Επιμέλεια -Γιάννης Παπανικολάου –ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Με μία λεπτομερή περιγραφή της μορφής της Οσίας Μαρίας Αιγυπτίας και της βαθιάς μετάνοιας της ο μητροπολίτης Φαναρίου κ. Αγαθάγγελος προσεγγίζει το χθες και το σήμερα και τη σωτηρία του ανθρώπου μέσα από την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.
Αναλυτικά το άρθρο :
Η ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΥΜΝΟΤΗΤΑ
ἤ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
(ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΒΙΟ
ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου
Γενικού Διευθυντού Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει καί τιμᾶ την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών τήν ἱερά μνήμη μιᾶς ἁγίας γυναικός, τῆς Ὁσίας Μητρός ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ξεκίνησε ἀπό τήν περιθωριακή ζωή καί τελειώθηκε στήν ἄσκηση. Ὁ βίος της εἶναι μιά ἀκραία ὁσιακή ἱστορία, ἱστορία ἀδαμικῆς γυμνότητας, φυσικῆς καί ψυχικῆς ἀπάθειας, ἀποβολῆς τῶν ἀνθρωπίνων ἰδιωμάτων, ἐγκαταλείψεως τῶν ἰδίων νοημάτων καί θελημάτων, ἀνακλήσεως τῆς ἀρχαίας ὑγείας τῆς ψυχῆς, ἱστορία τῆς παρθενίας τοῦ σώματος καί τοῦ πνεύματος, ἱστορία καταδύσεως στό ἄπειρο βάθος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού ἑορτάζεται πρός τό τέλος τῆς Σαρακοστῆς, γιά ἐξέγερση καί βαθύ προβληματισμό, γιατί ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἔζησε τό χάος τῆς ἁμαρτίας καί ἀπεκάλυψε τό νόημα τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας καί συγγνώμης, ζώντας σαράντα ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.
Ἀπεκάλυψε τό πόσο ἀπέραντη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς τούς ἀδύναμους καί ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους. Τό πόσο ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ δρόμοι πού κατασκευάζει ὁ Θεός μέσα ἀπό τήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς, γιά νά ὁδηγήση τόν καθένα μας στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Τό μέ πόση ταπείνωση, πραότητα καί μακροθυμία ἑτοιμάζει καί ἀναμένει τήν μετάνοια τοῦ καθενός μας.
Πολλές φορές ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέσα στό Εὐαγγέλιο ἐπαναλαμβάνει, ὅτι οἱ “τελῶναι καί αἱ πόρναι προάγουσιν ἡμᾶς εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”, καί ἡ ἄποψη αὐτή ξενίζει τούς Φαρισαίους κάθε ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι σκανδαλίζονται ἐπί πλέον, γιατί ὁ Ἰησοῦς δέν περιφρονεῖ, ἀλλά ἀγκαλιάζει τούς ἁμαρτωλούς.
Ὁ Χριστός προβαίνει στήν προσφορά ἑνός νέου Νόμου χάριτος καί φιλανθρωπίας. Ἀποκαλύπτει στόν λαό Του ἕνα Θεό ἀγάπης καί συγγνώμης. Ἕνα Θεό σώζοντα τόν κόσμο. Ἕνα Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ πατέρας, ὁ φίλος, ὁ ἀδελφός, ὁ ὑπερασπιστής τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Κύριος παραμερίζει ὅλα τά ἀνθρώπινα τεκμήρια καί ἀπευθύνεται στόν κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο. Ἔτσι Τόν βλέπουμε, στό Εὐαγγέλιο, νά ἐμπιστεύεται τήν μοιχαλίδα γυναίκα. Δέν πηγαίνει ἀντίθετα στόν Νόμο, ἀλλά ἀντιμετωπίζει τήν γυναίκα πέρα ἀπό τά φαινόμενα. Ἡ μοιχαλίδα εἶχε καταδικασθῆ σέ λιθοβολισμό. Ὁ Χριστός τήν ἐλευθερώνει, τήν ἀφήνει νά φύγη ἀναστημένη σέ μιά νέα ζωή. Εἶδε τήν καρδιά της, μίλησε στόν βαθύτερο ἑαυτό της. Τά φαινόμενα ξεπεράσθηκαν ἀπό μιά μεγάλη καί σωτηριώδη ἀλήθεια: τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου.
Τό “προνόμιο” ἑνός ἀνθρώπου πού πουλάει τό σῶμα του, τόν ἑαυτό του, καί προσποιεῖται τήν ἀγαπητική σχέση, εἶναι οἱ ἐμπειρίες τῆς ζωῆς του καί τό βίωμα τῆς κολάσεως. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τήν μεγαλύτερη κόλαση. Γιατί πραγματικά ὁ ἄνθρωπος πού ὑποβιβάζει τήν ἱερώτερη σχέση καί τήν κάνει ἀντικείμενο συναλλαγῆς, ζεῖ τήν πιό μεγάλη τραγωδία. Ἀρνεῖται οὐσιαστικά τήν κοινωνία καί τήν δημιουργία.
Ἡ τρομακτική ὅμως ἐμπειρία τῆς κακῆς ἀλλοιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά γίνη ἀφετηρία γιά μιά νέα ζωή. Αὐτό συνέβη καί μέ τήν Ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, πού ἔθεσε ὡς μοναδικό σκοπό τῆς ζωῆς της τήν μετάνοια καί τήν συγγνώμη.
Ἡ μνήμη μιᾶς Ἁγίας γυναικός, πού ἦταν πόρνη στόν πρότερό της βίο, μᾶς κάνει νά ἐμβαθύνουμε στό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας.
Τί ἀνοίγει ἀπό μέρους μας τόν δρόμο πρός τόν Κύριο, πού ἔρχεται νά σταυρωθῆ γιά τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, ἤ τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει; Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀρετή, ἡ σοφία καί δύναμή μας, ὅλη ἐκείνη ἡ ἀξιόμισθη φλυαρία καί πολυπραγμοσύνη σέ κάποιο σχῆμα τυπικῆς θρησκευτικότητας καί ἐπιβαλλόμενου ἠθικισμοῦ, ἤ οἱ οἰκτιρμοί καί τά ἐλέη, ἡ χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔρχεται μέ ὑπερβολή ἐρωτικῆς ἀγαθότητας, γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο;
Ὁ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μᾶς μαθαίνει, ὅτι ἐκεῖνο πού εἶναι ἀπαιτητό ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας ἤ ἡ ἀπόγνωση ἀπό τόν ἑαυτό μας, πού μᾶς στρέφει, ὅταν μᾶς κατακαίει ἡ δίψα τῆς προσωπικῆς ἐπικοινωνίας καί τῆς ἀγάπης καί μᾶς φλογίζη ὁ ἄνθρωπος τῆς ὀδύνης καί τοῦ θείου πόθου, στήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Δέν μποροῦμε νά ἐλπίζουμε στόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά ἔχουμε πεποίθηση μόνο στόν Θεό, πού ἐγείρει τούς νεκρούς, “τούς νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ”. Ἐκεῖνο πού τελικά μᾶς σώζει εἶναι ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σφραγίζει τό μυστήριο τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰωνιότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Κανένας δέν ἔχει ἐκπέσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οὔτε καί μιά πόρνη. Γιατί ὁ ἄνθρωπος καί μέσα στήν ἁμαρτωλότητά του, ἀκόμη καί στά ἔσχατα ὅρια τῆς ἀξιοπρέπειάς του, δέν παύει νά εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ, καί γιατί “δέν εἶναι κακό ἡ γυναίκα, ἀλλά ἡ πορνεία”, γράφει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός. Μποροῦμε καί πρέπει νά μισοῦμε τήν πορνεία, ἀλλά ὀφείλουμε νά ἀγαπᾶμε τήν πόρνη, πού δέν παύει νά εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κι ὅταν φέρνει τήν πληγή καί τήν ὀδύνη τῶν πταισμάτων της. Ἄλλωστε ποιός μπορεῖ νά μᾶς βεβαιώση, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅ,τι πράττει ἤ ὅτι εἶναι ἐλεύθερος στίς πράξεις του ἤ ἀγαπᾶ αὐτό πού πράττει;
Ἡ Ὁσία Μαρία γίνεται τύπος τῶν πιστῶν, πού τόσο παγιδεύονται στόν πειρασμό τῆς αὐτοδικαίωσης καί τῆς αὐτάρκειας, γιατί δίνει αὐτό πού εἶναι: τό εἶναι της γυμνό, γιά νά τό ἐνδύση καί πάλη ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δίνει ἀκριβῶς αὐτό πού γνωρίζει καί περιμένει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο: τήν ἄβυσσο τοῦ μυστηρίου τῆς καρδιᾶς, τήν μετάνοια, ἡ ὁποία μᾶς σώζει καί μᾶς ἁγιάζει.
Τό πρότυπο στό ὁποῖο ἀπέβλεπε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία δέν ἦταν ἡ πληρότητα τῆς ἠθικῆς αὐτάρκειας, ἀλλά ὁ θρῆνος τῆς ἀδιάκοπης μετάνοιας, βεβαίωση τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στήν ἁμαρτία, πού προϋποθέτει μιά προσωπική καί βαθειά αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Αὐτό πού μετράει εἶναι, ὅτι ἡ ἀρετή ὑπάρχει γιά τήν ἀλήθεια καί ὄχι ἡ ἀλήθεια γιά τήν ἀρετή. Αὐτό σημαίνει, ὅτι πρέπει νά ἀντιληφθοῦμε, νά ζήσουμε τήν μετάνοια μέ αὐθεντικά ὀρθόδοξο τρόπο.
“Ὁ αἰσθηθείς τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν, κρείττων ἐστί τοῦ ἐγείροντος τούς νεκρούς” καί αὐτό σημαίνει ὄχι ἁπλῶς “νά πουλήσουμε ὅ,τι ἔχουμε” – κατά τόν εὐαγγελικό λόγο – ἀλλά “νά πουλήσουμε ὅ,τι εἴμαστε”. Νά τί λέγει ἡ Ὁσία Μαρία στόν Ἀββά Ζωσιμᾶ κατά τήν συνάντησή τους στήν ἔρημο: “Γιά ποιό λόγο ἦλθες ἄνθρωπε σέ μένα τήν ἁμαρτωλή; Γιά ποιό λόγο θέλησε νά δῆς μιά γυναίκα γυμνή ἀπό κάθε ἀρετή;”
Σέ ὁλόκληρη τήν πατερική παράδοση καί διδασκαλία τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται σέ ὁρισμένες ἀντικειμενικές βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε σέ τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται σέ μιά βαθύτερη καί καθολική ἀλλαγή στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μιά παροδική συντριβή ἀπό τήν συναίσθηση διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας, ἀλλά μιά μόνιμη πνευματική κατάσταση, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί συνεχῆ διάθεση γιά ἀνόρθωση, θεραπεία καί ἀνάληψη τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος.
Μετάνοια εἶναι ἡ ἀλλαγή τοῦ νοῦ, τό νέο φρόνημα, ἡ δυναμική μετάβαση “ἐκ τοῦ παρά φύσιν εἰς τό κατά φύσιν, καί ἐκ τοῦ διαβόλου πρός τόν Θεόν ἐπάνοδος δι’ ἀσκήσεως καί πόνων”. Αὐτός ὁ ὁρισμός καθιστᾶ σαφές, ὅτι ἡ μετάνοια δέν εἶναι συμμόρφωση πρός τόν Νόμο, ἀλλά συγκλονιστική συνάντηση μέ τόν Χριστό. Δέν εἶναι εἴσοδος σέ μιά κοινότητα Φαρισαίων, ἀλλά στήν Ἐκκλησία τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, τῶν ἐργατῶν τῆς ἑνδεκάτης ὥρας, τῶν τελωνῶν καί τῶν πορνῶν.
Ἡ ὀρθοδοξία καί ἡ μετάνοια δέν διαδραματίζονται ἀνάμεσα στό καλό καί τό κακό μιᾶς ἀνθρώπινης ἠθικῆς, ἀλλά ἀνάμεσα στούς δύο ληστές, δεξιά καί ἀριστερά στόν Ἰησοῦ Χριστό, ἀνάμεσα στόν μετανοήσαντα καί ἀμετανόητο ληστή. Μέ ἄλλα λόγια καλούμεθα ὄχι νά γίνουμε τοῦτο ἤ ἐκεῖνο, ἀλλά νά εἴμαστε στό μέτρο πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό.
“Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καί ἐγγιεῖ ὑμῖν”. Ἐμεῖς ἔχουμε χρέος ν’ ἀρχίσουμε. Ἄν κάνουμε ἕνα βῆμα πρός τόν Θεό, Ἐκεῖνος κάνει δέκα πρός ἐμᾶς.
Ἡ κόλαση, ἀδελφοί μου, ξέρετε, δέν εἶναι γιά τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά γιά τούς ἀμετανόητους. Γιά ἐκείνους, πού δέν αἰσθάνονται τήν ἀναξιότητά τους, πού δέν γνωρίζουν τό μεγαλεῖο τῆς συγγνώμης, πού ἀγνοοῦν τόν παράδεισο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού δέν ζοῦν τήν ἐλπίδα τῆς πίστεως.
Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά λέγη στόν κάθε ἄνθρωπο: Τίποτε μήν φοβᾶσαι, ποτέ μήν φοβᾶσαι καί μήν θλίβεσαι. Μιά καί μετανοεῖς ὅλα θά στά συγχωρέση ὁ Θεός. Μά κι οὔτε ὑπάρχει οὔτε μπορεῖ νά ὑπάρχη, νά γίνη στόν κόσμο τέτοιο κρῖμα, πού νά μήν τό συγχωρέση ὁ Θεός σέ κεῖνον πού μετανοεῖ ἀληθινά. Μά κι οὔτε μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κάνη ἕνα τόσο μεγάλο ἁμάρτημα πού θά μποροῦσε νά ἐξαντλήση τήν ἀστείρευτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἄς ἔχουμε πάντοτε στό νοῦ μας πόσο σωτήρια εἶναι ἡ ἀποδοχή τῆς γυμνότητάς μας, ἡ ἀπόγνωση ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἡ βεβαιότητα, ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Πόσο ψεύτικες καί ἀνεπαρκεῖς εἶναι οἱ αὐτονόητες ἤ αὐτάρκεις καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅταν στήν καρδιά τοῦ κάθε μαθητῆ μπορεῖ νά κρύβεται καί ἕνας προδότης, γιατί δέν εἶναι μόνο ὁ Ἰούδας, ἤ ὅταν στήν καρδιά μιᾶς πόρνης μπορεῖ νά φυλάσσεται μιά ἁγνή καρδιά.