Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
Στην εκδήλωση με θέμα : Το σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως και το Παγκύπριον Γυμνάσιον μίλησε ο Πρωτοπρεσβύτερος Γ. Τσέτσης. Η ομιλία έχει ως εξής:
Ανταποκρινόμενος σε κάποιο ερώτημα περί του «τι εστί Πολίτικη Ρωμιοσύνη;», που του είχε τεθεί έπειτα από ένα Συνέδριο σχετικά με το «παρόν» και το «μέλλον» της Ομογένειας στην Κωνσταντινούπολη, ο φίλος Μιχαήλ Βασιλειάδης, εκδότης της ημερήσιας «Απογευματινής» (που σήμερα διάγει το 88ο έτος της ζωής της και συνεχίζει να είναι ο καθρέπτης της κοινωνικο-θρησκευτικής ζωής των Ρωμιών της Πόλης), απαντούσε ως εξής:
Η Πολίτικη Ρωμιοσύνη είναι, «Για την Κυβέρνηση της Άγκυρας: ένας περιττός, ως μη ώφελε, πονοκέφαλος. Για το παρακράτος της Άγκυρας: κάρφος εν τω οφθαλμώ. Για την σημερινή Κυβέρνηση των Αθηνών: ένα πρόβλημα μονοδιάστατο, οικονομικό. Για το Κράτος των Αθηνών πριν ογδόντα χρόνια (μετά δηλ. την Μικρασιατική καταστροφή): χαμένη υπόθεση, που καλό είναι να την διατηρήσουμε ημιθανή για να μη πεθάνει στα δικά μας χέρια. Για τους οραματιστές και αγωνιστές, (κι ας χαρακτηρίζονται αυτοί αιθεροβάμονες και ρομαντικοί): Θερμοπύλες. Τόπος προσφοράς και μαρτυρίου».
Βλέπετε, λοιπόν, αγαπητοί ακροατές, το τι είναι η «Πολίτικη Ρωμιοσύνη», εξαρτάται από την οπτική γωνία που την ατενίζει κανείς! Είναι περιττό, φυσικά, να τονισθεί πως η αποψινή ομιλία θα γίνει από τη σκοπιά κάποιου Πολίτη, ο οποίος ανήκει στην τελευταία αυτή κατηγορία. Σ΄εκείνη των «αιθεροβάμονων οραματιστών»!
Βεβαίως, θα αποτελούσε πραγματικό άθλο το εγχείρημα να συνοψίσει κανείς μια ιστορία δύομισυ χιλιάδων ετών στα πλαίσια μιας εσπερίδας. Διότι, τι να πρωτοπεί κανείς μέσα σε 30-35 λεπτά περί των αιωνόβιων δεσμών του Ελληνισμού, αρχικά με την αποικία του Βύζα στα παράλια της Προποντίδας, στη συνέχεια δε με την ονομαστή Πόλη του Κωνσταντίνου; Τι να διηγηθεί για τον πολιτισμό που δημιούργησε και διατήρησε επί αιώνες ολόκληρους η Ρωμιοσύνη σ΄αυτόν τον μοναδικό σε ομορφιά χώρο; Τι να εκθέσει για τον, από γεωπολιτικής σκοπιάς, σπουδαίο αυτό τόπο, που βρίσκεται στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, και όπου, κατά την έκφραση της Ελένης Αρβελέρ, το τρίπτυχο «χριστιανοσύνη, ρωμιοσύνη και ελληνοσύνη», ανέδειξαν την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τού ελληνισμού των μέσων χρόνων;
Ως εκ τούτου, να μου επιτραπεί να περιγράψω μόνο, με μερικές αδρές πινελιές, την Ρωμιοσύνη της Πόλης, έτσι όπως ανθούσε αυτή κατά τα μέσα του δέκατου ένατου και το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνος, και να αναφερθώ ακολούθως στη βαθμιαία συρρίκνωσή της και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα μέσα στην, τερατώδη αυτή, σε εύρος και πληθυσμό, μεγαλούπολη, που λέγεται Κωνσταντινούπολη για μας, και Ιστανμπούλ για άλλους.
Μια αναδρομή λοιπόν στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, θα μας βοηθούσε να δούμε πώς η Πολίτικη ομογένεια, συσπειρωμένη γύρω από την Εκκλησία της, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έδινε μια μοναδική μαρτυρία και προσπαθούσε να διακονήσει το Γένος, υπό συνθήκες ήκιστα ευνοϊκές γι’ αυτήν.
******
Δεν υπάρχει ανάγκη να τονισθεί ότι η ελληνική γλώσσα και η Ορθόδοξη πίστη ήταν τα δύο βασικά στοιχεία που διαφοροποιούσαν τον «ραγιά» Ρωμιό από τον «κυρίαρχο» αφέντη Τούρκο. Η Ορθοδοξία λειτουργούσε ως κάτι περισσότερο από ένα θρησκευτικό δόγμα. Η Εκκλησία ήταν το πνευματικό και πολιτιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφραζόταν η εθνική κα? πολιτική συνείδηση του Ρωμιού. Ένα πλαίσιο, που συναδέλφωνε τους ΄Ελληνες της Κωνσταντινούπολης, διατηρώντας έτσι τη συνοχή και την ενότητα της υπόδουλης ρωμιοσύνης, και εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη συνέχεια του Γένους. Γι’ αυτό και οι «Κοινότητες» της Πόλης, (π.χ. του Σταυροδρομίου, των Ταταούλων, του Γαλατά, του Μακροχωρίου, των Ψωμαθειών, της Χαλκηδόνας, της Πριγκήπου, του Μεγάλου Ρεύματος και ούτω καθ’ εξής), υπήρχαν και δρούσαν πάντοτε σε συνάφεια προς την Εκκλησία, σε σχέση προς τον Ιερό Ναό, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως Κοινοτικός Ναός, και όχι ως Ενοριακός. Ο κοινοτικός θεσμός ήταν «τρόπος κοινωνικής υπάρξεως» του Ρωμιού.
Είναι αξιοπαρατήρητο ότι περί τα τέλη του 19ου αιώνος, το ελληνικό στοιχείο της Πόλης υπερέβαινε σε αριθμό τον πληθυσμό της Αθήνας και αποτελούσε περίπου το εν τέταρτον του συνολικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, που σύμφωνα με μια επίσημη οθωμανική στατιστική του 1897, ανερχόταν σε ένα εκατομμύριο πενήντα δύο χιλιάδες ψυχές. Να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη, δίπλα στους Έλληνες, ζούσαν στην Πόλη και χιλιάδες Αρμένιοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Γεωργιανοί, Κιρκάσιοι και άλλοι λαοί, σε βαθμό που η Πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να είναι κάθε άλλο παρά Τουρκική. Αλλά και στις αρχές του 20ου αιώνος, συγκεκριμένα δε το 1908, ο Νομός Κωνσταντινουπόλεως σύμφωνα με τους καταλόγους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των ελληνικών Προξενικών Αρχών, αριθμούσε 364.459 έλληνες, από τους οποίους οι μισοί περίπου (175.000) κατοικούσαν στο περιώνυμο Πέρα, το γνωστό και ως Σταυροδρόμι. Ήταν δηλ. κατά 100 χιλιάδες περισσότεροι από τους σημερινούς κατοίκους της Πάτρας, του τρίτου παλυπληθέστερου Δήμου της Ελλάδας, που σύμφωνα με τον Καλλικράτη, αριθμεί 202.757 κατοίκους!!!
Ήταν πολύ φυσικό βέβαια μια τέτοια πολυάριθμη και ανθούσα κοινωνία να αναπτύσσει και ανάλογη θρησκευτική, εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα. Το Φανάρι, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήταν ένας σπουδαιότατος συνοικισμός, ο οποίος συγκέντρωνε κατοικίες Πατριαρχών και Αρχιερέων, αρχοντικά παλαιών φαναριωτικών οικογενειών, την Λέσχη «Μνημοσύνη», το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο, την Μαράσλειο Αστική Σχολή, καί βέβαια την Μεγάλη του Γένους Σχολή, που, σημειωθήτω, είχε ιδρυθεί από τον Πατριάρχη Γεννάδιο τον Σχολάριο ως Πατριαρχική Ακαδημία το 1454 ήδη, δηλ. μόλις ένα χρόνο μετά την Άλωση!
Αλλά και το κοσμοπολίτικο Πέρα, με το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, το Ζωγράφειο Γυμνάσιο Αρρένων, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, με τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο και τον Ελληνικό Σύλλογο Ερμής, σφράγισε την πνευματική και πολιτιστική ζωή του Ρωμιού της Πόλης. Αναφερόμενοι στα εκπαιδευτήρια της Πόλης δεν πρέπει να λησμονήσουμε και δύο άλλα επιφανή ιδρύματα της Ρωμιοσύνης, που βρίσκονταν στη Χάλκη των Πριγκηποννήσων, τουτέστι την ξακουστή Θεολογική Σχολή, (για την οποία πολύς λόγος γίνεται επ΄ εσχάτων), και την Εμπορική Σχολή, στην οποία, οι εύπορες οικογένειες της ελεύθερης Ελλάδας έστελναν τα παιδιά τους προς καλλίτερη μόρφωση. Όπως τα έστελναν για τον ίδιο σκοπό και στη ιστορική Μεγάλη Σχολή και το «αριστοκρατικό» Ζάππειο.
Στο σημείο αυτό θα ήταν καλό να προστεθούν και μερικά λόγια για τους ανωτέρω δύο συλλόγους, προκειμένου να έχετε μια ιδέα για τα πολυδιάστατα ενδιαφέροντα των ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως, όπως και για το υψηλό πολιτισμικό και επιστημονικό τους επίπεδο.
Ο Φιλολογικός Σύλλογος, που ιδρύθηκε το 1861 κατόπιν πρωτοβουλίας είκοσι περίπου Ρωμιών και με την οικονομική ενίσχυση του Χρηστάκη Ζωγράφου και διαφόρων άλλων μεγαλοαστών της Πόλης, στην πραγματικότητα ήταν μια Ακαδημία, η οποία ασχολούνταν με επιστημονικά θέματα ποικίλης μορφής.
Κατά την άποψη πολλών ερευνητών, ο «Φιλολογικός Σύλλογος» υπήρξε ?νας από τούς επιφανέστερους πολιτιστικούς φορείς όχι μόνο της Ελληνορθόδοξης Κοινότητος της Πόλης, αλλά και ολόκληρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποτελούσε το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ πολλών λογίων Κωνσταντινουπολτών, με στόχο την προώθηση της Παιδείας όχι μόνο μέσα στην Ρωμαίικη Κοινότητα, αλλά και μεταξύ των λοιπών Ορθοδόξων λαών του Οθωμανικού Κράτους. Οι επαφές του Συλλόγου εκτείνονταν σε ένα ευρύτατο φάσμα, το οποίο περιελάμβανε το Οικουμενικό Πατριαρχείο βέβαια, αλλά και την Υψηλή Πύλη, τις Πρυτανικές Αρχές του Πανεπιστημίου Αθηνών και πολλούς άλλους ακαδημαϊκούς θεσμούς της Δύσης, ?πως λ.χ. η Αρχαιολογική Εταιρεία της Ρώμης, το Πανεπιστήμιο Χόπκινς της Βαλτιμόρης και η Ακαδημία Επιστημών του Μονάχου. Δεν δε είναι τυχαίο ότι ως μέλη του είχε μεν κάπου 300 Ρωμιούς διανοούμενους και ταγούς της Ομογένειας, αλλά δίπλα σ΄αυτούς είχε και περί τους 100 ξένους εταίρους (τούρκους και ευρωπαίους), μεταξύ των οποίων μπορούν να αναφερθούν ο Sait Πασάς, πρώην Βεζύρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο γνωστός Γάλλος λεξικογράφος Emile Littre, ο Άγγλος Πρωθυπουργός William Gladstone, ο αρχαιολόγος και ερευνητής της Τροίας Ερρίκος Schliemann, και ο διάσημος Ρώσσος Πρέσβυς στην Πόλη Ignatieff.
Ο «Φιλολογικός Σύλλογος» εξέδιδε και ένα αξιολογότατο επιστημονικό περιοδικό. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς τίτλους μελετών, που είχαν δημοσιευθεί σ΄αυτό: α) «Συμπέρασμα της μελέτης των Ηθικών Νικομαχείων του Αριστοτέλους», (1885). β) «Μνημεία της Ελληνικής Αρχαιότητος ζώντα εν τ? νυν Ελληνικώ Λαώ», (1891). (Στην ουσία πρόκειται για ένα λεξικό της ηπειρωτικής διαλέκτου). γ) «Περί της χειρουργικής θεραπείας των τραυμάτων της καρδίας» (1907). δ) «Περί Βολταίρου και ιδίως περί της φιλανθρωπίας αυτού» (1911).
Δυστυχώς, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, και με απόφαση του νεοσύστατου Τουρκικού Κράτους, έπαυσε η λειτουργία του σπουδαίου αυτού Σωματείου της Ομογένειας το 1922, η δε πλούσια βιβλιοθήκη του μεταφέρθηκε στην Άγκυρα και φυλάσσεται σήμερα στο αρχείο του Τουρκικού «Ιδρύματος Ιστορίας».
Ο Σύλλογος Ερμής (1877-1922), είχε σαφώς πολιτικότερο χαρακτήρα. Είχε ιδρυθεί από τρεις αποφοίτους του Λυκείου του Πέρα, με σκοπό: α) να εκφράσει την δίψα των νέων για μάθηση, β) να υπενθυμίσει στους Κωνσταντινουπολίτες το χρέος για την πίστη στις πανανθρώπινες αξίες του πνεύματος της ελευθερίας και δικαιοσύνης, έτσι όπως τις είχε βιώσει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, και γ) (το και κυριώτερο), να διατηρήσει σε εγρήγορση την συνείδηση των Ρωμιών όσον αφορά στις δυσχέρειες μέσα από τις οποίες ο αλύτρωτος ελληνισμός προσπαθούσε να στερεώσει την εθνική του ύπαρξη και αυτοτέλεια.
Σχετικά με το τελευταίο αυτό σημείο, επιτρέψατέ μου να αναφερθώ δειγματοληπτικά σ’ αυτά που έλεγε ο Μυτιληναίος την καταγωγή Οδυσσέας Ιάλεμος, σ’ ένα άρθρο του που είχε δημοσιευθεί το 1880 στο ομώνυμο περιοδικό του Συλλόγου, και το οποίο αναφερόταν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Δύο περιοχές που σήμερα βρίσκονται υψηλά στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας.
Αφορμή για το άρθρο αυτό είχαν δώσει οι ενέργειες της Ρουμανίας, από το 1860 ήδη, να εκρουμανίσει την Μακεδονία, και ο χλιαρός τρόπος με τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπιζε τότε το μεγάλο αυτό εθνικό θέμα. Ο Ιάλεμος αφού τόνιζε ότι το θέμα της Μακεδονίας ήταν καθαρά ελληνική υπόθεση, καλούσε τους απανταχού της γης έλληνες να αποδυθούν σ΄ένα κοινό αγώνα, πιστεύοντας πως μόνο με μια πανελλήνια κινητοποίηση μπορούσαν να διασωθούν οι ελληνικοί χώροι της καθ’ ημάς Ανατολής από ξένες επεμβάσεις. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα βοηθούσαν τον ελληνισμό στη διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Αυτά λοιπόν, αγαπητοί φίλοι και φίλες, λέγονταν και γράφονταν στην Κωνσταντινούπολη του 1880, και όχι στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 1990, όταν, έπειτα από την κατάρρευση του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού», τις κοσμογονκές πολιτικο-κοινωνικές ανακατατάξεις στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, και την συνακόλουθη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, πανικοβολημένοι ανακαλύψαμε ότι υπάρχει Μακεδονικό θέμα. Και ακόμη δεν ξεύρουμε από πού να βρούμε άκρη!!
Για τον δυναμισμό και την πολυδιάστατη δραστηριότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων της Πόλης, μαρτυρούν οι πάμπολλες εφημερίδες και τα περιοδικά που εκδίδονταν την εποχή εκείνη, όπως λ.χ. «Ο Ταχυδρόμος», ο «Τηλέγραφος του Βοσπόρου», η «Ομόνοια», η «Πρόοδος», «Ο Νεολόγος», η «Αρμονία», «Η Φιλολογική Ηχώ», «Ο Φανός», «Η Ανατολή», «Ο Τύπος Κωνσταντινουπόλεως», οι γαλλόφωνες «Le Phare du Bosphore», και «L’Echo du Pera», και τα γυναικεία περιοδικά όπως «Η Εφημερίς των Κυριών», «Η Κυψέλη», η «Ευρυδίκη» και «Η Βοσπορίς». Περιοδικά τα οποία, μέσα σε μια ανδροκρατούμενη «ανατολίτικη» κοινωνία, συνηγορούσαν πρωτοποριακά υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης. Μαρτυρούν όμως για την γενικώτερη πνευματική κινητικότητα της Πόλης, και οι διάφορες «απογευματινές συναντήσεις» λογίων και διανοουμένων, και τα «φιλολογικά σαλόνια» καινοτόμων γυναικών, όπως εκείνο της Σοφίας Σπανούδη, με «μπροστάρισσα» την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, την πρώτη ίσως και καλλίτερη Ελληνίδα διηγηματογράφο της εποχής της. Σαλόνια, στα οποία «έδινε κι΄έπαιρνε», μεταξύ άλλων, η συζήτηση γύρο από το γλωσσικό θέμα. Το δίλημμα τότε στην Πόλη ήταν: «καθαρεύουσα ή δημοτική»;!! (Και να σκεφθεί κανείς ότι σήμερα υπάρχουν ακόμη στην Ελλάδα εφημερίδες που αναβοκατεβάζουν Τούρκο τον Πατριάρχη, αλλά και ουκ ολίγοι ανιστόρητοι Νεοέλληνες που ρωτούν αν αληθεύει ότι στους Ναούς της Πόλης, οι Θείες Λειτουργίες τελούνται στα Τουρκικά) !
Μια τέτοια κοινωνική, πνευματική και πολιτιστική ακμή προϋπέθετε βέβαια και την ύπαρξη σχετικής οικονομικής υποδομής. Και ή υποδομή αυτή υπήρχε φυσικά στο εμπόριο και τη χρηματαγορά, όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο, από το οποίο προέρχονταν και οι μεγάλοι εθνικοί Ευεργέτες. Τα καλλιμάρμαρα σχολικά κτίρια της Πόλης, τα γνωστά ως Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα Νοσοκομεία του Βαλουκλή, τα Ορφανοτροφεία, είναι δημιουργήματα των ευεργετών αυτών. Οι Ευάγγελος Ζάππας, Χρηστάκης Ζωγράφος, Ευστάθιος Ευγενίδης, Γεώργιος και Ελένη Ζαρίφη, Ανδρέας Συγγρός, Θεόδωρος Μαυρογορδάτος, Παύλος Στεφάνοβικ, Επαμεινώνδας Ρίζος, είναι οι επώνυμοι αυτοί Μεγάλοι Ευεργέτες, οι οποίοι μαζί με εκατοντάδες, αν μή χιλιάδες, άλλους ανώνυμους ευεργέτες και ευεργέτιδες, προίκιζαν τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και κοινωφελή ιδρύματα της Πόλης με προσοδοφόρα ακίνητα, από τα έσοδα των οποίων συντηρούνται μέχρι σήμερα ακόμη Ναοί, Αγιάσματα, Σχολεία, Νοσοκομεία, όπως και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα της Ομογένειας.
Όπως είναι γνωστό, το 1908 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επικρατεί το Κίνημα των Νεοτούρκων. Από τότε αρχίζει μια σοφά μελετημένη πολιτική γραμμή, που ως βασικό στόχο είχε τον συστηματικό και τελειωτικό ξεριζωμό των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων απ’ όλη την Οθωμανική επικράτεια.
Γνωστά είναι τα αιματηρά γεγονότα του 1915 που κατέληξαν με τoν αποδεκατισμό των Αρμενίων, όπως είναι γνωστά και εκείνα τα οποία εξόντωσαν τον Ελληνισμό του Πόντου, αυτά που μας οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και στη συνέχεια στην Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Συνθήκη η οποία περιώρισε το ελληνικό/ρωμαίικο στοιχείο, το οποίο από αιώνων ζούσε σε προγονικές εστίες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, μόνο στην Κωνσταντινούπολη και σε δύο αιγαιοπελαγίτικα νησιά, την Ίμβρο και την Τένεδο, που βάσει της Συνθήκης αυτής είχαν αποσπασθεί από την Ελλάδα και προσαρτηθεί στην Τουρκία.
Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, η Πόλη παύει να είναι η συνισταμένη του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, και έτσι η Ρωμιοσύνη της Πόλης μπαίνει πλέον σε άλλα πλαίσια ζωής και δραστηριότητας. Από το 1923 και εξής, για τον ελληνισμό της Πόλης αρχίζει μια νέα περίοδος μετάπλασης του. Από τον ακμαίο περιούσιο λαό τού τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου , το Ρωμαίικο στοιχείο μεταβάλλεται σε «μειονοτικό λαό», έτσι όπως τον χαρακτήρισε η Συνθήκη της Λωζάνης. Και από 365.000 ψυχές, μειώνεται σε 130.000!! (Μπορεί να πει κανείς ανεπιφύλακτα ότι επρόκειτο για την πρώτη εθνοκάθαρση του 20ου αιώνα, που έγινε, μάλιστα, με Διεθνή Συνθήκη)!
Η νέα αυτή πραγματικότητα είχε βέβαια αρνητικές επιπτώσεις σ’ όλες τις εκφράσεις της ζωής των Ρωμιών. Ταυτόχρονα όμως προκάλεσε και ερεθίσματα που έτειναν να αναπληρώσουν το έδαφος που είχε χαθεί.
Τοιουτοτρόπως, το Πατριαρχείο αφ΄ενός, δίνει, το 1923 ήδη, μια νέα ώθηση στις Διορθόδοξες και Διαχριστιανικές σχέσεις, διαδηλώνοντας τον Οικουμενικό του ρόλο και διάσταση, ενώ αφ΄ετέρου, οι διανοούμενοι της Πόλης προσπαθούν να πληρώσουν το κενό που είχε δημιουργηθεί με την διακοπή της λειτουργίας του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου και του Συλλόγου Ερμής και την απαγόρευση κυκλοφορίας των εφημερίδων Ο Λόγος, Ο Νεολόγος και Κωνσταντινούπολις. Έτσι το 1925 εκδίδεται η «Απογευματινή», το 1926 κυκλοφορεί η «Ορθοδοξία» (το επίσημο μηνιαίο περιοδικό του Πατριαρχείου), το 1930 η Φιλολογική Πρωτοχρονιά, το 1943 η Εστία, το 1944 η Τέχνη, το 1945 «Ο Παιδικός Κόσμος», το 1954 Ο Πυρσός. Περιοδικά αξιόλογα στα οποία συνεργάσθηκαν οι καλλίτεροι εκπρόσωποι των πολίτικων γραμμάτων της εποχής αυτής. Η προσπάθεια αυτή ήταν μια απεγνωσμένη κίνηση διασώσεως εκείνου που μπορούσε να σωθεί. Έλαβε όμως την χαριστική βολή το 1955, όταν φούντωσε το Κυπριακό με τα επακόλουθά του, και άρχισε η ομαδική, ακούσια ή εκούσια, έξοδος των Ρωμιών της Πόλης.
*****
Πόσοι είναι σήμερα αυτοί που συνεχίζουν να δίνουν το παρών της Πίστης και του Γένους μας γύρω από τον Πατριάρχη τους στην Πόλη, την κοιτίδα αυτή του Ελληνισμού και πνευματικό Κέντρο συνόλης της Ορθοδοξίας; Δύο, το πολύ τρεις χιλιάδες ψυχές.
Πολλοί είναι βέβαια οι νοσταλγοί εποχών που έφυγαν εδώ και πολύ καιρό, και περισσότεροι ίσως οι προβλέποντες ένα σκοτεινό μέλλον τόσο για την Πολίτικη Ρωμιοσύνη, όσο και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, φρονούντες ενδεχομένως πως ο Ελληνισμός της Πόλης έχει «ημερομηνία λήξεως». (Αναφέρω παρενθετικά ότι τούτο το «ημερομηνία λήξεως» βγήκε πριν μερικά χρόνια από το στόμα κάποιου ανώτατου διπλωματικού του Ελληνικού ΥΠΕΞ)!!! Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι και μετά την Άλωση το 1453, λίγοι ήταν και εκείνοι που περιεστοίχιζαν τον Πατριάρχη Γεννάδιο. Κατά τι περισσότεροι από αυτούς που κυκλώνουν σήμερα τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο.