αι ψήφοι των Πατριαρχών εκκλήτω ουχ υπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη· «ο μακαριώτατος πατριάρχης εκείνης της διοικήσεως μεταξύ αυτών ακροάσθω, κακείνα οριζέτω άτινα τοις εκκλησιαστικοίς κανόσι, και τοις νόμοις συνάδει, ουδενός μέρους κατά της ψήφου αυτού αντιλέγειν δυναμένου», εις δε την «Επαναγωγήν» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260)· «Το του Πατριάρχου κριτήριον εκκλήτω ουχ υπόκειται, ουδέ αναψηλαφάται υφ’ ετέρου, ως αρχή και αυτών των εκκλησιαστικών κριτηρίων».
Ο Ιερός και Μέγας Φώτιος δε εις τα «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «ούτε γαρ εκκαλούντο αι των Πατριαρχών ψήφοι». Κατά ταύτα η δικαστική κρίσις οιασδήποτε Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου, η οποία αποτελεί κατά το Κανονικόν μας Δίκαιον τελείαν Σύνοδον και εκφέρεται μετά από εκδίκασιν κανονικής υποθέσεως τυγχάνει ανέκκλητος, δυναμένη μόνον να εκκληθή ενώπιον Οικουμενικής Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, Το ποινικόν Δίκαιον της Εκκλησίας» σελ. 836 επ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Υπομνηματίζων δε ο θεοφώτιστος Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης τον Θ΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου εις τας σελ. 192-193 «Πηδάλιον» εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998 και «απαντών» εις τον εξωμότην και εξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα και εις τους όπως αναφέρει Παπιστάς Βίνιον και Βελαρμίνον, αναφέρεται εις το ζήτημα με εξαίρετον κανονικήν ανάλυσιν λέγων χαρακτηριστικώς: «Ότι μεν γαρ ο Κωνσταντινουπόλεως ουκ έχει εξουσίαν ενεργείν εις τας διοικήσεις και ενορίας των άλλων Πατριαρχών, ούτε εις αυτόν εδόθη από τον Κανόνα τούτον η έκκλητος εν τη καθόλου Εκκλησία δήλόν εστι α. διατί εν τη δ΄. πράξει της εν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ο Κων/νουπόλεως Ανατόλιος ενεργήσας υπερόρια, και λαβών την Τύρον από τον Επίσκοπόν της Φώτιον και δούς αυτήν εις τον Βηρυτού Ευσέβιον και καθελών και αφορίσας τον Φώτιο, εμέμφθη και από τους άρχοντας και από όλην την Σύνοδον διά τούτο.
Και αγκαλά επροφασίσθη πολλά, με όλον τούτο όσα εκεί ενήργησεν ακυρώθησαν υπό της Συνόδου, και ο Φώτιος εδικαιώθη, και τας επισκοπάς της Τύρου έλαβε.
Διό και ο Εφέσου Ισαάκ έλεγεν εις Μιχαήλ τον πρώτον των Παλαιολόγων, ότι ο Κωνσταντινουπόλεως ουκ εκτείνει την εξουσίαν αυτού επί τα Πατριαρχεία της Ανατολής (κατά τον Παχυμέρην βιβλ. στ’. κεφ. α)· β’. ότι οι πολιτικοί και βασιλικοί νόμοι δεν προσδιορίζουσιν ότι η του Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις και απόφασις δεν δέχεται έκκλητον, αλλ΄ αορίστως εκάστου Πατριάρχου και των Πατριαρχών πληθυντικώς.
Λέγει γαρ Ιουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ο Πατριάρχης της Διοικήσεως εκείνα οριζέτω, άτινα τοις εκκλησιαστικοίς Κανόσι και τοις νόμοις συνάδει, ουδενός μέρους κατά της ψήφου αυτού αντιλέγειν δυναμένου. Και ο σοφός Λέων εν τω α. τιτλ. της νομικής αυτού επιτομής, λέγει, το του Πατριάρχου κριτήριον εκκλήτω ουχ υπόκειται, ουδέ αναψηλαφάται από άλλον, ως αρχή ων των εκκλησιαστικών · εξ αυτού γαρ πάντα τα κριτήρια, και εις αυτό αναλύει.
Και ο Ιουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. της συναγωγής της εκκλησιαστικής ο αρμόδιος Πατριάρχης εξετάσει την ψήφον, μη δεδιώς έκκλητον, και βιβλ. α. τιτλ. δ΄ της εκκλησιαστικής διαταγής, ουκ εκκαλούνται αι των Πατριαρχών ψήφοι, και πάλιν βιβλ. α. τιτλ. δ’. κεφ. κθ΄, κατά των αποφάσεων δε των Πατριαρχών, ενομοθετήθη από τους προ ημών Βασιλείς να μη γίνεται έκκλητος.
Λοιπόν ανίσως κατά τους Βασιλείς τούτους, οίτινες συμφωνούσι με τους ιερούς Κανόνας, αι ψήφοι των Πατριαρχών πάντων δεν δέχονται έκκλητον, ήτοι δεν αναβιβάζονται εις άλλου Πατριάρχου κριτήριον, πως ο Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας να ανακρίνη;
και αν ο παρών Κανών της δ΄ αλλά και ο ιζ΄ αυτής σκοπόν είχε να έχη ο Κωνσταντινουπόλεως την έκκλητον των λοιπών Πατριαρχών, πως οι Βασιλείς ήθελαν θεσπίσουν εκ διαμέτρου όλον το εναντίον, εις καιρόν όπου αυτοί εγίνωσκον ότι οι μη συμφωνούντες τοις Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν άκυροι; γ΄. ότι, αν δώσωμεν κατά τους ανωτέρω Παπιστάς ότι ο Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τους Πατριάρχας, και ανακρίνει τας κρίσεις αυτών, επειδή ο Κανών δεν κάμνει εξαίρεσιν τίνος και τίνος Πατριάρχου, άρα κρίνει ο αυτός και ανακρινεί και τον Ρώμης, και ούτως έσται ο Κωνσταντινουπόλεως και πρώτος και έσχατος και κοινός κριτής πάντων των Πατριαρχών και αυτού του Πάπα».
Συνεπώς κανονικόν δικαίωμα επανεξετάσεως των υποθέσεων του Μοναχού Φιλαρέτου (Ντενισένκο), και του καθηρημένου Πρεσβυτέρου της ιδίας Εκκλησιαστικής Αρχής Νικολάου Μάλετιτς φερομένου ως «Μητροπολίτου Μακαρίου», μετά τας αποφάσεις της τελείας Πατριαρχικής Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας, έχει μόνον η Οικουμενική Σύνοδος, όπως άλλωστε ο Σεπτός Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, με το υπ’ αριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα προς τον Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Αλέξιον αποδέχεται γράφων: «Εις απάντησιν προς σχετικόν τηλεγράφημα και γράμμα της Υμετέρας λίαν αγαπητής και περισπουδάστου Μακαριότητος, επί του ανακύψαντος προβλήματος εν τη καθ’Υμάς αδελφή Αγιωτάτη Εκκλησία της Ρωσσίας, όπερ πρόβλημα ωδήγησε την Ιεράν Σύνοδον αυτής όπως προβή, δι’ούς οίδεν αύτη λόγους, εις την καθαίρεσιν του άχρι πρότινος εκ των τα πρώτα φερόντων Συνοδικού μέλους αυτής Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, επιθυμούμεν ίνα γνωρίσωμεν τη Υμετέρα Αγάπη αδελφικώς ότι η καθ’ ημάς Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία αναγνωρίζουσα εις το ακέραιον την επί του θέματος αποκλειστικήν αρμοδιότητα της υφ’ Υμάς αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσσίας αποδέχεται τα Συνοδικώς αποφασισθέντα περί του εν λόγω, μη επιθυμούσα το παράπαν ίνα παρέξη οιανδήτινα δυσχέρειαν εις την καθ’ Υμάς αδελφήν Εκκλησίαν», αναγνωρίζων, ως Κανονολόγος, την αρχήν της ταυτότητος των ποινών, γεγονός το οποίον επανέλαβε και μετά εις το γράμμα του διά τον αναθεματισμόν του ιδίου, του Φιλαρέτου (Ντενισένκο), (1997) προς τον Πατριάρχην Μόσχας: «Λαβόντες γνώσιν της ως άνω αποφάσεως, ανεκοινώσαμεν ταύτην τη Ιεραρχία του καθ’ ημάς Οικουμενικού Θρόνου και προετρεψάμεθα αυτήν όπως ουδεμίαν εκκλησιαστικήν κοινωνίαν έχη τουντεύθεν μετά των ειρημένων».
4. Οι Ι. Κανόνες Θ΄ και ΙΖ΄ της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου καθιέρωσαν, ως προείπομεν, τον ίδιον βαθμόν δωσιδικίας διά τον Έξαρχον της Διοικήσεως (σημερινόν Πρόεδρον τελείας Πατριαρχικής Συνόδου) και διά τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην-Αρχιεπίσκοπον Κων/νουπόλεως και με αυτήν την κανονικήν ρύθμισιν δεν ανίδρυσαν μείζονα δικαιοδοσίαν δι’ ουδένα Πατριαρχικόν Θρόνον.
Συνεπώς ο καταδικασθείς υπό τελείας Πατριαρχικής Συνόδου δεν έχει το δικαίωμα προσφυγής εις άλλην Πατριαρχικήν Σύνοδον παρά μόνον εις την Οικουμενικήν Σύνοδον και ακριβώς αυτήν την αρχήν εναργέστερον ενομοθέτησε η Αγία Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος με την διά του Β΄ Ι. Κανόνος Της ονομαστικώς επικύρωσιν των Κανόνων της εν Καρθαγένη Συνόδου, η οποία, όπως αναφέρεται, απέρριψε την απαίτησιν γενικής δωσιδικίας του Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης καί συνεπῶς κάθε ἑτέρου Πατριάρχου ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄλλωστε, ὁ νεώτερος Ἱ. Κανών, ὁ Β΄ τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὡρισμένως ἐκύρωσε τούς Ἱ. Κανόνας τῆς Καρθαγένης καί ὡς νεωτέρα κανονική δικονομική διάταξις τροποποιεῖ κάθε παλαιοτέραν καί κατισχύει αὐτῆς, ὅπως εἰς κάθε δικαιϊκόν σύστημα ἰσχύει καί ὡς καταδεικνύεται ἀπό τήν ἐπί τοῦ ὄρους Ὁμιλίαν τοῦ Κυρίου· «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως·» (Ματθ. 5,33-34).
Τό προκύπτον συμπέρασμα ἐκ τῆς κανονικῆς αὐτῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ρυθμίσεως διά τήν περίπτωσιν τῆς Οὐκρανίας εἶναι ὅτι ἐσφαλμένως καί ἄνευ κανονικῆς ἁρμοδιότητος καί δωσιδικίας ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξεδίκασε ἐκκλήτους καί ἔκρινε ἐπί τελεσιδίκων κανονικῶν ὑποθέσεων πρῴην κληρικῶν ἄλλης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἁρμοδίως κατέχει τούς δικαστικούς φακέλους τῶν ἐν θέματι τιμωρηθέντων Κληρικῶν , τό περιεχόμενον τῶν ὁποίων ἔδει νά ληφθῇ ὑπ’ὄψιν τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἁγίας καί Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἐπιληφθείσης τῆς Κανονικῆς ὑποθέσεως αὐτῶν ἀναρμοδίως, τροποποιοῦσα καί ἀκυρώνουσα ἀποφάσεις τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου χωρίς σχετικήν κανονικήν ἁρμοδιότητα.
Επομένως αι αποφάσεις κανονικής αποκαταστάσεως των καθηρημένων, αναθεματισμένων και αχειροτονήτων των δύο σχισματικών Δομών της Ουκρανίας, αι οποίαι προηγήθησαν της χορηγήσεως του Τόμου της Αυτοκεφαλίας είναι προδήλως άκυροι και συνεπώς η Απόφασις χορηγήσεως καθεστώτος Αυτοκεφαλίας, εις ανύπαρκτον Κανονικώς Εκκλησίαν, απαρτιζομένην από λαικούς εν σχίσματι, αποβαίνει και αυτή άκυρος.
Αυτά ασφαλώς πρέπει να καταγνωσθούν πλέον υπό Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία δι’ενεργειών Υμών των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών προς τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαίον, πρέπει τάχιστα να συνέλθη διά να αντιμετωπισθή αυτό το δυσεπίλυτον ζήτημα, το οποίον δυστυχώς ουδείς θέτει εις την πραγματικήν κανονικήν του βάσιν και κυρίως να αντιμετωπισθή ο μέγιστος κίνδυνος διασπάσεως της Εκκλησιαστικής κοινωνίας των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, με απροβλέπτους συνεπείας διά την ευστάθειαν της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού.
Παναγιώτατε και Μακαριώτατοι άγιοι Προκαθήμενοι,
Ταπεινώς αιτούμεθα, ως μέλη της Πανορθοδόξου Ιεράς Συνόδου, όπως σύμπασα η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία, συναθροισθησομένη διά των Κανονικών Επισκόπων Της εν αγίω Πνεύματι επιληφθή εν Πανορθοδόξω (το ορθότερον εν Οικουμενική Αγία Συνόδω) του φλέγοντος και πολυπλόκου από κανονικής και εκκλησιολογικής πλευράς ζητήματος του εις ούς και δι’ οίου τρόπου δοθέντος Ουκρανικού Αυτοκεφάλου, παραθεωρηθείσης της Κανονικής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εν Ουκρανία και «αποκατασταθέντων», ως μη ώφελε και αναρμοδίως, των σχισματικών, καθηρημένων, αναθεματισμένων και αχειροτονήτων «κληρικών», συγκροτησάντων την νέαν «Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ουκρανίας», τούθ’ όπερ αποτελεί «πέτραν σκανδάλου» και αναστατώνει το Χριστεπώνυμον Πλήρωμα των κατά τόπους Αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών,
Επί δε τούτοις, υποσημειούμενοι ευλαβώς, διατελούμεν,
+ Μητροπολίτης Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ
+ Μητροπολίτης Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
+ Μητροπολίτης Κυθήρων και Αντικυθήρων ΣΕΡΑΦΕΙΜ
+ Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας ΚΟΣΜΑΣ