ΛΑΡΙΣΗΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ – Τη γνώμη του σχετικά με την πρόθεση της Κυβέρνησης να φέρει προς ψήφιση νομοσχέδιο σχετικά με “γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων” κατέθεσε ο Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κατά την σημερινή έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αναλυτικά το κείμενο με τη γνώμη του Σεβασμιωτάτου:
Επί του θέματος της ανακοινωθείσας προθέσεως της Κυβερνήσεως να φέρει προς ψήφιση νομοσχέδιο με το οποίο θα προβλέπονται οι όροι συνάψεως «γάμου μεταξύ ζευγαριών ομοφυλοφίλων» και κατόπιν των όσων ακούσθηκαν διά στόματος Μακαριωτάτου, αλλά και του Αγίου Εισηγητή, Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, ευσεβάστως προάγομαι να καταθέσω την επί του θέματος γνώμη μου ως εξής:
Ο μαθητής του διάσημου νομομαθούς Ουλπιανού και νομικός σύμβουλος του Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου Μοδεστίνος (3ος αι. μ.Χ.) έδωσε τον κλασικό για το Ρωμαικό Δίκαιο ορισμό του γάμου: «Γάμος εστίν ανδρός και γυναικός συνάφεια, συγκλήρωσις του βίου διά παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία …». Υπενθυμίζω ότι το Ρωμαικό Δίκαιο είναι ένας από τους ενεργούς ιστορικούς πυλώνες της Ευρωπαικής Ενώσεως, μάλιστα δε στην εκχριστιανισμένη του μορφή, μιάς που η βασική πηγή του και η διαρκής αναφορά των νομομαθών είναι ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, δευτερευόντως δε και ο Θεοδοσιανός.
Τον ορισμό αυτόν επικαλέστηκε ο Μέγας Βασίλειος και συνέθεσε το βασικότερο πλέγμα Ιερών Κανόνων περί του Γάμου, το οποίο κυρώθηκε από την Πενθέκτη (εν Τρούλλω) Σύνοδο και το οποίο ουσιαστικά ενσωματώθηκε στην πολιτειακή νομοθεσία με το κορυφαίο νομοθετικό έργο των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων, τα Βασιλικά του Λέοντα ΣΤ´ του Σοφού. Όλοι οι Ιεροί Κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου είτε αντιγράφονται αυτούσιοι σε νομικές διατάξεις, είτε παραπέμπονται στα σχόλια των Βασιλικών ως ερμηνευτικές δικλείδες, προκειμένου να θεσπιστεί το Οικογενειακό Δίκαιο της Αυτοκρατορίας, το οποίο ίσχυσε αμετάβλητο για τον λαό μας και την παράδοσή μας από το 893, οπότε με τη Νεαρά 89 θεσπίζεται η ιερολογία του Γάμου ως μόνος τρόπος τελέσεώς του, μέχρι το 1982 οπότε με τον Ν. 1250/1982 θεσπίζεται ο πολιτικός γάμος ως ισόκυρος προς τον Θρησκευτικό. Υπενθυμίζεται ότι τότε οι αρχικές προθέσεις της Πολιτείας ήταν να καθιερώσει ως μόνο υποχρεωτικό για όλους γάμο, τον πολιτικό, με την αυτονόητη δυνατότητα να τελούν οι πιστοί και ιερολόγηση του γάμου τους. Τελικώς, καθιερώθηκε ως ισόκυρος με τον θρησκευτικό ο πολιτικός γάμος, κάτι που δικαίωσε τότε τον υπεύθυνο και συνετό αγώνα της Εκκλησίας μας. Ο πολιτειακός νομοθέτης παρέπεμψε για τον θρησκευτικό γάμο στο εσωτερικό δίκαιο των επιμέρους κατά το Σύνταγμα «γνωστών θρησκειών» κι έτσι οι Ιεροί Κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου αποτελούν τη βάση του Κανονικού μας Δικαίου περί Γάμου, αναγνωρισμένοι ως προς τη σχετική ισχύ τους και από την Ελληνική Πολιτεία.
Από τα παραπάνω προκύπτει και η πρώτη βασική μας διαφορά σε σχέση με το πως αντιμετωπίζει τον γάμο η Πολιτεία, μιάς που ενώ για εμάς ο γάμος είναι Μυστήριο και μάλιστα «μέγα εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» (Εφεσ. ε´, 31-32), για την Πολιτεία είναι απλή σύμβαση. Μπορεί για τη σύμβαση αυτή να ακολουθείται συγκεκριμένος τύπος συνάψεως, όπως επίσης και ρυθμίζεται ο τρόπος και τύπος διαλύσεώς της, όμως η Πολιτεία δεν μπορεί να ξεφύγει από την έννοια της συναλλαγής και της αντιμετωπίσεως ακόμη και της συγκεκριμένης ανθρώπινης σχέσεως ως συμβάσεως. Από αυτό προκύπτει και μια ακόμη διαφορά. Η Εκκλησία αντιμετωπίζει τον γάμο με ιερότητα και πορεύεται προς αυτόν με σεβασμό, ενώ η Πολιτεία με εξουσιαστικότητα και διεκδικεί την υποτέλεια.
Περαιτέρω η Εκκλησία μας, προκρίνοντας την ιερότητα του γάμου και σεβόμενη το Μυστήριο, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον πολιτικό γάμο, ακριβώς διότι αν και συνάπτεται μεταξύ άνδρα και γυναίκας, αποκλείει την ομολογία και παραδοχή της ιερότητας, γι᾽ αυτό και στην καθημερινότητά μας ο πολιτικός γάμος είναι αφορμή ανενδοίαστης εκμεταλλεύσεως της νομοθεσίας προκειμένου στη συνέχεια να εξομαλυνθούν καταστάσεις ή να επιτευχθούν στόχοι που οδηγούν στην τέλεση ιερολογίας του γάμου. Έτσι, τα νέα ζευγάρια προτιμούν τον πολιτικό γάμο για να επιτύχουν συνυπηρέτηση (στρατιωτικοί, εκπαιδευτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι κλπ), ή τη σύναψη κάποιου δανείου, ή την αντιμετώπιση κάποιας πρόωρης εγκυμοσύνης. Στη συντριπτική τους δε πλειοψηφία οι πολιτικοί γάμοι μετατρέπονται σε θρησκευτικούς, συνδυαζόμενοι πολλές φορές με τη βάπτιση του πρώτου παιδιού. Το υποκριτικό και ιδιοτελές του Κράτους φαίνεται στο γεγονός ότι αρνείται τη μετατροπή των πολιτικών γάμων σε θρησκευτικούς στα ληξιαρχεία επικαλούμενο το γεγονός ότι θεωρεί πως ο γάμος συνάπτεται από την πρώτη ημερομηνία τελέσεως (πολιτικού) και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα η μετατροπή του σε θρησκευτικό! Γι᾽ αυτό το λόγο και προπαγανδίζεται η πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία πως «υποχωρεί ο θρησκευτικός γάμος έναντι του πολιτικού», ότι οι «νέοι γυρίζουν την πλάτη στην Εκκλησία» και άλλα ανυπόστατα και ψευδή, τα οποία όμως επιτείνουν το αντιεκκλησιαστικό κλίμα και δημιουργούν, εσφαλμένα κοινωνικά πιστεύματα. Άρα ο πολιτικός γάμος υπάρχει για να γίνεται αντικείμενο εκμεταλλεύσεως, καθώς μέσω αυτού επιδιώκονται σκοποί, η δε αίσθηση του γνήσιου γάμου παραμένει στον θρησκευτικό.
Για τον ίδιο λόγο τίθεται στις ημέρες μας το ζήτημα της νομοθετικής μεταβολής του πολιτικού γάμου, ώστε να μπορούν να τον τελούν πλέον και ομοφυλόφιλοι. Είναι η πρώτη φορά στη μακραίωνη νομική μας παράδοση που διεκδικείται να απονεμηθεί η ονομασία γάμος σε μία σχέση πέρα από έναν άνδρα και μία γυναίκα. Κι αυτό είναι το επικίνδυνο. Όχι γιατί αναιρείται ο παραδοσιακός ορισμός του γάμου επεκτεινόμενος και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, αλλά γιατί δεν φαίνεται που μπορεί να μπεί όριο και φραγμός στην οριοθέτηση του τι είναι γάμος πλέον. Γιατί να μην ονομασθεί γάμος η αγάπη ενός ανθρώπου προς ένα βράχο, ή ενός ανθρώπου προς ένα δένδρο ή φυτό, ή ενός ανθρώπου προς ένα ζώο ή και το κατοικίδιό του; Ακόμη χειρότερα, γιατί να μην ονομάζεται γάμος η σχέση περισσότερων των δύο ανθρώπων, του ίδιου ή και των δύο φύλων, χωρίς ίσως αριθμητικό περιορισμό, αναβιώνοντας την πολυγαμική μορφή του γάμου[1]; Αν ξεφύγουμε από τον ορισμό του γάμου ως ένωση άνδρα και γυναίκας γιατί να μιλάμε για γάμο; Γιατί να μπλέκει ο νομοθέτης στη ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων;
Ο κύριος στόχος όσων διεκδικούν να ξεχειλώσει η έννοια του γάμου ώστε να συμπεριλάβει τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια είναι τα παιδιά. Ο γάμος συνεπάγεται παιδιά. Τεκνοποιία! Όπου με φυσιολογικό τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει τεκνοποιία, ο νόμος προβλέπει υιοθεσία. Στις ημέρες μας ακούγεται ο νομικά και θεολογικά απροσδιόριστος όρος τεκνοθεσία, ως εφευρημα όλων όσων συντονίζουν την επίθεση στην πυρηνική οικογένεια σε μια προσπάθεια να φανούν όσο το δυνατό πιο φυσιολογικοί.
Ένα μέρος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας διαφωνεί με το θέμα του γάμου και της αποκτήσεως παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια, αναγνωρίζοντας τα όρια που δεν επιτρέπεται να υπερβούν. Δυστυχώς οι περισσότεροι το διεκδικούν θεωρώντας πως αυτό αναιρεί την όποια προβληματικότητα της ομοφυλοφιλικής σχέσεως. Με άλλα λόγια αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν ως τεκνοθεσία, το αντιμετωπίζουν ως εισιτήριο κοινωνικής αποδοχής, ίσως και επιβολής. Κι αυτός ο στόχος επιχειρείται μεθοδικά, με όρους προπαγάνδας, συναισθηματισμού και τραγικών ψεμάτων. Όταν αυτά δεν αρκούν, επιστρατεύεται κι η ειρωνεία κι η απαξίωση κι η περιφρόνηση προς τον όποιον διαφωνούντα, τρανές αποδείξεις ελλείψεως επιχειρημάτων. Έτσι δικαιολογείται κι η οξύχολη κατηγορία καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κατά της Εκκλησίας μας για νομικό ερασιτεχνισμό. Δήλωση που απλώς αποδεικνύει τον πανικό ελλείψει επιχειρημάτων, μιάς των συντακτριών του νομοσχεδίου που πρόκειται να πάει προς ψήφιση στη Βούλη, ιδιότητα που επιμελώς περιέκρυπτε.
Στα πλαίσια συναισθηματικών εξάρσεων και πιέσεων, έφθασε μέχρι και ο Εξοχώτατος Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως να αναφερθεί σε περίπτωση (πραγματική; φανταστική;) καρκινοπαθούς που έχει συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως με άτομο του ιδίου φύλου και ταυτόχρονα είναι μητέρα παιδιού. Τι θα γίνει σε περίπτωση αποβιώσεως; Γιατί να μην παραμείνει το παιδί στη «σύντροφο» της μητέρας του; Η απάντηση είναι απλή. Το διεκδικούμενο με τον τρόπο αυτό δικαίωμα δεν έχει απονεμηθεί ούτε στα ετερόφυλα ζευγάρια είτε παντρεμένα με θρησκευτικό ή πολιτικό γάμο, είτε συνάψαντα σύμφωνο συμβιώσεως. Σε περίπτωση που δύο σύζυγοι έχουν τέκνα είτε από προϋφιστάμενο γάμο, είτε εκτός γάμου με άλλον ετερόφυλο σύντροφο, δεν τελείται αυτομάτως υιοθεσία. Σε περίπτωση αποβιώσεως του ενός συζύγου, το τέκνο του κατά προτεραιότητα το αναλαμβάνει ο επιζών γονέας κι όχι ο τελευταίος σύζυγος. Και πάλι δεν το αναλαμβάνει αυτομάτως αλλά με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία των οικογενειακών διαφορών. Δηλαδή, το Δικαστήριο αποφασίζει κατά το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου και μπορεί να ορίσει επίτροπο του τέκνου τον παππού, τη γιαγιά, τον θείο, τη θεία κλπ. Άρα δεν υπάρχει ούτε σε αυτό ανισότητα. Ανισότητα θα υπάρξει σε βάρος των πυρηνικών οικογενειών αν νομοθετηθεί το δικαίωμα που διεκδικούν τα ζευγάρια ομοφυλοφίλων. Σε κάθε περίπτωση προκρίνεται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού κι αυτό ακριβώς αναδεικνύει ότι η βασική φιλοσοφία του νομοθέτη είναι να βρεί οικογένεια για το παιδί κι όχι παιδί για το ζευγάρι. Από την άποψη αυτή η προηγούμενη ανακοίνωση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ιδίως ως προς την αντιμετώπιση των παιδιών από κάποιους ως αξεσουάρ, ήταν απολύτως πραγματική και σύμφωνη με τις συνταγματικές επιταγές για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού αλλά και της οικογένειας.
Από τα παραπάνω προκύπτει νομίζουμε επαρκώς το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται υποχρέωση του Κράτους για νομοθετική θέσπιση γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων ζευγαριών, καθώς δεν τίθεται θέμα ισότητας στο γάμο, αφού και ο γάμος κατά το άρθρο 21 του Συντάγματός μας νοείται ως ένωση άνδρα και γυναίκας. Περαιτέρω είναι γνωστό ότι δεν υφίσταται οδηγία ή οτιδήποτε άλλο από την Ευρωπαική ένωση υπέρ του γάμου των ομοφυλοφίλων, ούτε αναγνωρίζεται ως δικαίωμα από την Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ίσα ίσα, αν ήταν δικαίωμα θα είχε επέμβει το Συμβούλιο της Επικρατείας και θα είχε νομολογήσει υπερ του δικαιώματος που καταπατούνταν. Όχι μόνο δεν έχουμε τέτοια νομολογία, αλλά έχουμε αντίθετη νομολογία και μάλιστα αρεοπαγιτική με αφορμή την τέλεση πολιτικού γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων στην Τήλο[2]. Επομένως, δεν τίθεται θέμα δικαιώματος, εξ ου και τουλάχιστον άστοχη η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, με την οποία προσπάθησε να απαντήσει στην πρόταση του Μακαριωτάτου για δημοψήφισμα επί του επίμαχου θέματος. Όντως επί ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν τίθεται θέμα δημοψηφίσματος, καθώς είναι μονόδρομος η προστασία τους. Επί του προκειμένου όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με δικαίωμα, αλλά με προτίμηση, επιθυμία, προσανατολισμό, πάθος ή όπως αλλοιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η τάση αυτή.
Οφείλουμε να τονίσουμε στο σημειο αυτό ότι τα δικαιώματα αστικής καταστάσεως, αλλά και ο,τι άλλο μπορεί να διεκδικούν τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια για τη νομική κατοχύρωση/αναγνώριση της σχέσεώς τους, καλύπτεται επαρκώς από τα όσα προβλέπονται στον Ν. 4356/2015, με τον οποίο επεκτάθηκε η δυνατότητα συνάψεως συμφώνου συμβιώσεως και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Επομένως, από τη στιγμή που δεν αποστερούνται το παραμικρό, από τη στιγμή που είναι δεδομένο πως η μεγαλοπρέπεια και η ιερότητα της ιερολογίας του γάμου δεν πρόκειται ποτέ να τους απονεμηθεί, από τη στιγμή που μάλλον η σύναψη συμφώνου συμβιώσεως ενώπιον συμβολαιογράφου είναι ισχυρότερη και ασφαλέστερη από πολιτικό γάμο ενώπιον αιρετού εκπροσώπου της αυτοδιοικήσεως που μπορεί και να μην έχει την απαιτούμενη κατάρτιση, τότε γιατί διεκδικούν γάμο; Γιατί αυτή η επιμονή;
Είπαμε ανωτέρω πως σκοπός τους είναι η απόκτηση τέκνων και μάλιστα με έντονη την αναφορά στην παρένθετη μητρότητα[3]. Το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως στις δυτικές κοινωνίες, ιδίως ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτραπεί. Σχετικά πρόσφατη είναι η κήρυξη σταυροφορίας εναντίον της παρένθετης μητρότητας από το Βατικανό[4], χαρακτηρίζοντάς την «περιφρονητική διαδικασία» που μετατρέπει ένα αγέννητο παιδί «σε εμπορικό αντικείμενο trafficking». Η αντίθεση δε στην παρένθετη μητρότητα καταλαμβάνει ακόμη και τα ετερόφυλα ζευγάρια. Το Βατικανό επιμένει να ακολουθεί απόλυτες γραμμές, για τις οποίες μετά από χρόνια αναθεωρεί και αναγκάζεται να ζητήσει συγγνώμη. Στη χώρα μας, μετά και από την εξαιρετική δουλειά της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως προς την παρένθετη μητρότητα για τα ετερόφυλα ζευγάρια προβλέπεται ότι επιτρέπεται εφ᾽ όσον υφίσταται βιολογικός/ιατρικός λόγος για τον οποίον η μητέρα δεν μπορεί να κυοφορήσει το παιδί της, η παρένθετη μητέρα έχει συγγένεια με τη γυναίκα της οποίας το παιδί θα κυοφορήσει (μητέρα, αδελφή κλπ) και η όλη διαδικασία διεξάγεται σε εθελοντική βάση άνευ οιασδήποτε αμοιβής. Με τον τρόπο αυτό διασώζεται ο σεβασμός στον ερχομό ενός ανθρώπου στον κόσμο και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια γενικότερα. Αλλά και το παιδί που γεννάται έτσι, ακριβώς επειδή αποτελεί μέλος της οικογένειας, δεν μπορεί να αποπεμφθεί ή να επιστραφεί στην παρένθετη μητέρα. Παραμένει στην οικογένειά του, ικανοποιώντας τον πόθο των γονέων του για παιδί. Υπενθυμίζεται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν αντιδρά στην παρένθετη μητρότητα συλλήβδην, αλλά στην εκμετάλλευση και εμπορευματικοποίησή της καθώς έτσι προσβάλλει τη γυναίκα και δεν κατοχυρώνει το παιδί.
Κατά τους «New York Times», ο Πάπας Φραγκίσκος δήλωσε για την παρένθετη μητρότητα ότι «αυτή η αποκρουστική και περιφρονητική πρακτική πρέπει να απαγορευτεί παγκοσμίως, λόγω της εμπορευματοποίησης της εγκυμοσύνης». Κατά τον Πάπα, «η παρένθετη μητρότητα αντιπροσωπεύει μία ζοφερή και βίαιη παραβίαση της αξιοπρέπειας της γυναίκας και του παιδιού, και βασίζεται πάνω στην εκμετάλλευση καταστάσεων που έχουν να κάνουν με τις υλικές ανάγκες της παρένθετης μητέρας», κάνοντας λόγο για «εκμετάλλευση της φτώχειας γυναικών»: «Ένα παιδί δεν πρέπει ποτέ να αποτελεί τη βάση για ένα εμπορικό συμβόλαιο». Οι παραδοχές αυτές έχουν βασιμότητα μόνο στη θεώρηση της προωθήσεως της παρένθετης μητρότητας από συγκεκριμένες εταιρείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής προς αύξηση του τζίρου τους. Όμως, υπάρχει και η άποψη της δημιουργίας περιβάλλοντος αξιών γύρω από την παρένθετη μητρότητα, κατά τα όσα είπαμε παραπάνω, ώστε και η έπιστημονική πρόοδος να έχει πρακτική χρησιμότητα και να ανακουφίζει ζευγάρια που πραγματικά πονούν από την έλλειψη και ποθούν ένα παιδί.
Υπενθυμίζεται πως στην Ιταλία η παρένθετη μητρότητα είναι απολύτως παράνομη. Υπό προϋποθέσεις παρόμοιες με της χώρας μας και οπωσδήποτε χωρίς αμοιβή, επιτρέπεται η παρένθετη μητρότητα σε πολλές ευρωπαικές χώρες, μάλιστα δε στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Πορτογαλλία και την Ολλανδία. Η παρένθετη μητρότητα επ᾽ αμοιβή και μόνο για τα ετερόφυλα ζευγάρια επιτρέπεται σε ελάχιστες ευρωπαικές χώρες κυρίως του τέως ανατολικού μπλόκ, όπως η Ουκρανία, η Ρωσία και η Λευκορωσία. Πολλοί ευρωπαίοι, και ομοφυλόφιλα ζευγάρια, χρησιμοποιούν πολλές φορές παρένθετες μητέρες από τα πιο φτωχά στρώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά έναντι αμοιβής. Βεβαίως, κάποιες αμερικανικές Πολιτείες έχουν αρχίσει και νομοθετικά χαρακτηρίζουν παράνομη την πρακτική αυτή. Τον περασμένο Αύγουστο η χώρα μας βρέθηκε στη δίνη της διεθνούς δυσφημίσεως, καθώς αποκαλύφθηκε στα Χανιά η δράση εγκληματικής οργανώσεως που εμπορευόταν βρέφη προερχόμενα από «βιομηχανοποίηση των γεννήσεων». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι υπήρχαν αιχμαλωτισμένες γυναίκες που υποχρεώνονταν να λειτουργήσουν ως παρένθετες μητέρες και να κυοφορήσουν παιδιά χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Κάποιες κατέθεσαν πως υπήρχαν «πελάτες» και από το εξωτερικό.
Γιατί τίθεται θέμα παρένθετης μητρότητας αφού η κυβέρνηση δηλώνει ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να την δεχθεί; Διότι ήδη μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας δήλωσαν πως μετά την ψήφιση του σκοπούμενου νομοθετήματος, θα προσφύγουν στο Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διεκδικώντας την καταδίκη της χώρας μας σε ακόμη περισσότερα από όσα η σκοπούμενη νομοθετική μεταβολή προτίθεται να τους δώσει. Το είδαμε αυτό και με το Σύμφωνο Συμβιώσεως, το οποίο ξεκινώντας από τον Ν. 3719/ 2008 με ρητή δήλωση ότι δεν αφορά ομοφυλόφιλα ζευγάρια, τελικά έφτασε με τον Ν. 4356/2015 να επεκταθεί και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια κατόπιν καταδίκης της χώρας μας από το Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Γιατί μας καταδίκασε το Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων; Διότι με τον αρχικό Νόμο γινόταν διαρκής αναγωγή σε όρους Οικογενειακού Δικαίου, όπου δεν χωρεί διάκριση φύλου, με συνέπεια να εκτεθεί η χωρα μας. Όταν δε το 2015 ήλθε προς ψήφιση ο δεύτερος Νόμος, η αιτιολογική έκθεση απλώς εξηγούσε πως είμαστε υποχρεωμένοι να συμμορφωθούμε σε απόφαση του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Την ίδια περίοδο και η Γαλλία θέσπισε Σύμφωνο Συμβιώσεως μόνο για ετερόφυλα ζευγάρια, με όρους όμως αναγωγής στο ενοχικό δίκαιο. Οργανώσεις ΛΟΑΤΚΙ+ προσέφυγαν εναντίον της Γαλλίας στο Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και απέτυχαν παταγωδώς, καθώς το νομοθέτημα ήταν πολύ ακριβές και σωστά δομημένο, κάτι που μας κάνει να έχουμε, αν όχι υποψίες, οπωσδήποτε απορίες για την προχειρότητα του δικού μας αντίστοιχου νομοθετήματος του 2008.
Κοιτάζοντας πίσω, ακόμη και στην εποχή της μεγάλης μεταβολής στο Οικογενειακό μας Δίκαιο τη δεκαετία του ᾽80, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς τον οιωνεί προφητικό λόγο των Πατέρων μας, οι οποίοι στις τότε συνεδριάσεις της Ιεραρχίας προειδοποιούσαν για τις συνέπειες μιάς τέτοιας νομοθετικής μεταβολής στην ελληνική κοινωνία και μάλιστα στο δημογραφικό και τον εμβληματικό για την κοινωνική συνοχή θεσμό του γάμου. Ναί η Πολιτεία άσκησε και τότε το δικαίωμά της να νομοθετεί χωρίς να λάβει υπ᾽ όψη παρατηρήσεις, υποδείξεις, προτάσεις της Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας δεν έπαθε τίποτε από τη νομοθέτηση διατάξεων με τις οποίες διαφωνούσε. Εκείνος που έπαθε ήταν και είναι η κοινωνία μας, η οποία ψηλαφά σήμερα την κρίση στο γάμο και διερωτάται πως προέκυψε, αντιμετωπίζει το δημογραφικό και την υπογεννητικότητα και δεν μπορεί να βρεί ουσιαστικές λύσεις, διαπιστώνει την αύξηση των ψυχικών νοσημάτων ως συνέπεια των διαταραγμένων ανθρώπινων σχέσεων και απορεί… Και συνεχίζει να νομοθετεί μέτρα χαλαρώσεως της προστασίας του θεσμού του γάμου υποκύπτοντας σε πιέσεις είτε ομάδων είτε συμφερόντων.
Εν κατακλείδι, ευσεβάστως προτείνω η Σεπτή Σύνοδος της Ιεραρχίας, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι πάντα οι βάρβαροι περνάνε τις Θερμοπύλες, καθώς κάποιοι δεν λαμβάνουν υπ᾽ όψη τους επιχειρήματα, αλλά μόνο την ιδιοτέλεια της μικροπολιτικής και τα ωφέλη της στιγμής, και επομένως η σκοπούμενη νομοθετική μεταβολή μάλλον θα ψηφισθεί από τη Βουλή των Ελληνων, να αποφασίσει τα εξής:
Δηλώνοντας την αυτονόητη αντίθεσή μας στη σκοπούμενη νομοθετική μεταβολή, να επιδιώξουμε την προσβολή της ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την έκδοση της πρώτης εκτελεστής διοικητικής πράξεως που θα στηρίζεται επ᾽ αυτής.
Να επιμείνουμε στην αντίθεσή μας προς την εμπορευματοποίηση της παρένθετης μητρότητας, τόσο ως μήτρας προς ενοικίαση, όσο και ως πώληση ωαρίων, πιέζοντας προς την κατεύθυνση θεσπίσεως αυστηρότερης ρητής νομοθεσίας.
Να αναθέσουμε στη Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων τη σύνταξη Εισηγήσεως περί του επιτρεπτού ή μη της Βαπτίσεως τέκνων υιοθετημένων από ομοφυλόφιλα ζευγάρια, ιδίως προς αποφυγήν έμμεσης αναγνωρίσεως ομοφυλοφιλικής συζυγίας ή γονεικότητας από την Εκκλησία μας. Σε περίπτωση προτάσεως του επιτρεπτού της Βαπτίσεως, να προταθούν και όροι και προϋποθέσεις τελέσεως τέτοιων Βαπτίσεων, ώστε να αναδεικνύεται το κύρος του Μυστηρίου, χωρίς να αμαυρώνεται από τυχόν άθεσμες συναρτήσεις. Στα θέματα αυτά δεν χωρεί οικονομία.
Να ανατεθεί στην Ειδική Συνοδική Επιτροπή Πολιτιστικής Ταυτότητας η μελέτη του φαινομένου της woke και anti–woke culture, ως μορφές παραγωγής αναθεωρητικών προκλήσεων έναντι των παραδοσιακών θεωρήσεων, συσκοτίσεως και διαστροφής βασικών κοινωνικών εννοιών και υποταγής θεσμών, εννοιών και μορφών πολιτισμού στην ιστορική συγκυρία και χρησιμοθηρία.
Να κυκλοφορηθεί φυλλάδιο ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ, όπου θα περιέχονται τα βασικότερα σημεία της θαυμάσιας εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, προκειμένου να αναδειχθεί η κρυστάλινη θέση της Εκκλησίας μας και να πληροφορηθεί επαρκώς το χριστεπώνυμο πλήρωμα όλες τις παραμέτρους του ζητήματος.
Η Εκκλησία υπάρχει για να διασφαλίζει την αλήθεια όπως εξήλθε από το αψευδές στόμα του Χριστού. Δεν μπορεί να εκφράζεται με βάση τα μικροπολιτικά παιχνίδια, τον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλεια της ιστορικής συγκυρίας. Η ευθύνη των ψυχών που πάντοτε μας βάραινε, είναι το κριτήριο στη λήψη των αποφάσεών μας, καθώς και η μετά φόβου Θεού, Πίστεως και αγάπης διακονία των ανθρώπων.
Εξαιτούμενος των Θεοπειθών ευχών Σας, διατελώ
Αθήνα, 23 Ιανουαρίου 2024
[1] Κατά δηλώσεις προθέσεων της προέδρου του «ουράνιου τόξου» Στέλλας Μπελιά.
[2] Απόφαση Αρείου Πάγου υπ᾽ αριθ. 1428/2017.
[3] Ενδεικτικές οι από 06.10.2023 δηλώσεις του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανου Κασσελάκη.
[4] Στην έτήσια ομιλία του Πάπα Φραγκίσκου προς τους διαπιστευμένους στο Βατικανό πρεσβευτές την Δευτέρα 08.01.2024.