ΚΑΛΕΣΜΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-Η Εβδομάδα Ιερατικών Κλήσεων αποτελεί μια ξεχωριστή περίοδο περισυλλογής και προσευχής, την οποία έχει καθιερώσει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Κατά τη διάρκειά της, οι Ιερές Μητροπόλεις της χώρας πραγματοποιούν δράσεις και εκδηλώσεις, απευθυνόμενες σε νέους που επιθυμούν να αφιερώσουν τη ζωή τους στη διακονία του Θεού και του ανθρώπου μέσω του ιερατικού αξιώματος.
Αποκορύφωμα της εβδομάδας αυτής είναι η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, η οποία φέτος εορτάζεται στις 23 Μαρτίου 2025. Με αφορμή αυτή την ημέρα, η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε Εγκύκλιο, με την οποία καλεί το Χριστεπώνυμο πλήρωμα να συλλογιστεί τη σημασία της ιερωσύνης. Παράλληλα, απευθύνεται στους γονείς και τους πνευματικούς καθοδηγητές, ζητώντας να στηρίζουν όσους αισθάνονται το θείο κάλεσμα.
Στο μήνυμά της, η Εκκλησία τονίζει τη σημασία της προσευχής, ώστε ο Θεός να αναδείξει άξιους κληρικούς, εμπνευσμένους από την ευαγγελική και πατερική παράδοση. Σε μια εποχή γεμάτη προκλήσεις, η ανάγκη για φωτισμένους ποιμένες είναι πιο επιτακτική από ποτέ, καθώς αυτοί καλούνται να καθοδηγήσουν πνευματικά το λαό του Θεού, με αγάπη, ταπείνωση και θυσιαστική προσφορά.
Αναλυτικά η Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου η οποία θα διαβαστεί στους ναούς την προσεχή Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως:
“Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας μας μετά πολλής χαράς επικοινωνεί μαζί σας, για να σας υπενθυμίσει ότι σήμερα, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, προβάλλεται, όλως ιδιαιτέρως, ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός προς στηριγμόν των πιστών, καθώς και το σπουδαίο θέμα των Ιερατικών Κλήσεων, το οποίο όπως γνωρίζετε έχει μεγάλη σημασία για την ζωή και την πορεία της Εκκλησίας.
Κατά την παρούσα Κυριακή υψώνεται ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός του Χριστού και καλούμεθα να τον προσκυνήσουμε. Να εκφράσουμε δηλαδή την αγάπη, την πίστη, και την ευχαριστία μας προς τον Κύριο, ο Οποίος θυσιάσθηκε για την σωτηρία μας.
Στο μυστήριο του Σταυρού μετέχουμε αυτοβούλως με την πίστη, την μετάνοια και την αγάπη, που ως άνωθεν δωρήματα κατέρχονται από τον Πατέρα των Φώτων. Ως εκ τούτου, κάθε πιστός, ο οποίος ελεύθερα αποδέχεται την δύναμη και το φως του Σταυρού του Χριστού, καθίσταται και ο ίδιος δυνατός, ειρηνικός, φωτεινός, κοινωνός Πνεύματος Αγίου. Και διδάσκεται, από την κάθετη διάσταση του Σταυρού, να αγαπά τον Θεό και Σωτήρα μας, ο Οποίος πρώτος μας αγάπησε. Και από την οριζόντια διάσταση του Σταυρού μαθαίνει να αγαπά τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό, ως εικόνα του Θεού. Έτσι θεμελιώνεται η συναρμογή ανάμεσα στους ανθρώπους. Και με τον αγώνα να διατηρήσουμε την μεταξύ μας ενότητα και αγάπη, κατανοούμε ότι όσο πιό πολύ βιώνουμε ως δώρο και ως χάρη το προνόμιο να συνυπάρχουμε με τον Θεό και τον άνθρωπο, τόσο περισσότερο αποκτά νόημα και προσλαμβάνει νέες διαστάσεις η ίδια η ύπαρξή μας.
Ο Τίμιος Σταυρός είναι η Ζωή και η Ανάστασή μας. Στην Εκκλησία κάθε αγιαστική πράξη και ευλογία τελείται με την δύναμη του Σταυρού, ο Οποίος είναι το θυσιαστήριο και ο Θρόνος του Θεού, η Δόξα και το σημείο της Παρουσίας Του, το σημείο καταλλαγής Θεού και ανθρώπου.
Επομένως, λίαν καλώς η Εκκλησία μας θέσπισε κατά την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως να αναδεικνύει το θέμα των Ιερατικών Κλήσεων, καθότι, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί από λόγιο Κληρικό των καιρών μας: «ο Ιερεύς δεν είναι άνθρωπος, αλλά η θυσία ενός ανθρώπου που προστίθεται στην θυσία του Γολγοθά». Έτσι, Σταυρός και Ιερωσύνη συνδέονται και δεικνύουν το βάθος της αγάπης του Θεού που φανερώνεται με την θυσία του Ιησού Χριστού.
Τι σημαίνει, όμως, Ιερατική Κλήση;
Πολύ σύντομα θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το κάλεσμα, η πρόσκλησις του Θεού στον άνθρωπο, ο οποίος επιθυμεί, έχει την κλίση, την έφεση, την διάθεση να υπηρετήσει με πιστότητα, ταπεινοφροσύνη, τιμιότητα, αγνότητα και αγάπη θυσιαστική το Άγιο Θυσιαστήριο, την Εκκλησία, τους πιστούς ως μέλη του Σώματος του Χριστού και αδελφούς του εν Κυρίω.
Η Εκκλησία, από τους αποστολικούς χρόνους, μεταδίδει το χάρισμα της Ιερωσύνης του Χριστού, διά των Επισκόπων Της, στους νέους Κληρικούς, οι οποίοι με την χειροτονία τους καθίστανται φορείς αυτού του πνευματικού χαρίσματος, λειτουργοί των Μυστηρίων, κήρυκες του Ευαγγελίου, πατέρες πνευματικοί και αδελφοί των πιστών, συνεργοί Θεού, διάκονοι της σωτηρίας των ανθρώπων.
Όμως, πέραν της αποστολικής διαδοχής, η Εκκλησία προσπαθεί να μεταδώσει στους ποιμένες και λειτουργούς Της και τον αποστολικό τρόπο ζωής, δηλαδή την αποστολική και πατερική πίστη και διδαχή· το ήθος και την πνευματικότητα των Αγίων, την ιερατική συνείδηση και αυτογνωσία· το δέος και τον σεβασμό στο μυστήριο της Ιερωσύνης, άνευ του οποίου δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία καί, επομένως, σωτηρία για τον άνθρωπο. Καθότι, με την Ιερωσύνη λαμβάνουμε στην βάπτισή μας το χάρισμα της θεϊκής υιοθεσίας και γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού, τον Οποίο ενδυόμεθα ως φως και ως χάρη. Με την Ιερωσύνη συγχωρούνται οι αμαρτίες μας, ιερουργείται η θεία Ευχαριστία, ώστε να γινόμαστε σύσσωμοι και σύναιμοι Χριστού, και κατέρχεται ο ουρανός στην γη ως πρόγευση της Βασιλείας του Θεού. Ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει χαρακτηριστικά ότι: «τό έργο της Ιερωσύνης επιτελείται μέν πάνω στην γή, εξισώνεται όμως με το έργο των αγγελικών Δυνάμεων».
Γι’ αυτό άς παρακαλούμε θερμά τον Κύριο να δίνει στην Εκκλησία Κληρικούς αξίους της αποστολής τους, οι οποίοι να εμπνέονται από την ευαγγελική και πατερική ζωή και παράδοση. Τοιουτοτρόπως θα αναζωπυρώνουν το χάρισμα της Ιερωσύνης τους, καθότι, όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «η Ιερωσύνη είναι κάθαρσις του νού· φέρνει κοντά στον Θεό τον άνθρωπο και στον άνθρωπο τον Θεό». Οι υποψήφιοι Κληρικοί μας χρειάζονται συμπαράσταση και ενίσχυση. Ως εκ τούτου, οι πνευματικοί Πατέρες και οι γονείς άς μη διστάζουν να ενθαρρύνουν και να προτρέπουν τους νέους, οι οποίοι έχουν έφεση για την Ιερωσύνη καί, βεβαίως, τις απαραίτητες προς τούτο προϋποθέσεις, να αποδεχθούν το κάλεσμα του Θεού και να διακονήσουν ως Ιερείς την Εκκλησία και τον αποπροσανατολισμένο άνθρωπο της εποχής μας.
Αγαπητοί, ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του υπέβαλε τρείς φορές στον Απόστολο Πέτρο το ερώτημα εάν Τον αγαπά περισσότερο από τους άλλους Μαθητές. Ο Πέτρος απερίφραστα ομολόγησε: «Ναι, Κύριε, σύ οίδας ότι φιλώ σε»· και τότε ο Κύριος του ανέθεσε την διαποίμανση των πιστών (Ιω. 21, 15 18). Θεωρούμε ότι το ίδιο ερώτημα θέτει ο Χριστός προς όλους τους Κληρικούς της Εκκλησίας Του. Άς ευχηθούμε κάθε Ιερεύς να μπορεί να αποκριθεί όπως ο Πέτρος: «Ναι, Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ». Και όποιος αγαπά αληθινά τον Χριστό είναι αδύνατον να μη αγαπά και τους αδελφούς του Χριστού, ολόκληρη την Εκκλησία, όλη την ανθρωπότητα.
Είθε η δύναμις και η χάρις του Σταυρού του Χριστού να εμπνέει όλους όσοι αισθάνονται την κλήση του Θεού για την Ιερωσύνη, ώστε να αναδειχθούν Ιερείς πίστεως, αγάπης και θυσίας, άξιοι της κλήσεώς τους και με συνείδηση ακατάγνωστη για να δοξάζεται ο Θεός, ο Οποίος δοξάζει, αγιάζει και θεώνει αυτούς που Τον δοξάζουν”.