«Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Πρόεδρός της Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.Ιερώνυμος απηύθυναν ύστατη έκκληση προς το σύνολο του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων,της ευθύνης και της αποστολής του και να αποσύρει το επίμαχο νομοσχέδιο,επιδεικνύοντας τουλάχιστον ανάλογο ενδιαφέρον για τα κρίσιμα προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία,τον λαό και το Έθνος μας.
Του Χάρη Κονιδάρη, εκπροσώπου Τύπου του Αρχιεπισκόπου Αθηνών
Γιατί το νομοσχέδιο προκαλεί το αίσθημα της κοινωνίας,τορπιλίζει τον θεσμό της οικογένειας και εξουθενώνει απόλυτα το ανθρώπινο πρόσωπο,παραβιάζοντας συθέμελα την κοινή λογική και παίζοντας κυριολεκτικά στα ζάρια την ψυχική ισορροπία και τα ανθρώπινα δικαιώματα συνανθρώπων μας χωρίς πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα.
Η Εκκλησία αντιλαμβάνεται και κατανοεί,με όρους αγάπης και όχι επίδειξης φθηνού,ανέξοδου και ιδιοτελούς θεωρητικού ψευδοπροοδευτισμού, τη διαφορετικότητα του κάθε ανθρώπινου προσώπου.
Σέβεται πλήρως την ελευθερία των επιλογών του,το αυτεξούσιό του.
Και το στηρίζει απόλυτα και ανιδιοτελώς,αδιακρίτως και ανεξαρτήτως του όποιου προσανατολισμού του,
γιατί αποτελεί,εφόσον το ίδιο το επιθυμεί,μέλος του ποιμνίου της.
[irp posts=”375762″ name=”Χάρης Κονιδάρης: Οι αρχές της Εκκλησίας δεν είναι αλά καρτ””]
Άλλο όμως αυτό και άλλο η ιδεολογική,δια του νόμου,προβολή της διαφορετικότητας ως θέσφατου,η,με πανηγυρικό τρόπο,νομοθετική έγκρισή της ως πρότυπης κοινωνικής συμπεριφοράς,στην οποία και η Εκκλησία αντιτίθεται.
Φυσικά,μεταξύ άλλων,όλη αυτή η υπόθεση αναδεικνύει για μία ακόμη φορά με καθαρότητα σε κάθε αντικειμενικό παρατηρητή ένα από τα ακραία φασιστικά παράδοξα της παρωχημένης πλέον στον ελεύθερο κόσμο «πολιτικής ορθότητας»,την οποία μία στενόψυχη και επαρχιώτικη εγχώρια δήθεν ελίτ,που απλά πιθηκίζει ο,τιδήποτε προέρχεται από χώρες με άλλη ιστορία και άλλες παραδόσεις και ήθη, προτάσσει ως την δική της «Αγία Γραφή».
Χρησιμοποιώντας ανερυθρίαστα για την επίτευξη της ατζέντας της τα ζητήματα μικρών ομάδων ταλαιπωρημένων και αδικημένων συνανθρώπων μας,τα οποία υποτίθεται ότι ως «προστάτης» προωθεί,την ίδια στιγμή που ουδέν πράττει για αυτά καθαυτά τα προβλήματα της καθημερινής βιοτής τους.
Έτσι λοιπόν,όταν η Εκκλησία και ο Αρχιεπίσκοπος ομιλούν,όπως έχουν το δικαίωμα-το αυτό που έχει κάθε πολίτης και κάθε φορέας και κάθε θεσμός σε αυτόν τον τόπο-και την υποχρέωση απέναντι στον λαό,»παρεμβαίνουν ανεπίτρεπτα» ή «διεκδικούν ρόλους ξένους» ή «εκπέμπουν μηνύματα ρατσιστικά και μισαλλόδοξα».
Γιατί η συνταγματικά κατοχυρωμένη για όλους ανεξαιρέτως ελευθερία λόγου είναι γι’αυτούς ειδικά περιορισμένη και καλύτερη θα ήταν η σιωπή τους και το φίμωτρο,αφού τα λεγόμενά τους δεν είναι «αρεστά» στην εγχώρια δήθεν ελίτ.
Όταν όμως ομιλεί ο οποιοσδήποτε άλλος-ακόμη και αυτός που υβρίζει,προσβάλλει ή βαρύτατα συκοφαντεί την Εκκλησία και τους λειτουργούς της-η ελευθερία λόγου του είναι απεριόριστη και απαραβίαστη και «ιερή» και πρέπει ως «αρεστή» να επιβάλλεται σε όλους ανεξαιρέτως.»