Επιμέλεια παρουσίασης του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη (εκπροσώπου του Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ. Θεοδώρου στις Διεθνείς Εκκλησιαστικές σχέσεις)
Η Β’ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη το 1982 και κατέληξε σε αποφάσεις και προτάσεις για τα ακόλουθα θέματα.
Αποφάσεις «επί του θέματος των Κωλυμάτων Γάμου, επί του θέματος της αναπροσαρμογής των περί Νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων συμφώνως ταις απαιτήσεσι της συγχρόνου εποχής, επί του θέματος του Ημερολογιακού ζητήματος και επί του θέματος του καθορισμού κατά πόσον είναι δυνατόν εις το μέλλον να χειροτονώνται Επίσκοποι εκ μοναχών, οι οποίοι εδέχθησαν απλώς την ευχήν της ρασοφορίας και ουχί μόνον εξ εκείνων, οι οποίοι εδέχθησαν το μέγα σχήμα, του απασχολούντος την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Βουλγαρίας». (Βλέπε περισσότερα στο βιβλίο του Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, εκδόσεις Παναγόπουλος, σελ. 121 – 125, Αθήνα, 2005).
Επίσης καθόρισε τα θέματα της Ημερησίας Διασκέψεως της επόμενης Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως (πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη το 1986 και θα αναφερθώ στην επόμενη δημοσίευση) εκ των αναγραφομένων εις τον κατάλογον θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τα οποία παραθέτουμε εις το τέλος του κειμένου αυτού.
Αποφάσεις[1]
Ι. Επί του θέματος Κωλύματα Γάμου
1. Περί της εξ αίματος, κατ’ ευθείαν γραμμήν και εκ πλαγίου, συγγενείας συγκατάβασις μέχρι και του πέμπτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου (κανών 54 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου).
2. Περί της εξ αγχιστείας συγγενείας συγκατάβασις μέχρι του πέμπτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου[2].
3. Περί της πνευματικής συγγενείας εξ υιοθεσίας και εκ βαπτίσματος συγκατάβασις μέχρι του δευτέρου βαθμού συμπεριλαμβανομένου.
4. Περί του μη αμετακλήτως λυθέντος ή ακυρωθέντος γάμου και του προϋπάρξαντος τρίτου, ότι συνιστούν απόλυτα κωλύματα προς σύναψιν γάμου, συμφώνως προς την κατηγορηματικώς καταδικάζουσαν την διγαμίαν και τον τέταρτον γάμον ορθόδοξον κανονικήν παράδοσιν.
5. Περί μοναχών, κωλυομένων εκ της μοναχικής κουράς προς σύναψιν γάμου, προτείνει την δυνατότητα τελέσεως γάμου, εάν ούτοι, απολαβόντες αυθαιρέτως ή ακουσίως ή κατ’ ανάγκην την ιδιότητα του μοναχού, καταχθώσι δι’ εκκλησιαστικής αποφάσεως εις την τάξιν των λαϊκών.
6. Η ιερωσύνη, εις οιονδήποτε των τριών αυτής βαθμών, αποτελεί, συμφώνως προς την ισχύουσαν κανονικήν παράδοσιν[3] κώλυμα προς σύναψιν γάμου.
7. Περί των μικτών γάμων Ορθοδόξων μεθ’ ετεροδόξων και ετεροθρήσκων ή απίστων ήχθη εις την απόφασιν, όπως
α. Ο γάμος Ορθοδόξων μεθ’ ετεροδόξων κωλύηται κατά κανονικήν ακρίβειαν, δυνάμενος όμως να ευλογηθή κατά συγκατάβασιν και διά φιλανθρωπίαν, υπό τον ρητόν όρον ότι τα εκ του γάμου τούτου τέκνα θέλουν βαπτισθή και αναπτυχθή εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι δύνανται να αποφασίζωσι περί της κατά περίπτωσιν εφαρμογής της οικονομίας, αναλόγως των υφισταμένων ποιμαντικών αναγκών αυτών.
β. Ο γάμος Ορθοδόξων μετ’ αλλοθρήσκων ή απίστων κωλύηται απολύτως κατά κανονικήν ακρίβειαν, δυναμένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως εν περιπτώσει τοιούτου γάμου, αποφασίζωσι περί της εφαρμογής της ποιμαντικής οικονομίας προς το ορθόδοξον μέλος κατά τας υφισταμένας ιδιαιτέρας ποιμαντικάς ανάγκας αυτών.
8. Η κατά την εφαρμογήν της περί κωλυμάτων γάμου εκκλησιαστικής παραδόσεως πράξις δέον να λαμβάνη υπ’ όψιν και τας διατάξεις της εκασταχού σχετικής κρατικής νομοθεσίας, άνευ υπερβάσεως των ακραίων ορίων της εκκλησιαστικής οικονομίας και συγκαταβάσεως.
ΙΙ. Επί του θέματος: Αναπροσαρμογή των περί νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων συμφώνως ταις απαιτήσεσι της συγχρόνου εποχής.
Η Β’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις εξήτασε μετά πάσης προσοχής και επιμελείας και εν ελευθερία συζητήσεως το θέμα τούτο. Όμως, επειδή έκρινεν ανεπαρκή την επ’ αυτού μέχρι τούδε γενομένην προετοιμασίαν και μη καταλήγουσαν εις ομόφωνον έκφρασιν της ενιαίας γνώμης της Ορθοδοξίας, προς αποφυγήν εσπευσμένης αποφάσεως και επί τω σκοπώ όπως δοθή εν τω μεταξύ η δυνατότης εις τας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας, όπως ετοιμάσουν το πλήρωμα αυτών εν πιστότητι πάντοτε προς την διασφάλισιν της συνεχείας της ουσίας της παραδόσεως:
1. Καλεί τας κατά τόπους Ορθόδοξους Εκκλησίας, όπως αποστείλωσι τη Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τας επί του ως άνω θέματος παρατηρήσεις αυτών, επί τη βάσει του μέχρι τούδε καταρτισθέντος φακέλλου.
2. Παραπέμπει το θέμα προς επανεξέτασιν υπό προσεχούς Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, αφού, προηγουμένως εξετασθή τούτο υπό της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής.
3. Αποφαίνεται υπέρ της διατηρήσεως της παραδεδομένης πράξεως, μέχρι της εξετάσεως του θέματος υπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επί τη βάσει των προτάσεων της Προσυνοδικής εκείνης Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ήτις ήθελεν εξετάσει το θέμα τούτο.
ΙΙΙ. Επί του θέματος: Ημερολογιακόν Ζήτημα.
Μελέτη του ζητήματος εν αναφορά προς την περί Πασχαλίου απόφασιν της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και εξεύρεσις τρόπου συμπράξεως μεταξύ των Εκκλησιών εν τω ζητήματι τούτω, ως επίσης και το θέμα του κοινού υφ’ απάντων των χριστιανών εορτασμού του Πάσχα εν ωρισμένη Κυριακή.
Η Β’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις:
1. Ήκουσε τας επιστημονικάς επεξηγήσεις αστρονόμων καθηγητών επί του θέματος και ανεγνώρισεν, ότι εις ακριβέστερος προσδιορισμός της ημερομηνίας του Πάσχα – πάντοτε την πρώτην Κυριακήν μετά την Πανσέληνον μετά την εαρινήν ισημερίαν, κατά την απόφασιν της Α’ εν Νικαία Συνόδου – επί τη βάσει των επιστημονικών τούτων δεδομένων, θα ηδύνατο να συμβάλη εις την λύσιν του ζητήματος.
2. Ευρέθη σύμφωνος, εν τη περαιτέρω εξετάσει του ζητήματος, επί των εξής κεφαλαιώδους σημασίας σημείων:
α. Ότι το όλον θέμα, πολύ πέραν της επιστημονικής ακριβείας, είναι θέμα εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας της μιας και αδιαιρέτου Ορθοδοξίας, της οποίας η ενότης κατ’ ουδένα λόγον ή τρόπον πρέπει να διασαλευθή.
β. Ότι είναι θέμα υπευθύνου εκτιμήσεως υπό της Εκκλησίας των ποιμαντικών ευθυνών αυτής και των αντιστοίχων ποιμαντικών αναγκών του ποιμνίου αυτής, και
γ. Ότι εις σημερινήν διάρθρωσιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων ο πιστός λαός του Θεού είναι ανέτοιμος ή τουλάχιστον απροπαρασκεύαστος και απληροφόρητος διά να αντιμετωπίση και δεχθή μίαν αλλαγήν εις το θέμα του προσδιορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα.
3. Έκρινε, διά ταύτα πάντα, ότι πάσα αναθεώρησις επί το ακριβέστερον της πράξεως εν τω καθορισμώ της ημερομηνίας του Πάσχα, εν τη οποία πράξει και έχομεν άλλωστε τον από αιώνων κοινόν εορτασμόν του Πάσχα ημών, αφεθή δι’ ευθετώτερον καιρόν, του Θεού ευδοκούντος.
4. Θεωρεί απαραίτητον και την εφεξής συστηματικωτέραν κατά το δυνατόν πληροφόρησιν του ποιμνίου εις εκάστην επί μέρους Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ίνα η Ορθοδοξία, εν ευρύτητι νου και καρδίας, προχωρήση επί της οδού της από κοινού, εν ακριβεία, αλλά και εν πιστότητι προς το πνεύμα και το γράμμα της αποφάσεως της Α’ Οικουμενικής Συνόδου επιτεύξεως ενιαίου εορτασμού της μεγίστης των εορτών του Χριστιανισμού, τούθ’ όπερ ήτο και η σαφής πρόθεσις της αγίας εκείνης Α’ Οικουμενικής Συνόδου.
5. Διακηρύττει, ότι το ημερολόγιον και αι επί τούτου δημιουργηθείσαι ανώμαλοι καταστάσεις δεν πρέπει να οδηγώσιν εις διχασμούς, διαστάσεις ή και σχίσματα ακόμη, και ότι τυχόν αντιφρονούντες προς την κανονικήν αυτών Εκκλησίαν πρέπει να υιοθετήσωσι την εκ παραδόσεως καθιερωμένην τιμίαν αρχήν της υπακοής προς την κανονικήν Εκκλησίαν και της επανασυνδέσεως αυτών εντός των κόλπων αυτής εν ευχαριστιακή κοινωνία, και εν τη πεποιθήσει ότι «το σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο και ουχ ο άνθρωπος διά το σάββατον»[4].
6. Αναγνωρίζει την λυσιτέλειαν των καταβαλλομένων υπό της Γραμματείας επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προσπαθειών εν προκειμένω και την χρησιμότητα τυχόν μελλοντικής συνεχίσεως τούτων.
IV. Επί του θέματος: «Του καθορισμού κατά πόσον είναι δυνατόν εις το μέλλον να χειροτονώνται Επίσκοποι εκ μοναχών, οι οποίοι εδέχθησαν απλώς την ευχήν της ρασοφορίας και ουχί μόνον εξ εκείνων, οι οποίοι εδέχθησαν το μέγα σχήμα», του απασχολούντος την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Βουλγαρίας, όπερ και δεν αποτελεί θέμα της Ημερησίας Διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Η Β’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, μελετήσασα το ως άνω θέμα συμφώνως τη αποφάσει της Α’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, θεωρεί ότι αι δύο «πράξεις» της χειροτονίας εις τον επισκοπικόν βαθμόν διαφόρων Ορθοδόξων τοπικών Εκκλησιών, είτε εκ των του μεγάλου σχήματος, είτε εκ της ρασοφορίας, δεν προσκρούουν εις την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας.
Μετά την υπογραφήν των ως άνω αποφάσεων υπό των Αρχηγών των Αντιπροσωπειών, ενεκρίθη υπό της ολομελείας και η επομένη απόφασις επί του θέματος του καταρτισμού της ημερησίας διατάξεως της προσεχούς Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως:
Η Β’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις απεφάσισεν, όπως εις την Ημερησίαν Διάταξιν της προσεχούς Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως περιληφθώσιν, εκ των αναγραφομένων εις τον κατάλογον θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τα κάτωθι θέματα:
1. Αναπροσαρμογή των περί νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων συμφώνως ταις απαιτήσεσι της συγχρόνου εποχής.
2. Σχέσεις Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον.
3. Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνησις.
4. Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων.
Παρακαλούνται εν τω μεταξύ αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, αίτινες δεν έστειλαν εισέτι τας διαρκούσης της Α’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως αναληφθείσας υπ’ αυτών εισηγήσεις, όπως αποστείλωσιν αυτάς ως τάχιστα, ίνα καταστή δυνατή η έγκαιρος σύγλησις της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής προς διατύπωσιν της ενιαίας επί ενός εκάστου των ως άνω θεμάτων ορθοδόξου απόψεως»[5].
[1] Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν κανονική ισχύν προ της επ’ αυτών αποφάνσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
[2] κανών 54 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου.
[3] κανών 3 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου.
[4] Μάρκ. 2,27.
[5] Η Β’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις», Απόστολος Βαρνάβας, τεύχος 11, σελ. 380 – 384, Λευκωσία, 1982