Ευθύνες στον κυβερνητικό εκπρόσωπο και στους «ανθρώπους του Προεδρικού» για λανθασμένους και αδέξιους χειρισμούς που αφορούν τον τρόπο διαχείρισης από την κυβέρνηση του εγγράφου Ντάουνερ, επέρριψε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Ελληνικό Ραδιοφωνικό Σταθμό του Λονδίνου (LGR).
Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου καταλόγισε μερίδιο της ευθύνης για τον «θόρυβο» που δημιουργήθηκε αναφορικά με τον με τον χρόνο και τον τρόπο παραλαβής του εγγράφου συγκλίσεων-αποκλίσεων στο Κυπριακό της περιόδου της Προεδρίας Χριστόφια, τόσο στον Κυβερνητικό εκπρόσωπο όσο και στους «ανθρώπους του Προεδρικού» επειδή, όπως πιστεύει, το όλο θέμα «δεν το χειρίσθηκαν με δεξιότητα».
Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο, «την παραπάνω ευθύνη την φέρει ο κ. Ντάουνερ» διότι, όπως εξήγησε, έδωσε την εντύπωση στον Πρόεδρο Αναστασιάδη ότι πρόκειται περί «εμπιστευτικού» εγγράφου για το οποίο άφησε να εννοηθεί ότι “δεν το είχε δώσει πουθενά σε κανένα άλλο, ούτε και στον κ. Έρογλου και ο Πρόεδρος καθηκόντως το έδωσε στον Πρόεδρο της Βουλής όπως μου έχει αναφέρει, αλλά δεν το έδωσε στους αρχηγούς των κομμάτων για να μην διαρρεύσει”.
Εχουμε και αυτό το κακό εμείς οι Έλληνες, σημείωσε, δεν μπορούμε να κρατήσουμε κάτι μυστικό και πιστεύω πως ορθώς εποίησε και δεν το έδωσε αφού του είπε ότι το έγγραφο αυτό έπρεπε να μην δημοσιευθεί και ο θόρυβος που έγινε πιστεύω είναι αχρείαστος.
Ανέφερε ότι πρόκειται για μικρής σπουδαιότητας κείμενο και εξέφρασε την συμπαράσταση της Εκκλησίας προς το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, που όπως είπε, «δεν θέλουμε να κάνει λάθος.»
“Το εθνικό θέμα δεν αφορά μόνο τον Πρόεδρο, είναι υπόθεση όλων μας και πρέπει όλοι να βοηθήσουμε ώστε όταν θα ξεκινήσουν οι συνομιλίες, να ξεκινήσουν μέσα σε πλαίσια σωστά”, πρόσθεσε.
Ερωτούμενος για τις εντυπώσεις που άφησε το γεύμα που παρέθεσε ο Ειδικός Σύμβουλος του ΓΓ του ΟΗΕ, Αλεξάντερ Ντάουνερ, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη και στον Ντερβίς Έρογλου, ο Αρχιεπίσκοπος επικαλούμενος τηλεφωνική συνδιάλεξη που είχε με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη την επομένη του δείπνου, είπε ότι “ο Πρόεδρος, στην προσπάθειά του να δημιουργηθεί ένα νέο κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έθεσε, ανάμεσα σε άλλα, στον κ.¨Ερογλου το θέμα του Μοναστηριού του Απόστολου Ανδρέα και της επιθυμίας του Επισκόπου Καρπασίας να το επισκεφθεί.
Κληθείς να διευκρινίσει για το αν με τις τελευταίες δημόσιες δηλώσεις του σχετικά με την ανάγκη ύπαρξης μιας «καλής βάσης» για την αποτελεσματικότητα των συνομιλιών για το Κυπριακό, εννοεί, υπό της παρούσες συνθήκες, την προετοιμασία επανέναρξης τους από « μηδενική βάση», ο Αρχιεπίσκοπος ανέφερε πως αν και σχεδόν 40 χρόνια συζητούμε πάνω σε ομοσπονδιακή βάση στην ουσία «δεν υπάρχει πλαίσιο ομοσπονδιακό», εξαιτίας της θέσης της Άγκυρας και του εκάστοτε «εγκαθέτου» τους στη Λευκωσία, περί δύο κρατών.
“Αυτό δεν είναι ομοσπονδία. Συνεπώς αν δεν δημιουργηθεί μια βάση σωστή, ομοσπονδιακή, πιστεύω ότι όπως επί 40 χρόνια συζητούσαν και δεν κατέληγαν, έτσι θα συμβεί και τώρα”, σημείωσε.
Ο Αρχιεπίσκοπος πρόσθεσε πως οι διαπραγματεύσεις πρέπει να αρχίσουν ύστερα από καλή προετοιμασία “με θέματα που θα δείχνουν την εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον, δηλαδή να αφήσουν την περιφραγμένη πόλη της Αμμοχώστου, έστω κάτω από τα Ηνωμένα Εθνη, να επιστρέψουν πίσω οι κάτοικοι της – και όπως είπα πολλές φορές πρέπει να ετοιμαστεί μια σωστή βάση ομοσπονδιακή”.
Διευκρίνισε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η Κυβέρνηση δεν είναι έτοιμη να ξεκινήσει συνομιλίες, “διότι έχουμε ένα μέρος του λαού που πεινά”.
Ενα λάθος που κάνουμε, συνέχισε, είναι ότι δεν έχουμε δώσει στους Ευρωπαίους εταίρους μας μια ξεκάθαρη απόφαση δική μας, ποιά λύση θέλουμε», δήλωσε, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην ομόφωνη απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου του 2009 και στην ανάγκη αξιοποίησής της.
Ανέφερε ότι πρέπει να ειπωθεί με σαφήνεια προς την Ε.Ε. “μέσα σε ποια πλαίσια μπορούμε να κινηθούμε, μέχρι που φθάνουν οι κόκκινες γραμμές».
Απαντώντας σε ερώτηση είπε πως “αν οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι θα επιτύχουν λύση ασκώντας οικονομική πίεση τότε ματαιοπονούν και αν το επιχειρήσουν θα σπάσουν τα μούτρα τους πάνω στην αντίδραση του λαού”.
Ακόμα και εάν πεινάσει αυτός ο λαός δεν πρόκειται να δεχτεί λύση που δεν θα του εξασφαλίζει την επιβίωση εις την γη των πατέρων του, δήλωσε .
Σε σχέση με την οικονομική κρίση, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος επέρριψε ευθύνες στην Κυβέρνηση Χριστόφια.
“Η απελθούσα Κυβέρνηση ήθελε να εφαρμόσει κομμουνιστικό σύστημα και ορίστε που μας έχει φέρει, ήθελε τις τράπεζες να τις διαλύσει γιατί πίστευε ότι οι μέτοχοι των Τραπεζών είναι οι πλούσιοι, δεν είναι μόνο οι πλούσιοι, είναι και οι φτωχοί. Μπορεί να έγιναν αρκετά κουρέματα εις τις καταθέσεις των πλουσίων αλλά και οι φτωχοί άνθρωποι είχαν λίγα χρήματα εκεί, που ήταν ο τίμιος ιδρώτας μιας ολόκληρης ζωής και τα έχασαν οι άνθρωποι», είπε.
Επακόλουθο όλων αυτών, συνέχισε, ήταν να περιέλθει ο πλούτος σε 5-10.000 Κυπρίους, αυτοί έχουν τα χρήματα και ο άλλος ο λαός ζει κοντά στο όριο της φτώχιας.
Απέδωσε στην Ε.Ε διάθεση να τιμωρήσει την Κύπρο και πρόθεση διάλυσης του τραπεζικού συστήματος του νησιού, ενώ για την Κεντρική Τράπεζα είπε ότι «παίζει το χαρτί της Τρόικας».
Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε σε «βίαιη» υπαγωγή των υποκαταστημάτων των Κυπριακών Τραπεζών στην Τράπεζα Πειραιώς, αναφέροντας πως για την μεταβολή αυτή πέρα από την Ε.Ε και την τωρινή Κυπριακή Κυβέρνηση «φταίει βεβαίως και ο Διοικητής της Κεντρικής Τραπέζης της Ελλάδας, φταίει και η Διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς».
Σε διευκρινιστική ερώτηση που σκοπό είχε την αποφυγή παρεξήγησης ως προς τα αναφερόμενα πρόσωπα και ειδικά ως προς αυτό του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας απάντησε ότι «αυτόν εννοώ και τον κ. Σάλλα, αυτοί τα μαγείρεψαν και μάλιστα αφελώς έλεγαν ότι έχει τόσα κέρδη η Τράπεζα Πειραιώς, δεν ξέρω τι κέρδη θα έχει του χρόνου η Τράπεζα Πειραιώς μακάρι να έχει κέρδη, αλλά έχω αμφιβολίες», δήλωσε.
«Η όλη καταστροφή ξεκίνησε με τον φίλο μου τον Βγενόπουλο και καταλήξαμε εσχάτως εις τον κύριο Σάλλα», συμπλήρωσε.