ΚΥΠΡΟΣ: Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και συγκίνηση πραγματοποιήθηκαν στις 9 Μαρτίου 2025 τα εγκαίνια του ανακαινισμένου Βυζαντινού Μουσείου του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου. Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου χαρακτήρισε τη ημέρα ως «ξεχωριστή» για την Ιερά Αρχιεπισκοπή και ως «λαμπροφόρα και δοξαστική» για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
«Το Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ’ δεν είναι πια απροσπέλαστο στο κοινό. Ο χρόνος των ανακαινιστικών έργων παρήλθε και παραδίδεται σήμερα στην κοινή θέα και περιήγηση», ανέφερε χαρακτηριστικά, εκφράζοντας τη χαρά του για την ολοκλήρωση των έργων που αναβάθμισαν τις εγκαταστάσεις φύλαξης και ανάδειξης των πολύτιμων κειμηλίων.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου επεσήμανε την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός εκκλησιαστικού μουσείου, ιδιαίτερα για την Εκκλησία της Κύπρου, η οποία μπορεί να είναι «μικρή σε εύρος γης και αριθμό ανθρώπων, αλλά μεγάλη σε διαστάσεις Ιστορίας».
«Ο ρόλος ενός Μουσείου δεν εξαντλείται στην απλή φύλαξη, ούτε και στην ανάδειξη ή στην προβολή θησαυρών του παρελθόντος. Εκτείνεται στη διατήρηση της παράδοσής μας και στη διασύνδεση με αυτή. Στη δημιουργία της συναίσθησης της ευθύνης μας απέναντι στους προγόνους και στους απογόνους, σ’ όλο τον κόσμο. Στην προβολή του πολιτισμού μας σ’ όλη την οικουμένη», τόνισε.
Ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος έκανε ιδιαίτερη αναφορά σε πολύτιμα εκθέματα, όπως τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς και οι τοιχογραφίες του Αγίου Ευφημιανού της Λύσης, τα οποία είχαν κλαπεί και βρέθηκαν στα χέρια αρχαιοκαπήλων. «Υπενθυμίζουν τη συνεχιζόμενη κατοχή της πατρίδας μας. Ευτύχημα είναι η με πολλούς αγώνες ανάκτησή τους, αλλά αναμένουμε την ημέρα που θα επανατοποθετηθούν στον φυσικό χώρο τους σε μιαν ελεύθερη Κύπρο», δήλωσε συγκινημένος.
Διαβάστε τον χαιρετισμό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου
Ξεχωριστή για την Ιερά Αρχιεπισκοπή η σημερινή μέρα, όπως λαμπροφόρα και δοξαστική είναι και για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄ δεν είναι πια απροσπέλαστο στο κοινό. Ο χρόνος των ανακαινιστικών έργων παρήλθε και παραδίδεται σήμερα στην κοινή θέα και περιήγηση. Το ίδρυμα απέκτησε αναβαθμισμένο χώρο φύλαξης και ανάδειξης των κειμηλίων του και αξιόλογο άμβωνα αποστολής των μηνυμάτων του.
Δοξάζουμε τον Θεό που μαζί με την πανευφρόσυνη εορτή της Ορθοδοξίας, της κατίσχυσης δηλαδή της ορθής πίστης έναντι της πλάνης, μας αξιώνει σήμερα αυτής της μεγάλης χαράς. Όπως κι ο προφητάναξ Δαβίδ, έτσι κι εμείς αναφωνούμεν «Ενεπλήσθημεν του ελέους σου Κύριε και ηγαλλιασάμεθα και ευφράνθημεν».
Την αναγκαιότητα του Βυζαντινού αυτού Μουσείου διέγνωσε, ορθώς, χρόνια πολλά πριν, ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και έθεσε προς τούτο τις βάσεις ίδρυσής του. Αν για κάθε Εκκλησία είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός εκκλησιαστικού Μουσείου, τούτο αποτελεί επιτακτική ανάγκη για μας, την Εκκλησία της Κύπρου. Μιαν Εκκλησία μικρή, ίσως, σε εύρος γης και αριθμό ανθρώπων, αλλά μεγάλη σε διαστάσεις Ιστορίας. Μιαν Εκκλησία που ενωτίζεται τον απόηχο είκοσι αιώνων Αποστολικών βηματισμών. Μια νήσο που και πριν τον Χριστιανισμό, το ελληνικό πνεύμα ελαξεύθη σε μάρμαρο, εσμιλεύθη εις τους θριγγούς των ναών· εκράτησε τις επάλξεις του πολιτισμού· εσώθη με την παράδοση· και αποκαλύπτεται, ακόμη, με τη σκαπάνη των αρχαιολόγων. Έναν τόπο που βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με την Ιστορία.
Ο ρόλος ενός Μουσείου δεν εξαντλείται στην απλή φύλαξη, ούτε και στην ανάδειξη ή στην προβολή, θησαυρών του παρελθόντος. Εκτείνεται στη διατήρηση της παράδοσής μας και στη διασύνδεση με αυτή. Στη δημιουργία της συναίσθησης της ευθύνης μας απέναντι στους προγόνους και στους απογόνους, σ’ όλο τον κόσμο. Στην προβολή του πολιτισμού μας σ’ όλη την οικουμένη.
Η παράδοση -απτό δείγμα της οποίας είναι τα κειμήλια διαφόρων εποχών ενός Μουσείου – εξασφαλίζει την πολιτιστική συνοχή των γενεών σ’ ένα τόπο και συμβάλλει καθοριστικά στην οικοδομή του μέλλοντος.
Στο Μουσείο μας έχουμε και προχριστιανικά εκθέματα: Λύχνους, κιονόκρανα, μαρμάρινα θωράκια και άλλα. Εκτίθενται και τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς και οι τοιχογραφίες του Αγίου Ευφημιανού της Λύσης που διαλαλούν την περιπέτειά τους σε χέρια αρχαιοκαπήλων και υπενθυμίζουν τη συνεχιζόμενη κατοχή της πατρίδας μας. Ευτύχημα είναι η με πολλούς αγώνες ανάκτησή τους, αλλά αναμένουμε την ημέρα που θα επανατοποθετηθούν στον φυσικό χώρο τους σε μιαν ελεύθερη Κύπρο.
Αναμφίβολα οι εικόνες, τα ψηφιδωτά τα ξυλόγλυπτα, τα παλαίτυπα, τα άμφια και όλα τα ιερά κειμήλια που με περηφάνια προβάλλουμε σήμερα, αποτελούν στοιχεία πολιτισμού, είναι μάρτυρες των αγώνων αλλά και των αγωνιών του λαού μας. Ένας μεγάλος του καιρού μας, ο Πέργης Ευάγγελος, λέει χαρακτηριστικά ότι κάθε εκκλησιαστικό κειμήλιο μοιάζει με μιαν ιδιότυπη κλίμακα του Ιακώβ. Όπως δι’ εκείνης «κατέβη ο Θεός», έτσι κι αυτή σε κατεβάζει στα βάθη της Ιστορίας και της Παράδοσής μας. Κι όπως εκείνη έγινε «η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν», έτσι κι αυτή μας ανεβάζει στο ύψος της Τέχνης και του μυστηρίου, της γιγαντιαίας προσπάθειας απεικόνισης του αοράτου, της μέθεξης του ακτίστου, της σύζευξης της αποκεκαλυμμένης αλήθειας με τον ελληνικό πολιτισμό και τρόπο ζωής.
Ιδιαίτερα το Βυζαντινό μας μουσείο, με τα εκθέματά του, διασώζει έναν ολόκληρο κόσμο θρησκευτικών αλλά και εθνικών βιωμάτων που απαρτίζουν και περιγράφουν τη ζωή του λαού μας, που μαρτυρούν την ιστορική πορεία του, τα παθήματα και τις κακουχίες του, τον σκληρό αγώνα του για επιβίωση στον τόπο των πατέρων του, διασώζοντας την πίστη και την εθνικότητά του.
Θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη μνεία σε μια σημαντική εικόνα του Βυζαντινού μας Μουσείου του 16ου αιώνα, αντίγραφο της οποίας δίνεται και ως ενθύμιο της σημερινής ημέρας των εγκαινίων. Πρόκειται για μια εικόνα ιταλοβυζαντινής τέχνης στην οποία παρουσιάζεται η «Κοινωνία των Αποστόλων» και προέρχεται από την Εκκλησία της Παναγίας της Χρυσαλινιώτισσας. Όπως σημειώνει η κ. Νάσα Παταπίου η αξία της εικόνας έγκειται στην επιγραφή που φέρει για τον δωρητή και το οικόσημο που παραπέμπει στην οικογένεια Γονέμη, προπατόρων του Καποδίστρια. Πιστοποιείται και από το γεγονός αυτό η εκ Κύπρου καταγωγή της μητέρας του Καποδίστρια.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των εκτιθεμένων κειμηλίων προέρχεται από τους χρόνους της δουλείας, τον 13ο αιώνα και μετά. Ποιος ξέρει πόσες οιμωγές και κραυγές, πόση απελπισία και απόγνωση, πόση βία και απαγωγές και αποκεφαλισμοί βρίσκονται πίσω από κάθε εικόνα, κάθε ιερό αντικείμενο, κειμήλιο της εποχής εκείνης, της επαράτου δουλείας; Αυτά τα εκθέματα μάς υποδεικνύουν, ταυτόχρονα, ότι ο άνθρωπος είναι δυνατό να προοδεύσει στην πίστη, να παράγει πολιτισμό, ακόμα και κάτω από τις πιο δυσχερείς συνθήκες, αντικρύζοντας το αύριο με την ελπίδα ότι θα είναι καλύτερο από το δύσκολο παρόν.
Αυτό το μήνυμα χρειάζεται να πάρουμε κι εμείς στις δύσκολες μέρες που περνούμε. Και χρειάζεται, όντως, πίστη στον Θεό και ακλινής προσήλωση στην Ιστορία μας για να μπορούμε να ζωντανεύουμε το παρελθόν, να νοηματοδοτούμε τη ζωή μας σε καιρούς χαλεπούς και δίσεκτους και να προετοιμάζουμε, οραματιζόμενοι, ελεύθερο το μέλλον.
Ευχαριστώ όλους εκείνους οι οποίοι συνέβαλαν στην αναβάθμιση του Μουσείου, στην απόκτηση των εκθεμάτων κι ιδιαίτερα εκείνους που βοήθησαν στην ανάκτηση και επαναπατρισμό των θησαυρών μας που εκλάπηκαν από τους Τούρκους στη κατεχόμενη, σήμερα, γη μας. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον πρέσβη της Ελβετίας για την γενναιόδωρη, εκ €200.000 προσφορά του, καθώς και την κ. Τασούλα Χατζητοφή για τις πολύχρονες προσπάθειες της για εντοπισμό, διεκδίκηση και επανάκτηση πολλών θησαυρών μας που λεηλατήθηκαν λόγω της τουρκικής κατοχής. Θα αναφερθεί σ’ αυτούς ονομαστικά ο διευθυντής του Μουσείου.
Εύχομαι το Μουσείο μας να γίνει αποτελεσματικός κήρυκας της ταυτότητας και των δικαίων του λαού μας σε όλους τους ξένους επισκέπτες του και υπόμνηση χρέους σ’ όλους εμάς.