Του Παναγιώτη Ντουρή
Ο διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας και η κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση συζητείται έντοναστην Ελλάδα από τη δεκαετία του ‘90 και μετέπειτα.
Την τελευταία δεκαετία μεταφέρθηκε το ζήτημα και στην Κύπρο και παρουσιάστηκε από μια μικρή ομάδα πολιτών ως αίτημα για εκμοντερνισμό και πρόοδο της κυπριακής κοινωνίας.
Οι απόψεις αυτές προέρχονται από την ιστορική περίοδο του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, που ορίστηκε ως νεωτερικότητα, και η οποία γέννησε την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να φέρει την ειρήνη και τη δικαιοσύνη στον κόσμο στηριζόμενος μόνο στις δικές του δυνάμεις και η οποία επιτάσσει την απώθηση της θρησκείας από τον δημόσιο χώρο στον ιδιωτικό βίο, αμφισβητώντας άμεσα την αναγκαιότητα της θρησκευτικής εκπαίδευσης.
Η κοινωνική αντίδραση στις νεωτερικές θεωρίες υπήρξε έντονη και στις δύο χώρες, καθότι το μάθημα των Θρησκευτικών στην Ελλάδα και την Κύπρο θεωρείται σημαντικό παιδευτικό γνωστικό αντικείμενο και δεδομένο στη δημόσια εκπαίδευση. Αφενός λόγω του χριστιανικού πολιτισμού τους και αφετέρου λόγω της καθοριστικής συμβολής των τοπικών εκκλησιών στην επιβίωση του ελληνισμού και της ενεργής συμμετοχής τους στην απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1830 και στην απελευθέρωση της Κύπρου, το 1960.
Όσον αφορά στην κυπριακή κοινωνία, η καθολική εναντίωση στην κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στηρίζεται στο ότι οι Ελληνοκύπριοι θεωρούν ότι η ελληνική παιδεία οφείλει να εδράζεται στη βασική συντεταγμένη του ελληνικού έθνους, την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Μια πίστη που προέκυψε από τη δημιουργική συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού τους πρώτους τέσσερις αιώνες μ.Χ. και που έκτοτε καθορίζει το ζητούμενο της ελληνικής παιδείας, δηλαδή τον ελεύθερο άνθρωπο «που παίρνει υπεύθυνη στάση στα μεγάλα προβλήματα της ύπαρξης, που ζητά να μεταβάλει τον κόσμο σε κοινωνία αγάπης, που στέκεται έτσι ριζικά αντίθετος με οποιαδήποτε στάση νόθευσης της ζωής» (Φωτίου, 1990).
Η στήριξη του μαθήματος των Θρησκευτικών από την κυπριακή κοινωνία σχετίζεται επίσης άμεσα με τις ιστορικές σχέσεις της Εκκλησίας της Κύπρου με τον χριστιανικό πληθυσμό του νησιού. Αυτές εδραιώθηκαν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπου ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αναγνωριζόταν από τον Σουλτάνο ως ο ανώτατος πολιτικός ηγέτης-εθνάρχης των Ελληνοκυπρίων και σφραγίστηκαν, πνευματικά και πολιτικά, με τις μαζικές εκτελέσεις εκκλησιαστικών ηγετών και προκρίτων της Κύπρου και τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού στην πλατεία του Σεραγίου, στις 9 Ιουλίου του 1821.
Οι σχέσεις αυτές συνεχίζονται κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας, όπου η Εκκλησία εκφράζει και αντιπροσωπεύει τους Ελληνοκυπρίους, με αποκορύφωμα τη διοργάνωση του απελευθερωτικού αγώνα 1955-59, που είχε ως κατάληξη την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία. Το Σύνταγμα του νεοϊδρυθέντος κράτους διαχωρίζει εθνοτικά τους Κυπρίους σε δύο κοινότητες, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή και προνοεί την εγκαθίδρυση δύο ξεχωριστών Κοινοτικών Συνελεύσεων, την Ελληνική, στην οποία επέλεξαν να ενταχθούν οι Αρμένιοι, οι Μαρωνίτες και οι Λατίνοι και την Τουρκική. Οι Κοινοτικές Συνελεύσεις έχουν δικαιοδοσία σε θέματα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά, μορφωτικά και διδακτικά, χρηματοδοτούνται από την Κυβέρνηση και έχουν, σύμφωνα με το Σύνταγμα, το δικαίωμα να φορολογήσουν τα μέλη τους (Κουτσελίνη, 1997). Παράλληλα, το κράτος προστατεύει την ελευθερία όλων των θρησκειών και την ισότητά τους ενώπιον του νόμου και απαγορεύει δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος οποιασδήποτε θρησκείας.
Οι βίαιες ταραχές του 1963 και η έκρυθμη κατάσταση που ακολουθεί, διαλύουν, το 1965, την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση και αναγκάζουν την κυβέρνηση να ιδρύσει το Υπουργείο Παιδείας, στο οποίο μεταβιβάζει όλες τις διοικητικές λειτουργίες της (Νόμος 12 του 1965). Έκτοτε, το Υπουργείο Παιδείας, με βάση το δίκαιο της ανάγκης, είναι επιφορτισμένο με την ευθύνη για όλα τα εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και διδακτικά ζητήματα της ελληνοκυπριακής κοινότητας (Πολυδώρου, 1995).
Το Κυπριακό Σύνταγμα του 1960 και οι ιστορικές εξελίξεις που ακολούθησαν, καθιστούν την Κυπριακή Δημοκρατία διάδοχο φορέα της Ελληνικής Συνέλευσης και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού θεσμικά υπεύθυνο για την ελληνική παιδεία των πολιτών της. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, τα Αναλυτικά Προγράμματα της Κυπριακής Εκπαίδευσης αποτυπώνουν με σαφήνεια τη φιλοσοφία της παρεχόμενης παιδείας και την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα, που αυτή επιδιώκει να μορφώσει. Στο «Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα των Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως», που εισήχθη στα δημοτικά σχολεία το 1981, στον γενικό σκοπό αναφέρει:
Η Κυπριακή Εκπαίδευση είναι δημοκρατική και ανθρωπιστική στο περιεχόμενό της, εμπνέει την αγάπη προς την πατρίδα, παρέχεται σε όλους τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας ισότιμα και χωρίς διακρίσεις, διασφαλίζει την εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση κάθε κοινότητας. Η καλλιέργεια του εθνικού φανατισμού, των φυλετικών διακρίσεων, του σωβινισμού, της φασιστικής και οποιασδήποτε άλλης ιδεολογίας, που είναι αντίθετη με τη δημοκρατία δεν επιτρέπεται. (Πολυδώρου, 1995, σ.106)
Στα Αναλυτικά Προγράμματα Δημοτικής Εκπαίδευσης του 1996, καταγράφεται ως γενικός σκοπός της Κυπριακής Εκπαίδευσης:
η δημιουργία ελεύθερων, δημοκρατικών και αυτόνομων πολιτών με ολόπλευρα ανεπτυγμένη προσωπικότητα, πνευματικά καλλιεργημένων, ενάρετων, υγιών, δραστήριων και δημιουργικών, που να συμβάλλουν με την εργασία και τη συνειδητή δράση τους στην κοινωνική, επιστημονική, οικονομική και πολιτιστική πρόοδο της πατρίδας μας και στην προαγωγή της συνεργασίας, της αλληλοκατανόησης και αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, με στόχο την επικράτηση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης και με σαφή προσανατολισμό προς την ιδέα της ελεύθερης πατρίδας, της ελληνικής μας ταυτότητας και της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. (σ.17)
Το «Αναλυτικό Πρόγραμμα για τα Δημόσια Σχολεία της Κυπριακής Δημοκρατίας», το οποίο δημοσιεύτηκε το 2008, συνεχίζει να σκιαγραφεί τον άνθρωπο που επιδιώκει το εκπαιδευτικό μας σύστημα να διαμορφώσει:
ένα εκπαιδευτικό σύστημα που διασφαλίζει για τους νέους ανθρώπους … τη διαβίωσή τους στη γη των προγόνων σε συνθήκες υπερβολικής ελευθερίας, δημοκρατίας, ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η εκπαίδευση συντελείται στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε στο πέρασμα των χρόνων και ιδιαίτερα στην επαφή του με άλλους πολιτισμούς. Στο πλαίσιο αυτό τα παιδιά της ελληνοκυπριακής κοινότητας ενισχύονται για να διαμορφώσουν αυτόνομα και με αυτοπεποίθηση την ταυτότητά τους (εθνική, θρησκευτική, πολιτισμική) μαθαίνοντας ταυτόχρονα να σέβονται τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας των άλλων κοινοτήτων της Κύπρου, καθώς επίσης των συμμαθητών και συμμαθητριών τους που κατάγονται από άλλες χώρες. (σσ. 3-4) Η εκπαίδευση που προσφέρει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού είναι θεσμικά κατοχυρωμένη ως εκπαίδευση της ελληνοκυπριακής κοινότητας, της οποίας η πλειοψηφία των μελών είναι ορθόδοξοι χριστιανοί. Επομένως, ορθά τα Αναλυτικά Προγράμματα περιγράφουν την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα, που οφείλει το εκπαιδευτικό μας σύστημα να μορφώσει στους νέους πολίτες και πολύ σωστά το Ωρολόγιο Πρόγραμμα εντάσσει το μάθημα των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση, για να υπηρετήσει τους συγκεκριμένους σκοπούς.
*O Παναγιώτης Ντουρής είναι Β.Δ. Δημοτικής, θεολόγος, λειτουργός Γραφείου Αναλυτικών Προγραμμάτων, Ομάδα Θρησκευτικών.