“Απάντηση στα μυθεύματα του αντικληρικαλιστικού λαϊκισμού” τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύει αποκλειστικά το Capital.gr.
Όπως αναφέρει και στον πρόλογο του βιβλίου του ο Αρχιεπίσκοπος καταθέτει όχι τις θέσεις της Εκκλησίας αλλά ιστορικά στοιχεία και αρχειακό υλικό, χωρίς επεξεργασία, “για να αποφευχθεί η ενδεχόμενη απόδοση μεροληψίας”.
To βιβλίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς καταγράφονται επισήμως οι θέσεις του Αρχιεπισκόπου και εν γένει της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφορικά με μία σειρά ζητημάτων και κυρίως με τα θέματα που ανακινούνται από την επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια όπως είναι οι σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία, η μισθοδοσία του κλήρου, η εκκλησιαστική περιουσία κ.ά. Δεν είναι άλλωστε το πρώτο βιβλίο που έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια, στα οποία τεκμηριώνει χρησιμοποιώντας ιστορικό υλικό τους λόγους για τους οποίους η διοικούσα Εκκλησία παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της.
“Κατά καιρούς εμφανίζονται διάφορες οργανωμένες ‘ενώσεις’ και εταιρείες, οι οποίες αναλαμβάνουν ποικίλες πρωτοβουλίες, προκειμένου, όπως ισχυρίζονται, να προσαρμόσουν το ‘απηρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο’, το οποίο επικρατεί στην Ελλάδα και το οποίο γεννά τα οικονομικά προβλήματα”, αναφέρει μεταξύ άλλων ο Αρχιεπίσκοπος στον πρόλογο του συγκεκριμένου βιβλίου του. “Έτσι συντάσσονται σχέδια νόμων και συντάγματος και με αυτά επιδιώκεται να ασκηθεί επιρροή στις κατά καιρούς κυβερνήσεις, διαφόρων μάλιστα ιδεολογικό – πολιτικών κατευθύνσεων” σημειώνει.
“Κανείς δεν αρνείται τον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή της κρατικής νομοθεσίας προκειμένου να λειτουργούν σωστά οι θεσμοί” υποστηρίζει ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος όμως “επιφυλάσσεται κανείς όταν με τέτοιες πρωτοβουλίες υπονομεύονται στην πράξη οι θεσμοί, οι οποίοι διαφύλαξαν και συγκροτούν το έθνος”. Αυτό, υπογραμμίζει ο Αρχιεπίσκοπος, “φαίνεται στο ότι επιχειρείται, ο λεγόμενος χωρισμός “Κράτους και Εκκλησίας”, όταν στην πραγματικότητα αυτό λειτουργεί ως διαχωρισμός “Έθνους και Εκκλησίας” που προσβάλλει την ίδια την αυτοσυνειδησία του Έθνους και της πατρίδος μας”.
Στο βιβλίο του ο Αρχιεπίσκοπος δίνει και μία έμμεση απάντηση στον καθηγητή κ. Νίκο Αλιβιζάτο, ο οποίος κυκλοφόρησε προ μηνών βιβλίο με τον τίτλο “Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι”. Στο βιβλίο του ο κ. Αλιβιζάτος αναφέρεται στην πρωτοβουλία του ίδιου και άλλων επιστημόνων να καταρτίσουν πρόταση – νόμο για τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Ο Αρχιεπίσκοπος στο βιβλίο του τονίζει πως κανένας πιστός με καλή προαίρεση δεν αρνείται ορισμένες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην εκκλησιαστική διοικητική πραγματικότητα. Όμως, επισημαίνει ο Αρχιεπίσκοπος, η Επιτροπή με δολιότητες και αμέτρητα ψεύδη παρασύρει με λαϊκίστικο τρόπο τον λαό και τους κυβερνώντες.
Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος, παραθέτοντας ιστορικά στοιχεία επιχειρεί να δώσει απάντηση στα “μυθεύματα του αντικληρικαλιστικού λαϊκισμού”, υπογραμμίζοντας πως από τις τρεις λέξεις “πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι” (σ.σ. δανειζόμενος τον τίτλο του βιβλίου του κ. Ν. Αλιβιζάτου), “εμείς στην Εκκλησία, οι οποίοι εκφράζουμε αυτήν την παράδοση του τόπου, στην οποία οφείλεται η διατήρηση της εθνικής μνήμης και της ελευθερίας, αρκούμαστε να είμαστε ‘’πραγματιστές’’ αφήνοντας στους άλλους τους χαρακτηρισμούς των ‘’δημαγωγών’’ και των ‘’ονειροπόλων’’.
“Η ιστορική αλήθεια απέναντι στη δημαγωγία και τη σκοπιμότητα”
Το Capital.gr παρουσιάζει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Αρχιεπισκόπου και ειδικά σε ό,τι αφορά το επίμαχο ζήτημα των σχέσεων της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Στο κεφάλαιο το οποίο φέρει τον τίτλο “Η ιστορική αλήθεια απέναντι στη δημαγωγία και τη σκοπιμότητα”ο Αρχιεπίσκοπος δίνει μία “έμμεση” απάντηση σε όσους ζητούν μία αναθεώρηση των σχέσεων της Εκκλησίας με την Πολιτεία.
Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο ο Αρχιεπίσκοπος σχολιάζοντας το βιβλίο του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου, στέκεται στο κεφάλαιο εκείνο του βιβλίου του συνταγματολόγου. “Ο κ. Ν. Αλιβιζάτος ἀπαντᾶ εναργώς στήν ἀπορία μας για το ποιοί εἶναι ἐκεῖνοι πού εἰσηγοῦνται καί κυρίως τον τρόπο που μεθοδεύεται ὁ ἐκσυγχρονισμός τῆς Ἑλλάδος μας “πρός τό καλύτερο”. Γιά τις πρωτοβουλίες πού ἀναλαμβάνουν ένιοι ειδικοί και φορείς “γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν μερικά ἀπό τά πιό δυσεπίλυτα ζητήματα τῆς ἐποχῆς μας”. Σύμβουλοι τῶν κυβερνώντων, ἄλλοτε ὀνομαζόμενοι εἰδικοί σύμβουλοι, ἄλλοτε μέ τη μορφή οργανωμένων ἑταιρειῶν ἤ ἑνώσεων και, εσχάτως με όχημα τις “ιδεολογικές πλατφόρμες”. Μάθαμε για τους “αγώνες” που καλύπτονται με το ἔνδυμα τῆς ἀνάληψης ὑποχρέωσης ώστε να “ἀποτυπώσουν σέ κανόνες δικαίου των πρωτοβουλιῶν γιά φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις . . . τοῦ σκοτεινοῦ παρελθόντος”.
“Το καλοκαίρι του 2005 η Ελληνική Ένωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Ε.Δ.Α.) ανέλαβε την πρωτοβουλία να καταρτίσει πρόταση – νόμο για τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Ποιοί ήσαν οι πρωταγωνιστές αυτής της πρωτοβουλίας; Ο κ. Ν. Αλιβιζάτος και τα τότε μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης, Μιχάλης Τσαπόγιας, διδάκτωρ Νομικής και στέλεχος του Συνηγόρου του Πολίτη, ο Γιάννης Κτιστάκις, επίσης διδάκτωρ Νομικής και ειδικός σε θέματα θρησκευτικών μειονοτήτων” σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος. Και συνεχίζει: “Στην αιτιολογική της έκθεση, στην παράγραφο 2, η Επιτροπή μας εξηγεί ότι “Όσοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία της παρούσας πρότασης επιθυμούν να ξεκαθαρίσουν, ότι δεν βάλλουν κατά του θρησκευτικού αισθήματος του ελληνικού λαού, ούτε αμφισβητούν τις παραδόσεις του. Επιδιώκουν απλώς σε ένα κόσμο που εξελίσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς να συμβάλλουν στην προσαρμογή ενός απαρχαιωμένου θεσμικού πλαισίου, που γέννησετά γνωστά προβλήματα, στις καινούργιες συνθήκες”.
Ο Αρχιεπίσκοπος διευκρινίζει πως “ορισμένες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην εκκλησιαστική διοικητική πραγματικότητα, καθόσον δεν θίγονται ζητήματα πίστεως, ουδείς καλής προαιρέσεως πιστός, θα αρνείτο”. Προσθέτει ωστόσο: “Είναι όμως απορίας άξιον, ότι ενώ στο κείμενο της εισηγήσεως είναι παραδεκτόν, ότι υπάρχουν στον χώρον της Εκκλησίας ειλικρινείς θρησκευόμενοι “εμείς θα προσθέταμε εξαίρες πνευματικές προσωπικότητες”, γιατί η περίφημη Ε.Ε.Δ.Α. δεν τους αναζήτησε να συμμετάσχουν και αυτοί στην Επιτροπή, ώστε να αξιοποιήσουν και τις δικές τους θέσεις. Διατηρώ την πεποίθηση ότι αυτοί οι άνθρωποι θα υποστήριζαν αξιόπιστα και ειλικρινώς “τους καθαρούς διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και Πολιτείας”. Αφετέρου, θα ανέτρεπαν τις δολιότητες και τα αμέτρητα ψεύδη της Επιτροπής, όπως θα τα παραθέσω στη συνέχεια, προκειμένου με λαικίστικο τρόπο να παρασύρουν τον λαό και τους κυβερνώντες.
Άλλωστε οι ως άνω διαπιστώσεις “αποκαλύπτονται” και στον απολογισμό τους:
“Χωρίς τυμπανοκρουσίες, πολλές προτάσεις μας υιοθετήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ, τη Ν.Δ. και το ΣΥΡΙΖΑ. Τέτοιες ήταν μεταξύ άλλων, η δυνατότητα καύσης των νεκρών, ο πολιτικός γάμος, η κατάργησις της απαλλαγής των Κληρικών και των υποψηφίων Κληρικών από τη στρατιωτική θητεία κ. α.”. Εμείς, θα προσθέταμε και το σύμφωνο συμβίωσης ετεροφύλων και ομοφύλων ζευγαριών.
Θα ασχοληθώ κυρίως με τα άρθρα 16 και 17 της πρότασης νόμου αφού προηγουμένως αναφερθώ στους επιδιωκόμενους στόχους. Όσοι παρακολουθούν προσεκτικά τα ζητήματα της Εκκλησίας στην Ελλάδα μπορούν να σταχυολογήσουν ήδη τις απώτερες επιδιώξεις όλων όσοι δήθεν κόπτονται “για το καλύτερο” τούτου του τόπου. Τις αναφέρω επιγραμματικά:
1. Η μη ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσιες υπηρεσίες.
2. Η κατάργηση της υποχρεωτικής προσευχής.
3. Η δημιουργία ενός “θρησκευτικού νομικού προσώπου ως μοναδικού φορέα της συλλογικής θρησκευτικής δράσης”.
4. Η κατάργηση της φορολογικής απαλλαγής των θρησκευτικών κοινοτήτων (σημειωτέον ότι τούτο έχει γίνει χωρίς ακόμη να ρυθμισθή το θέμα της συντηρήσεως των ευαγών ιδρυμάτων της Εκκλησίας).
5. Η μετατροπή της Εκκλησίας της Ελλάδος και των εξαρτώμενων από αυτήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Μητροπόλεις, ενορίες, Μονές κ.α.) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (η εξομοίωσή τους, δηλαδή, με τις ποδοσφαιρικές ομάδες, τους συλλόγους κ.λπ.).
6. Η κατάργηση του Γραφείου της Ναοδομίας ώστε η ανέγερση κτιρίων με λατρευτικούς χώρους να καλύπτονται στο εξής με τις διατάξεις του κτιριοδομικού κανονισμού που αφορούν τα κτίρια της κατηγορίας “συνάθροισης κοινού”.
7. Η σταδιακή μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών από ομολογιακό σε θρησκειολογικό. Επί λέξει γράφονται στο βιβλίο τα εξής: “Το μάθημα των Θρησκευτικών να συμπεριλάβει την εισαγωγή στην ιστορία και την κοινωνιολογία και τη δογματική όλων των Θρησκειών. Στο Λύκειο το μάθημα μετονομάζεται “Θρησκειολογία”.
8. Η ιδιωτικοποίηση της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.
9. Η κατάργηση του Θρησκευτικού Όρκου.
10. Η μη συμμετοχή θρησκευτικών λειτουργών σε ορκωμοσίες, που πραγματοποιούνται σε δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
11. Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου ως υποχρεωτικού.
12. Η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, τίτλους σπουδών ή βεβαιώσεις δημόσιας αρχής.
13. Η δημιουργία διακεκριμένου χώρου πένθους και αποχαιρετισμού για την καύση των νεκρών.
14. Η μετονομασία του ‘Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σε Υπουργείο Παιδείας με την ταυτόχρονη κατάργηση της Γενικής Γραμματείας και της Γενικής Διεύθυνσης Θρησκευμάτων.
15. Η κατάργηση των οργανικών θέσεων ιερέων –και των αντίστοιχων υπηρεσιακών μονάδων- στις ένοπλες δυνάμεις, τα σώματα ασφαλείας και τα σωφρονιστήρια.
16. Η κατάργηση ή τροποποίηση διατάξεων όπως ισχύουν σήμερα των Ν. 590/1977 “Περί του Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος”, Ν. 5383/1932 “Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας”, Ν. 4149/1961 “Περί Καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων τινων διατάξεων”, Ν. 476/1976 “Περί Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως” και το ν.δ. 90/1973 “Περί του Θρησκευτικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων”.
Επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος στο βιβλίο του αναφέρεται “στα κενά, τις ασάφειες και τις χρονικές παραλείψεις των άρθρων 16 καί 17”, στα οποία αναφέρονται από την Ε.Ε.Δ.Α. τα ζητήματα μισθοδοσίας του κλήρου και της εκκλησιαστικής περιουσίας. “Τα άρθρα 16 και 17 που προτείνει η Ε.Ε.Δ.Α. βρίθουν ανακριβειών και καταφανών λαθών που είναι αδύνατο στους εμπνευστές των, έγκριτων κατά τα λοιπά επιστημόνων, να διέφυγαν από “απροσεξία”. Στη συνέχεια του βιβλίου του ο Αρχιεπίσκοπος επιχειρεί, όπως διευκρινίζει, “να καταγράψει απλώς τα γεγονότα, δίχως να εκκινούμε από συγκεκριμένες ιδεοληπτικές αφετηρίες”.