του Πάνου Μπαΐλη: «Σε όποια θέση, όσο ψηλά και αν μας τοποθετήσει η Εκκλησία, πρέπει πρώτα απ όλα να ξέρουμε ότι αρχηγός είναι ο Χριστός μας. Οποιος θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να μάθει να είναι διάκονος των άλλων ανθρώπων». Με τη φράση αυτή, λίγο μετά την εκλογή του, στις 7 Φεβρουαρίου του 2008, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έδινε το στίγμα του ως προκαθήμενος πια της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Και όσοι έσπευσαν να ρωτήσουν για τον προκάτοχό του Χριστόδουλο περιορίστηκε σε πέντε λέξεις: «Θα τον κρίνει η ιστορία». Και από τότε επαναλαμβάνει συχνά την ίδια θέση αποφεύγοντας να κρίνει τον βίο και την πολιτεία του μακαριστού αρχιεπισκόπου που έφερε με ορμή την Εκκλησία στο προσκήνιο προκαλώντας αντιδράσεις εντός και εκτός Ιεράς Συνόδου.
Σε αντίθεση με τον Χριστόδουλο, επέλεξε να μείνει στο διαμέρισμα που είναι πάνω από το γραφείο του στην Αρχιεπισκοπή, αφήνοντας στην ουσία κλειστή την αρχιεπισκοπική έπαυλη στο Ψυχικό που είχε αναπαλαιωθεί, στέλνοντας ένα μήνυμα σεμνότητας προς όλους.
Τα αγκάθια που κληρονόμησε
Τα αγκάθια για τον κ. Ιερώνυμο ήταν πολλά:
Οι σχέσεις με το Φανάρι ήταν στο χειρότερο σημείο με αφορμή τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριάρχη στις λεγόμενες Νέες Χώρες. (Πρόκειται για περιοχές που ελευθερώθηκαν μετά το 1912).
Το κλίμα στο εσωτερικό της Ιεραρχίας ήταν επίσης τεταμένο. Οι μητροπολίτες είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, τους «Χριστοδουλικούς» και μη προκαλώντας εντάσεις στους κόλπους της Συνόδου.
Σε πολύ κακό σημείο βρίσκονταν και οι σχέσεις με την Πολιτεία, αφού ο Χριστόδουλος συνήθιζε να μιλάει για τα πάντα κατηγορώντας ανοικτά τους πολιτικούς, τους Ευρωπαίους, τους Αμερικανούς, τους ανθρώπους του πνεύματος.
Ο Ιερώνυμος επέλεξε να ακολουθήσει άλλο δρόμο. Από την πρώτη στιγμή της εκλογής του εγκατέλειψε το δόγμα της «εθναρχούσης Εκκλησίας» προβάλλοντας την αρχή της συνοδικότητας και την ενίσχυση της ενότητας της ιεραρχίας.
Σε αυτές τις θέσεις είχε αυτή τη φορά υποστηρικτές μητροπολίτες με ειδικό βάρος οι οποίοι είχαν πρωτοστατήσει στην εκλογή του, όπως οι: Ιωαννίνων Θεόκλητος, Καβάλας Προκόπιος και Περιστερίου Χρυσόστομος.
Το περίεργο είναι ότι οι δύο πρώτοι από τη θέση των υπευθύνων για τα οικονομικά είχαν καταλογίσει στον Ιερώνυμο κακοδιαχείριση και μάλιστα τότε, μετά το θάνατο του Σεραφείμ, είχαν υποστηρίξει τον Χριστόδουλο για τον θρόνο του Αρχιεπισκόπου.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι σχέσεις τους με τον Ιερώνυμο ήταν καλές. Στη συνέχεια τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους, χωρίς ποτέ να φτάσουν στα άκρα.
Στον Ιερώνυμο συμπαραστάθηκαν στην προσπάθειά του να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ακόμη και μητροπολίτες οι οποίοι δεν τον είχαν ψηφίσει. Επισκέφθηκε το Φανάρι όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και όλα λύθηκαν μέσα σε λίγες ώρες.
Ο κ. Βαρθολομαίος αν και είχε χαρακτηρίσει την Εκκλησία της Ελλάδος «λαίμαργο άμπελο» και «μητροκτόνο» βρήκε στο πρόσωπο του Ιερώνυμου τον άνθρωπο που θα ακολουθούσε την οδό του «κατευνασμού, της αγάπης και του σεβασμού προς τη μητέρα Εκκλησία».
Ετσι έκλεισε μία πληγή που ταλαιπώρησε τουλάχιστον για τρία χρόνια τις δύο Εκκλησίας, και τα υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας.
Το άλλο μεγάλο θέμα ήταν οι κακές σχέσεις που είχε η Αρχιεπισκοπή με την Πολιτεία λόγω των δυναμικών παρεμβάσεων Χριστόδουλου ακόμη και για τα εθνικά θέμα.
Ο Ιερώνυμος διακήρυξε τους διακριτούς ρόλους και διαβεβαίωσε ότι δεν διεκδικεί να γίνει εθνάρχης!. Είχε επαφές με όλους τους πολιτικούς, συνέφαγε μαζί τους και απέφυγε να κάνει «αιχμηρές δηλώσεις» ακόμη και για το μνημόνιο.
Ιδια τακτική ακολούθησε και στην Ιεραρχία. Δεν ήρθε σε κόντρα με κανέναν και βεβαίως ούτε με τον Σπάρτης Ευστάθιο που ήταν ο βασικός του αντίπαλος στις εκλογές για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Δεν αναμείχτηκε -τουλάχιστον φανερά- στις εκλογές νέων μητροπολιτών, ενώ κράτησε αποστάσεις από εσωτερικές διαμάχες.
Παρά την πραότητά του όμως από την πρώτη στιγμή φρόντισε να αποσυνδέσει την αρχιεπισκοπή από δομές που είχε στήσει ο Χριστόδουλος. Αντικατέστησε την «Αλληλεγγύη» τον φορέα που είχε αναλάβει το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας με την «Αποστολή» τοποθετώντας δικούς του ανθρώπους.
Ενίσχυσε και αναδιοργάνωσε τη Ναοδομία για την οποία είχαν ακουστεί πολλά, τοποθετώντας άφθαρτους κληρικούς. Διατήρησε τους ξενώνες για συγγενείς ασθενών και κακοποιημένες γυναίκες που είχε δημιουργήσει ο Χριστόδουλος και αύξησε τα συσσίτια για τους απόρους.
Ηταν δε αρκετές οι νύχτες που έπαιρνε τον οδηγό του τον κ. Βλάση και περιφέρονταν χωρίς κάμερες και φωτογράφους στο κέντρο της Αθήνας συνομιλώντας με χρήστες και άστεγους.
Σε αντίθεση με τον Χριστόδουλο, ο κ. Ιερώνυμος απέφευγε τις κάμερες και τη δημοσιότητα για να μην προκαλεί.
Κρατώντας χαμηλούς τόνους -σε αντίθεση με τον προκάτοχο του- κατάφερε να ενεργοποιήσει όλα τα σχέδια για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας ιδρύοντας την «Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας Α.Ε.» με τις ευλογίες αυτή τη φορά της Πολιτείας η οποία βλέπει με καλό μάτι την έντονη δραστηριοποίηση του συνόλου της Ιεραρχίας σε κοινωνικό επίπεδο.
Στην προσωπική του ζωή ο Ιερώνυμος παρέμεινε σταθερός στις αξίες που είχε ασπαστεί από νεαρός μοναχός.
Αποφεύγει τα πολυτελή εστιατόρια και τις διακοπές. Εξακολουθεί να τρώει «προβατίνα στα κάρβουνα» και βεβαίως να καλεί σε δείπνο φίλους στο διαμέρισμα του στην Αρχιεπισκοπή, όπου δεν υπάρχει σεφ,αλλά μαγειρεύει για τον ίδιο και τους καλεσμένους του η σύζυγος του οδηγού του.
Οι πόρτες της Αρχιεπισκοπής είναι ανοικτές για όλους τους πολιτικούς και έχουν περάσει από εκεί πάρα πολλοί. Ακόμη και ο γραμματέας του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας τον επισκέφθηκε.
Παλιότερα λένε ότι τον είχε επισκεφτεί και ο Αλέξης Τσίπρας, αν και κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται…Στους επισκέπτες του, ανήκει επίσης ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος και οι περισσότεροι υπουργοί.
Ο κ. Ιερώνυμος αν και αποφεύγει να μιλά για πολιτικά πρόσωπα, δεν κρύβει την συμπάθειά του για τον Αντώνη Σαμαρά, στο πρόσωπο του οποίου βρίσκει τον πολιτικό που τον στηρίζει.
Who is who
Ο κ. Ιερώνυμος -κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης- γεννήθηκε το 1938 στα Οινόφυτα Βοιωτίας.
Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής (Τμήμα Αρχαιολογίας) και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στο Gratz Αυστρίας και στο Regensburg και το Μόναχο της Γερμανίας.
Εργάσθηκε ως πανεπιστημιακός βοηθός στην Αρχαιολογική Εταιρεία στην Αθήνα και ως φιλόλογος στη Λεόντειο Σχολή της Νέας Σμύρνης, στο 9ο Νυκτερινό Γυμνάσιο Αθηνών, καθώς και στο Γυμνάσιο της Αυλώνος. Εγκατέλειψε την πανεπιστημιακή του καριέρα μετά την ένταξή του στον ιερό κλήρο.
Το 1981 εξελέγη μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας, ενώ το 1998 διεκδίκησε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο χωρίς να καταφέρει να εκλεγεί.