Τεχνοτροπικά εντάσσεται στην παραγωγή της «Σχολής του Αγίου Ηρακλειδίου»
Του Στέλιου Περδίκη, Αρχαιολόγου, διευθυντήυ Μουσείου Κύκκου
Λευκωσία: Οι περιπέτειες των κυπριακών εικόνων μετά την τουρκική εισβολή και λεηλασία των ναών όπου βρίσκονταν, δεν έχουν τέλος. Σε δημοπρασία του οίκου Κάουπ στο Μόναχο (kaupp auktionen im schloss), η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 4 και 5 Οκτωβρίου 2013, ανάμεσα σε πολλά άλλα αντικείμενα συμπεριλαμβάνεται και αξιόλογη κυπριακή εικόνα με παράσταση της σκηνής της Υπαπαντής του Χριστού. Το έργο έχει διαστάσεις 46,5 Χ 36,5 εκ. Ανήκε στη συλλογή του Ραλφ Ρίνεβαχ (Ralf Rinnebach) από την Καρσλούη και αγοράστηκε στις 4 Ιουλίου του 1977.
Η εκτιμημένη αξία της εικόνας από τον οίκο δημοπρασίας είναι 2.700 ευρώ. Ξεκάθαρα αναφέρεται ότι το έργο προέρχεται από την Κύπρο και χρονολογικά τοποθετείται γύρω στα 1700. Αναντίλεκτα η εικόνα είναι κυπριακή αφού τεχνοτροπικά εντάσσεται στην παραγωγή της καλούμενης «Σχολής του Αγίου Ηρακλειδίου» η οποία ήκμασε στο νησί από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα μέχρι και την πρώτη τριακονταετία του 19ου αιώνα. Η σχολή αυτή στην πλειονότητά της απαρτίζεται από τοπικούς αγιογράφους οι περισσότεροι από τους οποίους υπήρξαν μοναχοί στο ομώνυμο μοναστήρι στην Ταμασσό. Ίσως είναι από τις ελάχιστες φορές στην όλη πορεία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής της Κύπρου όπου μπορούμε να μιλήσουμε για «σχολή». Έχουμε σειρά από επώνυμους αγιογράφους όπου ο ένας μαθητεύει κοντά στον άλλο και τον διαδέχεται. Με την εμφάνιση στην Κύπρο του Κρητικού ζωγράφου Ιωάννη Κορνάρου και την εισαγωγή μιας νέα δικής του αισθητικής αντίληψης στη ζωγραφική η τέχνη της «Σχολής του Αγίου Ηρακλειδίου» παρήκμασε και εχάθη.
Η όλη σκηνή είναι ζωγραφισμένη σε χρυσό βάθος. Μπροστά από ισομετρικό κτηριακό συγκρότημα, θολοσκεπές στο μέσο και εκατέρωθέν του ανά ένα κιονοστήρικτο προς το καλυμμένο με δίρριχτη κεραμιδένια στέγη, λαμβάνει χώρα το γεγονός. Το όλο κτηριακό κατασκεύασμα παραπέμπει στον ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα, όπου η Παναγία με τη συνοδεία του Ιωσήφ οδήγησαν τον μικρό Χριστό σαράντα μέρες μετά τη γέννησή του. Σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο, σαράντα μέρες μετά τη γέννηση πρωτότοκου αγοριού αυτό οδηγείτο στον ναό από τους γονείς του και αφιερωνόταν στον Θεό. Επιπλέον πρόσφεραν για θυσία αρνί, ηλικίας ενός έτους. Οι οικονομικά φτωχότεροι αντικαθιστούσαν το πρόβατο με ζευγάρι μικρών περιστεριών ή τρυγονιών. Η σκηνή διαδραματίζεται μπροστά από την Αγία Τράπεζα η οποία καλύπτεται με κόκκινη ενδυτή και έχει στο μέσο πέραν των διαφόρων τελετουργικών σκευών και τις δύο πλάκες του μωσαϊκού νόμου.
Ο πρεσβύτης Συμεών στα δεξιά, με πλούσια ψαρά γένια και μαλλιά, παραδίνει τον μικρό Χριστό στην Παναγία. Η Θεοτόκος απλώνει τα χέρια για να πάρει πίσω το βρέφος. Το παιδί με το δεξί του χέρι ευλογεί. Πίσω από την Παναγία ακολουθεί η προφήτις Άννα, η οποία στρέφει το κεφάλι και συνομιλεί με τον Ιωσήφ. Με τον δείκτη του δεξιού της χεριού δείχνει προς τον Συμεών και κρατεί ειλητάριο με την επιγραφή: «Τούτο το βρέφος ουρανόν και γην εστερέωσεν». Ακολουθεί ο Ιωσήφ έχοντας στα χέρια δύο νεοσσούς περιστεριών ή τρυγονιών. Κάτω στο ερυθρό πλαίσιο της εικόνας βρίσκεται εξίτηλη η μικρογράμματη ελληνική επιγραφή: «Μνήσθητι Δέσποτα των δούλων σου Ελευθερίου Χριστίνας και των γονέων και των τέκνων αυτών αψ(ξγ) Χριστού». Η πιο πάνω εικόνα μάλλον προέρχεται από τις τουρκοκατεχόμενες από το 1974 περιοχές της Κύπρου. ΄Ηταν μέρος ευρύτερης σειράς εικόνων με παραστάσεις του χριστολογικού και θεομητορικού κύκλου. Οι εικόνες αυτές τοποθετούνται στα εικονοστάσια των ναών, στη δεύτερη σειρά πάνω από τις μεγάλες δεσποτικές εικόνες.
Ευελπιστούμε ότι οι αρμόδιοι κρατικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες θα μεριμνήσουν ώστε η εικόνα της Υπαπαντής του Χριστού να επανέλθει στην Κύπρο.