«Κάθε οικογένεια είναι και ένα κρυφό σχολειό» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος μιλώντας στους ανώτατους Αξιωματικούς της Σχολής Εθνικής Άμυνας.
Ο Αρχιεπίσκοπος επισκέφθηκε σήμερα το πρωί την Σχολή Εθνικής Άμυνας και πραγματοποίησε ομιλία με θέμα «Η συμβολή του Ιερού Κλήρου στην επανάσταση του 1821». Τον Αρχιεπίσκοπο συνόδευε ο ιεροκήρυκας της Αρχιεπισκοπής και Διευθυντής του ιδιαίτερου γραφείου του Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαθανασίου και τους υποδέχθηκε ο Διοικητής της Σχολής Αντιναύαρχος Αλέξανδρος Διακόπουλος (ΠΝ), ο οποίος καλωσόρισε και ευχαρίστησε τον Αρχιεπίσκοπο για την παρουσία του.
Στην ομιλία του μεταξύ άλλων ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στην ποιμαντική αποστολή, αλλά και στα καθήκοντα και τις δικαιοδοσίες που είχε αναλάβει η Εκκλησία τονίζοντας πως «αν και σε συνθήκες δουλείας, η Εκκλησία συνιστά στοιχείο ενοποιητικό και διαμορφωτικό της ελληνικής ταυτότητας είτε αυτή αποκαλείται «το Ελληνικόν», είτε το «γραικικόν» είτε το «Ρωμαίικον», καθώς υποχωρεί η οικουμενική συνείδηση και στο εξής η ορθόδοξη πίστη αποκτά για τους Έλληνες ανοικτά εθνική συνείδηση». Ο Αρχιεπίσκοπος παρέθεσε σημαντικές ιστορικές αναφορές και μαρτυρίες, ενώ υπογράμμισε πως «η επανάσταση του Εικοσιένα και ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία ωρίμασαν ως κοινός καρπός της συνυφασμένης ελληνικής ψυχής και εκκλησιαστικής συνείδησης του λαού μας και πραγματώθηκαν ως έργο, σε μεγάλο βαθμό, του Κλήρου». Υπογράμμισε, επίσης, ότι οι κληρικοί παρευρίσκονταν στα στρατόπεδα για να ετοιμάζουν εφόδια με τα ίδια τους τα χέρια, ενώ αρκετοί βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα και πολεμούσαν με τους υπόλοιπους στρατιώτες.
Μίλησε, επίσης, για την συμβολή των ιερών μονών στον αγώνα, αφού αρκετοί μοναχοί ήταν μέλη της Φιλικής, αλλά και για την προσφορά των αργυρών σκευών για την πληρωμή του ελληνικού στρατού. Ο Αρχιεπίσκοπος παρέθεσε, επίσης, στοιχεία ιστορικών και ερευνητών που αφορούσαν στην συμμετοχή των Αρχιερέων στην επανάσταση σημειώνοντας πως «δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία και προσφορά τους κρίνεται ισότιμη και ισοβαρής, με εκείνη των μεγάλων συναγωνιστών τους οπλαρχηγών».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του επεσήμανε, πως «καταλυτική υπήρξε η συμβολή του Κλήρου στην προαγωγή της Παιδείας και του φωτισμού του γένους. Κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια εκκινεί και τερματίζει με κέντρο και κατευθυντήρια γραμμή την Εκκλησία. Ιδρύονται σχολές όπου διδάσκονται και μεταφράζονται Έλληνες και δυτικοί συγγραφείς και κληρικοί λόγιοι αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού», κάνοντας λόγο για τη συμβολή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στην παιδεία με την δημιουργία σχολείων σε όλη τη χώρα, αλλά και των Αγίων Νικόδημου Αγιορείτη, Αθανάσιου Πάριου και του Αρχιεπισκόπου Κορίνθου Μακάριου Νοταρά, που υπήρξαν και οι γνήσιοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων.
Μετά την ομιλία ανώτατοι Αξιωματικοί έθεσαν ερωτήματα στον Αρχιεπίσκοπο για διάφορα ιστορικά θέματα, αλλά και επίκαιρα ζητήματα, όπως για το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, καθώς και για τις σχέσεις Εκκλησίας Κράτους.
Απαντώντας στις ερωτήσεις των αξιωματικών ο Αρχιεπίσκοπος έκανε λόγο για την ανάγκη συνεργασίας και διαλόγου λέγοντας πως «ο διάλογος πάντοτε χρειάζεται, είτε είναι στην οικογένεια, είτε στην κοινότητα, είτε οπουδήποτε, ο διάλογος απαλύνει και είναι απαραίτητος».
Σε ερώτηση αξιωματικού για το ποια θα είναι τα σύγχρονα κρυφά σχολειά σήμερα στην περίπτωση που ο ισλαμικός φονταμενταλισμός χρησιμοποιήσει τον «Δούρειο Ίππο» των παράνομα εισερχομένων προσώπων ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε πως «κρυφά σχολεία τότε, δεν ήταν μόνο τα συστηματικά, αλλά κάθε πατέρας, κάθε μάνα, κάθε γονιός που ήθελε να μάθει γράμματα το παιδί του» επισημαίνοντας πως «ένα κρυφό σχολείο, είναι ο πατέρας και η μάνα. Κάθε οικογένεια είναι ένα κρυφό σχολείο εξαρτάται από τι οικογένεια θέλουμε». Αναρωτήθηκε, ωστόσο, αν «είναι η οικογένεια έτοιμη να στηρίξει τα παιδιά μας σήμερα; Μπορεί να τους δώσει αυτό που πρέπει; Είναι ένα μεγάλο θέμα» επεσήμανε ο Αρχιεπίσκοπος τονίζοντας πως «σήμερα υπάρχει κρίση παντού, αλλά η κρίση θα περάσει, η παρακμή δεν περνάει εύκολα και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα το δικό μας».
Ο Αρχιεπίσκοπος μίλησε για το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, τονίζοντας πως χιλιάδες άνθρωποι στηρίζονται καθημερινά από τα συσσίτια της Αρχιεπισκοπής, αλλά και από τα κέντρα φροντίδας και μέριμνας που παρέχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και φιλοξενία σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη.
Ένας ακόμη σπουδαστής ανέφερε πως σήμερα βλέπουμε από διάφορες κοινωνικές έρευνες ότι η αποδοχή της Εκκλησίας και των Ενόπλων δυνάμεων, ως θεσμών είναι πολύ υψηλή και αναρωτήθηκε κατά πόσο αυτή η αποδοχή δίνει δύναμη αλλά και πόσο διατεθειμένη είναι η Εκκλησία σε αντιεκκλησιαστικές, θεσμικές, ιδεοληπτικές ρητορικές να τηρήσει της κόκκινες γραμμές, για παράδειγμα στο διαχωρισμό Κράτους Εκκλησίας, στο ξαναγράψιμο των βιβλίων της Ιστορίας, αλλά και στην αλλαγή τρόπου διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε πως «είναι μία λανθασμένη φράση ο χωρισμός. Στην ποιμαντική της Εκκλησίας δεν υπάρχει βία. Είναι ελεύθερος ο καθένας. Όποιος θέλει φεύγει και μάλιστα δεν του λέμε να μην ξανάρθει. Η Εκκλησία είναι μάνα και δέχεται πίσω το παιδί της όταν επιστρέφει. Επίσης, δεν έχουμε αντίρρηση να έχουμε διακριτούς ρόλους, αλλά να έχουμε τίμιους διακριτούς ρόλους και όταν υπάρχουν ανάγκες να συνεργαζόμαστε για το καλό του τόπου. Κανείς δεν θέλει το χωρισμό της Εκκλησίας, την υποταγή της θέλουν, αλλά αυτό δεν γίνεται». Μιλώντας για τη μισθοδοσία του κλήρου ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στην εκκλησιαστική περιουσία που έχει προσφερθεί στο Κράτος, αλλά και στην ακίνητη περιουσία που δε μπορεί να αξιοποιήσει η Εκκλησία. Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε πως το μόνο που θέλουμε είναι να ωφεληθεί ο κόσμος, να υπάρχει τάξη και ειρήνη.
[irp posts=”337198″ name=”Η εφ’όλης της ύλης συζήτηση του Αρχιεπισκόπου με τον Κ.Μητσοτάκη”]
Αμέσως μετά ο Διευθυντής της Σχολής απένειμε στον Αρχιεπίσκοπο τον Θυρεό της Σχολής, ως ένδειξη τιμής προς το πρόσωπό του και ο Αρχιεπίσκοπος προσέφερε μία εικόνα που απεικονίζει τον Απόστολο Παύλο στην Πνύκα λέγοντας πως από εδώ ξεκίνησε ο Χριστιανισμός.
Η ΣΕΘΑ ιδρύθηκε το 1950 με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε μέχρι το 1952. Το 1952 μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στο κτιριακό συγκρότημα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ), όπου και λειτούργησε μέχρι το 1978 και στη συνέχεια στις εγκαταστάσεις του Στρατοπέδου “ΣΑΚΕΤΑ” στη Ν. Ελβετία, μέχρι το 1984. Από το 1984 λειτουργεί στην παρούσα θέση δηλαδή στο παλαιό Διοικητήριο της ΣΣΕ, το Αβερώφειο Μέγαρο στο “Πεδίο του Άρεως” στην Αθήνα.
Το κτήριο της ΣΕΘΑ είναι το πρώην διοικητήριο της ΣΣΕ η οποία λειτουργούσε στο χώρο αυτό έως το 1982, όταν αυτή μετακινήθηκε στις νέες της εγκαταστάσεις στη Βάρη Αττικής. Οι εγκαταστάσεις της ΣΣΕ παραχωρηθήκαν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για κάλυψη αναγκών των Δικαστηρίων, με εξαίρεση του Διοικητηρίου το οποίο τέθηκε στη διάθεση της ΣΕΘΑ από το ΓΕΕΘΑ. Το κτήριο έχει κατασκευαστεί από τον Ερνέστο Τσίλερ και μαζί με τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις αποτελεί δωρεά του εθνικού ευεργέτη Γεώργιου Αβέρωφ. Σήμερα το κτήριο αυτό έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το έμβλημα της Σχολής αναπαριστά την Αθηνά με το ρητό «Σοφία συν Τέχνη». Το ρητό αντιπροσωπεύει την αποστολή και το έργο της Σχολής, αφού η σοφία και η τέχνη του πολέμου θεωρούνται «απαραίτητα» εργαλεία που θα καταστήσουν τους σπουδαστές έτοιμους να ανταποκριθούν, ανά πάσα στιγμή, στα κελεύσματα των καιρών.
Φωτογραφίες: Χρήστος Μπόνης/Eurokinissi