H ταυτότητα κάθε ορθοδόξου λαού είναι συνυφασμένη με τον τρόπο που ίσταται λατρευτικώς ενώπιον του Θεού,εξήγησε στην τοποθέτησή του ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος κατά τη διάρκεια της Συνοδικής Επιτροπής επί της Λατρείας της Εκκλησίας της Κύπρου, στο Α’ Λειτουργικό Συνέδριο που βρίσκεται σε εξέλιξη προεδρεύοντος του κ. Νεόφυτου.
Μακαριώτατε,
Πανιερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς,
Αξιότιμε εκπρόσωπε του Ὑπουργού Παιδείας κ. Κώστα Καδῆ,
Πανοσιολογιώτατοι καὶ Αἰδεσιμολογιώτατοι πατέρες,
Ἐλλογιμότατοι εἰσηγητές,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
H ταυτότητα κάθε ορθοδόξου λαού είναι συνυφασμένη με τον τρόπο που ίσταται λατρευτικώς ενώπιον του Θεού
Ἡ ταυτότητα κάθε ὀρθοδόξου χώρου καὶ κάθε ὀρθοδόξου λαοῦ, εἶναι συνυφασμένη —καὶ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ: ταυτόσημη — μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἵσταται λατρευτικῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ δομὴ τῆς Θείας λατρείας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξις μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία διαμορφώθηκε αὐτὴ ἡ δομή, ἀποτελοῦν τὸν ἴδιο τὸν πυρήνα τῆς ἐν κοινωνίᾳ ὑπάρξεώς μας, ἀντανακλοῦν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, ὡς προσώπων, ἀλλὰ καὶ ὡς συλλογικότητος.
Ἀντιλαμβανόμενη τὴ βαρύτητα αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, στὸ πλαίσιο τῶν δυνατοτήτων ποὺ τῆς παρέχει ὁ ἀπὸ τοῦ ἔτους 2010 τεθεὶς ἐν ἰσχύι Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, προχώρησε στὴ σύσταση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Λατρείας.
Ἐν πρώτοις, λοιπόν, ἡ σύστασις μιᾶς ἐξειδικευμένης Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ θεμάτων λατρείας ἀπηχεῖ τὴν ἰδιαίτερη σημασία, ποὺ ἀποδίδει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ μιὰ συστηματική, ὑπεύθυνη καὶ διαχρονικὴ ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων αὐτῶν. Ἡ πρόθεση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δὲν ἦταν ἁπλῶς νὰ ὁρίσει μιὰ συντακτικὴ ὁμάδα, ποὺ νὰ ἀναλάβει τὴν ἐκδοτικὴ ἐπιμέλεια τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ, ἀλλὰ νὰ ἔχει ἡ ἴδια μιὰ ἄμεση καὶ οὐσιαστικὴ ἐμπλοκὴ ἐπὶ ὅλων τῶν θεμάτων τῆς Θείας λατρείας, μὲ τελικὸ στόχο νὰ ὀρθοτομεῖται λόγος ἀληθείας καὶ στὰ θέματα αὐτά.
Ὡς προέκταση αὐτῆς τῆς προθέσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ ἔχοντας πάντοτε κατὰ νοῦν, ὅτι τελικὸς στόχος καὶ ὑποχρέωσή μας εἶναι νὰ διαφυλάξουμε ἐκεῖνο, πού, κατὰ τὴ ρήση τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου, μᾶς παραδόθηκε παλαιόθεν ἀπὸ τοὺς πατέρες μας, δηλαδὴ τὸ «λατρεύειν τῷ Θεῷ ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ ἐνώπιον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν»[1], ἡ Ἐπιτροπὴ ἀντιμετωπίζει τὸ θέμα τῆς λατρείας σὲ ὅλες του τὶς πτυχές: τόσο ὡς θέμα τυπικῆς τάξεως, ὅσο καὶ ὡς θέμα οὐσίας, δηλαδὴ θεολογίας. Καὶ ὅταν λέγω θεολογίας, δὲν ἐννoῶ μόνο τὴ διατήρηση τῆς σύνδεσης μὲ τὴν κοινὴ παράδοση τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴ διαφύλαξη μιᾶς ἰδιάζουσας λατρευτικῆς ταυτότητος, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς εὐλάβειας τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ τῆς Κύπρου, ὅπως διαμορφώθηκε μέσα ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὴ γεωγραφικὴ θέση, στὴν ὁποία μᾶς ἔταξε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐπιτροπή, λοιπόν, κινεῖται ταυτόχρονα σὲ δύο ἄξονες: ἀφ’ ἑνός, πρὸς τὸ κοινὸν καὶ τὸ ὅμοιον, τὸ ταυτόν, δηλαδὴ τὴν ἑνιαία ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ἐμπειρία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας εἴμαστε κοινωνοί· ἀφ’ ἑτέρου, πρὸς τὸ ἰδιάζον, πρὸς ὅ,τι ἔχει ἀποθέσει ἡ τοπικὴ εὐλάβεια καὶ λατρευτικὴ εὐαισθησία τῶν Κυπρίων στὴ λατρευτικὴ τάξη, ὡς ἀπόσταγμα αἰώνων βιώσεως καὶ μετοχῆς ἑνὸς συγκεκριμένου λαοῦ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁμοουσιότης καὶ διάκρισις ὑποστάσεων: ἡ ἀποκαλυφθεῖσα, διὰ τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, Οἰκονομία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐφαρμόζεται —καὶ πρέπει νὰ ἐφαρμόζεται— καὶ στὰ τῆς Θείας λατρείας.
Ἀντιλαμβανόμενη κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὰ πράγματα, καὶ ἔχοντας πλήρη συνείδηση ὅτι θὰ πρέπει νὰ διατηρηθεῖ αὐτὴ ἡ οἰκονομία τῆς συνυπάρξεως τοῦ ταυτοῦ μὲ τὸ ἴδιον, κατὰ τὸ τριαδικὸ πρότυπο, ἡ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῆς Λατρείας ἀντελήφθη ἐξ ἀρχῆς ὅτι οἱ ὅποιες ἀπόψεις της ἐπὶ τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ δὲν μποροῦν παρὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπισταμένης μελέτης, ἐπιστημονικῆς τεκμηριώσεως, ἀλλὰ καὶ θεολογικῆς βασάνου.
Γιὰ νὰ ποῦμε ὁτιδήποτε γιὰ τὸ Τυπικὸ καὶ τὴ λατρεία, χρειάζεται καταρχὰς μελέτη τῶν πηγῶν, ὅλων τῶν σωζομένων σχετικῶν πηγῶν, καὶ ἐν προκειμένῳ αὐτῶν τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ παραδόσεως. Χρειαζόμαστε τὴν ἐμπειρία ποὺ θησαύρισε ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, τὰ πορίσματα, τὶς κατακτήσεις της, καὶ κυρίως τὶς μεθόδους της. Γι’ αὐτό, ἡ Ἐπιτροπὴ προσέλαβε, κατὰ κάποιο τρόπο, τὸν χαρακτήρα ἑνὸς ἐρευνητικοῦ βήματος, ἐνθαρρύνοντας τὴν ἔρευνα στὰ θέματα τῆς ἁρμοδιότητός της, ἀλλὰ καὶ καταφεύγοντας στὰ πορίσματα τῆς σχετικῆς μὲ λειτουργικὰ θέματα ἔρευνας, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσει νὰ σχηματίσει μιὰ ὅσο γίνεται πιὸ ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὶς ἱστορικὲς διαστάσεις τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς εἶναι διαρκῶς χρήσιμη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος ὅτι βρισκόμαστε σὲ μιὰ διαδικασία ἀναζήτησης, ὅτι ἡ ἔρευνά μας εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνοικτή, χωρὶς τέρμα. Ἔτσι, τὴν Ἐπιτροπὴ τὴν εἴδαμε ἐξαρχῆς μᾶλλον ὡς μιὰ κυψέλη προβληματισμοῦ καὶ διαλόγου, παρὰ ὡς ἕνα βαρὺ θεσμό, ποὺ ἐνδύεται τὴ σοβαρότητα τοῦ διορθωτῆ τῶν Τυπικῶν. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἐργαστήρι, ποὺ δημιουργήθηκε ἀκριβῶς γιὰ νὰ συντηρεῖ τὴν ἔρευνα κι ὄχι γιὰ νὰ τὴν τελειώσει. Ἑπομένως, ὅλες οἱ ἀπόψεις εἶναι εὐπρόσδεκτες.
Αὐτὴ τὴν ἀντίληψη τῆς Ἐπιτροπῆς, ἀλλὰ καὶ τὴ θέλησή της νὰ διευρύνει τὸν διάλογο καὶ τὸν προβληματισμό, καλώντας ἔγκυρους ἀκαδημαϊκοὺς καὶ ἐρευνητὲς νὰ ἐμπλακοῦν, ἀντανακλᾶ τὸ παρὸν πρῶτο Λειτουργικὸ Συνέδριο. Ἐπειδὴ θεωροῦμε χρήσιμες καὶ ἐποικοδομητικὲς τὶς ὅποιες συμβολὲς τῆς ἐπιστήμης, καὶ γενικότερα τὴν ἐμβάθυνση τοῦ διαλόγου, εὐελπιστοῦμε ὅτι θὰ καθιερωθεῖ ἕνα τακτικὸ βῆμα, ὅπου θὰ μπορεῖ νὰ διεξάγεται ἕνας τέτοιος διάλογος. Στόχος μας εἶναι νὰ συνεχίσει ἡ διοργάνωση παρόμοιων Συνεδρίων, μὲ σκοπὸ νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ περαιτέρω διασάφηση καὶ ἀποκρυστάλλωση τῶν θεμάτων ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν.
Ἕνα Λειτουργικὸ Τυπικό, δὲν εἶναι κάτι ποὺ δημιουργεῖται ἐν κενῷ, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος! Πέραν τῆς ἀπαρασάλευτης ταυτίσεώς του, ὡς πρὸς τὴν οὐσία, μὲ τὴν παράδοση τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ταυτόχρονα ἕνα ζωντανὸ σῶμα, ποὺ φέρει τὰ σημάδια τοῦ χρόνου, δηλαδὴ τῆς ἱστορίας (ὄχι μόνο της ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ τῆς γενικότερης ἀνθρώπινης ἱστορίας, μὲ τὰ μικρὰ καὶ μεγάλα γεγονότα της), ἀλλὰ καὶ τῆς γεωγραφίας, δηλαδὴ τοῦ γεγονότος ὅτι μιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι τοποθετημένη ἐν τόπῳ, πιὸ κοντὰ σὲ κάποιες Ἐκκλησίες καὶ μακρύτερα ἀπὸ ἄλλες, τοῦ ὅτι μιὰ κοινωνία πιστῶν γειτνιάζει μὲ ἄλλες ἐν τόπῳ κοινωνίες ἢ ἀπέχει ἀπὸ αὐτές.
Ἀρκετὲς φορές, ἀναφερόμενος στὴν ἱστορία καὶ τὴν ταυτότητα τῆς Κύπρου, ἔχω καταφύγει σὲ ἕνα ἑρμηνευτικὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο χρησιμοποίησε ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Παῦλος Ἐγγλεζάκης, σὲ μιὰ θεώρησή του τῆς ἱστορικῆς ὑπάρξεως τῆς Κύπρου, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει τὰ ἑξῆς πολὺ εὔστοχα: «Ἡ ζωντανὴ Κύπρος, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας χῶρος, μία ἱστορία καὶ μία Ἐκκλησία. Ἀκριβῶς διότι αὐτὸ ποὺ προσδιορίζει τὴν ταυτότητα τῆς Κύπρου εἶναι ἡ γεωγραφία, ἡ ἱστορία καὶ ἡ Ἐκκλησία της. Ἀναφέρομαι ὄχι στὸ ἀτομικό, στὸ τυχαῖο καὶ στὸ καιρικό, ἀλλὰ σὲ ὅ,τι ὁ Σολωμὸς — ἀκολουθώντας τὸν Δάντη — ὀνόμασε ‘τὸ κοινὸν καὶ τὸ κύριον’»[2]. Ἀνατρέχοντας στὸ πρόγραμμα τοῦ σημερινοῦ Συνεδρίου καὶ διαβάζοντας μόνο τοὺς τίτλους τῶν εἰσηγήσεων, ποὺ οἱ ἐκλεκτοὶ ὁμιλητὲς εἶχαν τὴν καλωσύνη νὰ καταθέσουν στὴν προσοχή μας —οἱ ὁποῖοι τίτλοι εἶναι ἐνδεικτικοὶ τῶν κατευθύνσεων ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ σύγχρονη ἔρευνα—, σκέφτομαι ὅτι ἡ ρήση τοῦ πατρὸς Παύλου μπορεῖ κάλλιστα νὰ βρεῖ ἐφαρμογὴ καὶ στὴν προσέγγιση τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νῆσος Κύπρος βρίσκεται σ’ ἕνα σταυροδρόμι τοῦ κόσμου, ὅπου διασταυρώνονται τὰ συμφέροντα ἰσχυρῶν δυνάμεων καὶ οἱ ἐπιρροὲς μεγάλων πολιτισμῶν, ὅπου διαχρονικὰ παρατηρεῖται μιὰ συνεχὴς διακίνηση ἀνθρώπων, ἰδεῶν καὶ ἐμπορευμάτων, δὲν ἀφήνει ἀνεπηρέαστο καὶ τὸ Λειτουργικὸ Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας της.
Ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καὶ γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες τῆς βυζαντινῆς περιόδου —σχηματικὰ μιλώντας: μέχρι καὶ τὴν ἔναρξη τῆς φραγκοκρατίας—, ἡ Κύπρος ἀποτελεῖ, οὕτως εἰπεῖν, μέρος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Συροπαλαιστίνης καὶ τῆς νοτίου Μικρᾶς Ἀσίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ ζωτικός της χῶρος, ἡ γειτονιά της —ἔστω καὶ ἂν ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα μέχρι σήμερα δὲν ἔδωσε τὴ δέουσα σημασία σ’ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Στὸν χῶρο τῆς ἁγιολογίας, τῆς εἰκονογραφίας καὶ γενικὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, ἀλλὰ καὶ στὴν παραδεδομένη λαϊκὴ εὐσέβεια, ἢ ἀκόμα καὶ τὴ λαϊκὴ τέχνη, θὰ βροῦμε πλεῖστες ὅσες ἐνδείξεις, μάρτυρες αὐτῆς τῆς στενῆς σχέσης τῆς Κύπρου μὲ τὰ ἀπέναντι παράλια τῆς Μικρασίας, Συροπαλαιστίνης καὶ Ἀλεξανδρείας.
Φυσικὸ εἶναι, λοιπόν, ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ πραγματικότητα νὰ ἀφήνει τὴ σφραγίδα της καὶ στὸν χῶρο τῆς λατρείας. Μέχρι τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς —καὶ ἐννοεῖται ὅτι μιλοῦμε σχηματικὰ— τὸ λειτουργικὸ πρόσωπο τῆς Κύπρου δέχεται ἔντονες ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ταυτόχρονα, βεβαίως, καὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀλλά, ὅπως εἶναι φυσικό, τὸ βλέμμα τῆς Κύπρου εἶναι κυρίως στραμμένο πρὸς ἀνατολάς.
Μὲ τὴν ἐπέλαση τοῦ Ἰσλὰμ στὶς παραμεσόγειες χῶρες, πολλοὶ ἄνθρωποι κατέφυγαν στὴν Κύπρο ἀπὸ τὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης, καὶ μεταξὺ αὐτῶν πολλοὶ ἱεράρχες, ἱερεῖς καὶ μοναχοί. Ἀναπόφευκτα, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ρίζωναν εἴτε προσωρινὰ εἴτε μόνιμα στὰ χώματα τῆς Κύπρου, ἔφερναν μαζί τους καὶ τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς λατρείας τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ἡ Κύπρος κατάφερνε νὰ ἀφομοιώσει οἰκονομικὰ καὶ πολιτισμικὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πληθυσμούς, μέσα ἀπὸ μιὰ ἀργόσυρτη διαδικασία ἀλληλεπίδρασης, κατόρθωνε νὰ τοὺς ἀφομοιώσει καὶ λειτουργικά. Μὲ τὴν ἰσχυρή της ὀρθόδοξη ταυτότητα, κατάφερνε νὰ σβήνει τὰ ὅποια στρεβλὰ ἔφερναν μαζί τους, ἐνῶ ἀφομοίωνε δημιουργικὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα.
Μὲ τὸν σταδιακὸ ἐξισλαμισμὸ τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμῃοσύνης καὶ τὴν ἐπάνοδο τῆς Κύπρου στὸν βυζαντινὸ κορμὸ μετὰ τὸ πέρας τῶν ἀραβικῶν κατ’ αὐτῆς ἐπιδρομῶν, ἔχουμε κατὰ κάποιο τρόπο μιὰ μείωση τῶν ἐπιρροῶν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα, μὲ παράλληλη ἐνίσχυση τῆς παρουσίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Νὰ μὴ ξεχνοῦμε ὅτι ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα καὶ μετὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου προβάλλεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, ὅπως προβάλλεται καὶ ὁ πολιτικός της ἄρχοντας, στρατηγός, δούκας ἢ κατεπάνω. Μετὰ τὸν 12ο αἰώνα, συνεχίζεται ἡ παρουσία τῆς Κωνσταντινούπολης στὴ νῆσο καὶ ἀρχίζει νὰ ἀναδεικνύεται ἡ συντηρητικότητα τῶν Κυπρίων σὲ θέματα λατρείας, ὡς μιὰ προσπάθεια διατήρησης τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας, ἀλλὰ καὶ διαφοροποίησης ἀπὸ τοὺς Φράγκους κατακτητές. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι, ἀκόμα καὶ τὸ μαρτύριο τῶν 13 ὁσιομαρτύρων τῆς Μονῆς Παναγίας Καντάρας, ἦταν θέμα προσήλωσης στὴν ὀρθὴ λατρεία.
Ἂς σημειώσουμε, τέλος, τὴν ἔντονη συσχέτιση μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία καὶ ἐντεῦθεν, μιὰ σχέση ποὺ ἐν πολλοῖς συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρω, ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν λειτουργικῶν βιβλίων ποὺ χρησιμοποιοῦμε προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Θὰ ἀφήσω ὅμως τὶς λεπτομέρειες στοὺς εἰδικούς.
Κλείνοντας, ἐκεῖνο ποὺ ἤθελα νὰ τονίσω εἶναι, πὼς ἡ διαχρονικὴ ἐξέλιξη τῆς ἐν Κύπρῳ λατρείας μᾶς ἀφήνει νὰ διακρίνουμε τρία βασικότατα χαρακτηριστικά. Τὸ πρῶτο, εἶναι ἡ ἀπίστευτη ἀφομοιωτική της δύναμη, ἡ ἱκανότητά της νὰ προσλαμβάνει, νὰ οἰκειοποιεῖται ἔξωθεν ἐπιδράσεις. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀφομοιωτικὴ δύναμη ὅμως, ἐπιδεικνύει καὶ μιὰ παραδειγματικὴ συντηρητικότητα στὴν τήρηση τῶν λατρευτικῶν παραδόσεων, περιλαμβανομένων καὶ ἐκείνων ποὺ ἀφομοίωσε καὶ οἰκειοποιήθηκε. Ἔτσι, λειτουργικὲς πράξεις ποὺ υἱοθέτησε, ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιδράσεων ἀπὸ μεγάλα κέντρα, ἐξακολουθεῖ νὰ τὶς κρατᾶ μέχρι σήμερα, ἐνῶ στὰ ἐν λόγῳ κέντρα ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ. Τὸ τρίτο, ἐντέλει, εἶναι μιὰ διεισδυτική, ἂν μπορῶ νὰ τὴν ὀνομάσω ἔτσι, ἱκανότητα: εἶναι ἡ ἱκανότητά της νὰ ἐπηρεάζει καὶ νὰ καθορίζει ὅλες τὶς μορφὲς τοῦ ἐν τῇ νήσῳ δημοσίου καὶ ἰδιωτικοῦ βίου, διαμορφώνοντας οὐσιαστικὰ αὐτό, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀποκαλέσουμε συλλογικὴ ταυτότητα.
Θὰ ἤθελα καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ νὰ ἐκφράσω τὶς ἐκ βαθέων εὐχαριστίες μου, πρῶτα πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο, γιὰ τὴν εὐλογία του νὰ διοργανώσουμε τὸ παρὸν Συνέδριο, τὴν ἐδῶ παρουσία του καὶ τὸν πατρικό του Χαιρετισμό, καὶ κατόπιν πρὸς τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Λεμεσοῦ, κ. Ἀθανάσιο, γιὰ τὴν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης στέγασης τοῦ Συνεδρίου τούτου καὶ τῶν ἐκλεκτῶν Συνέδρων στοὺς παρόντες φιλόξενους χώρους τῆς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ.
Ἐκ μέρους τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Λατρείας, σᾶς καλωσορίζω στὸ πρῶτο μας Συνέδριο, καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ φωτίσει τὶς κατευθύνσεις ὅλων μας, γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας.