Την πεποίθησή του ότι η δύναμη του «Χριστός Ανέστη» μπορεί να φωτίσει τον κόσμο των πολέμων και των τραγωδιών τονίζει στο Πασχαλινό του μήνυμα ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
Πασχαλινόν μήνυμα του Πατριάρχου Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών κ.κ. Κυρίλλου προς τους αρχιερείς, ιερείς, διακόνους, μονάζοντας και πάντα τα πιστά τέκνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσσίας
Ίδετε, ποταπήν αγάπην δέδωκεν ημίν ο πατήρ,
ίνα τέκνα θεού κληθώμεν και εσμέν.
(Α’Ιω. 3, 1)
Ιερώτατοι Αρχιερείς, σεβαστοί ιερείς και διάκονοι, θεοφιλείς μοναχοί και μοναχαί, αδελφοί μου αγαπητοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Διά των χαρμοσύνων και αισιοδόξων λόγων τούτων απευθύνω προς πάντας ημάς, αγαπητοί μου, τον εγκάρδιον χαιρετισμόν και συγχαίρω διά την μεγάλην και σωτήριον εορτήν του Πάσχα.
Εορτήν εορτών και πανήγυριν πανηγύρεων χαρακτηρίζει η Εκκλησία την αγίαν ημέραν ταύτην διά στόματος Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ενός των οικουμεικών αυτής διδασκάλων. Και εν τούτω είναι βαθύ πνευματικόν νόημα, διότι «τοσούτον υπεραίρουσα πάσας, ου τας ανθρωπικάς μόνον και χαμαί ερχομένας, αλλ᾿ ήδη και τας αυτού Χριστού και επ᾿ αυτώ τελουμένας, όσον αστέρας ήλιος» (Εις το Άγιον Πάσχα ΜΕ’, Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου). Εις την ένδοξον Ανάστασιν του Κυρίου Ιησού, την αναδειχθείσαν εις το πλέον σπουδαιότερον γεγονός της ιστορίας της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, συνίσταται αυτό τούτο το νόημα και αυτή αύτη η ουσία της πίστεως ημών, ο πυρήν και η κραταιά δύναμις του χριστιανικού μηνύματος εις τον κόσμον. Κατά τας ημέρας ταύτας παν το κήρυγμα ημών συνοψίζεται εις δύο μόνον λέξεις. «Χριστός ανέστη! Ειπών τούτο, τι δύναμαι ειπείν έτι μάλλον; Ελέχθη το παν», αναφωνεί ο Αγιος Φιλάρετος, Μητροπολίτης Μόσχας (Εις το Άγιον Πάσχα, τη 18η Απριλίου 1826).
Μετά την πτώσιν του Αδάμ η ιστορία της ανθρωπότητος είναι ιστορία του αδιακόπου αγώνος του καλού κατά του κακού. Ανυπήκοοι εις τον Θεόν οι άνθρωποι άφησαν ίνα εισέλθη εις την ζωήν αυτών και εις τον κόσμον η αμαρτία και συν ταύτη τα δεινά, αι αρρώστιαι, η φθορά και ο θάνατος. Και το πλέον βασικότερον, η αμαρτία διεχώρισε τον άνθρωπον του Θεού, του μη ποιήσαντος κακού και ξένου όντος πάσης αδικίας. Ουδείς δίκαιος ήτο εις θέσιν ίνα υπερνικήση τον τραγικόν διχασμόν τούτον και ίνα γεφυρώση την τεραστίαν πνευματικήν άβυσσον, διότι ήτο πράγμα ακατόρθωτον, εάν ήθελεν επιτευχθή αποκλειστικώς δι’ανθρωπίνων δυνάμεων. Και ιδού ο λόγος, όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «Εδεήθημεν Θεού σαρκουμένου και νεκρουμένου, ίνα ζήσωμεν» (Εις το Άγιον Πάσχα ΜΕ’, Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου).
Εις την ουσίαν η Ανάστασις του Χριστού εγένετο εκείνο το άνοιγμα, διά του οποίου υπερέβη ο περιορισμός της ανθρωπίνης φύσεως και ικανοποιήθη η δίψα διά την ένωσιν μετά του Θεού. Το Πάσχα είναι ο θρίαμβος της απεράντου αγαπης του Δημιουργού προς τους ανθρώπους, «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3. 16).
Και όμως, τι είναι ο εορτασμός του Πάσχα εις τον κόσμον τον βεβαρημένον πόνω και συμφοραίς, τον καταπονούμενον υπό των πολέμων και συγκρούσεων, τον πλήρη μίσους και κακίας; Τι είναι να αδομεν «θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», την στιγμήν κατά την οποίαν ο θάνατος παραμένει κατάδηλος κατακλείς της επιγείου ζωής εκάστου ημών; Βεβαίως, δεν καταργείται υπό του Πάσχα η πραγματικότης της παρουσίας του θανάτου εν τω Σύμπαντι, αλλά ο ανθρώπινος πόνος και η τραγωδία της επί γης υπάρξεως αντιμετωπίζονται πλέον υπό του Αναστάντος Κυρίου Ιησού, του παρασχόντος ημίν, τοις Εαυτού μαθηταίς και οπαδοίς, την κραταιάν ελπίδα της αιωνίου ζωής. Από τούδε, δι΄ημάς τους χριστιανούς δεν είναι πλέον χωρισμός ο θάνατος, αλλά η χαροποιός συνάντησις και η προσδοκουμένη επανένωσις μετά του Θεού.
Ο Χριστός, απαρχή των κεκοιμημένων (Α’ Κορ. 15. 20), έδειξεν ημίν την μόνην οδόν υπερβάσεως της αμαρτίας και του θανάτου και αύτη είναι η οδός της αγάπης. Περί της αγάπης ταύτης καλούμεθα ίνα μαρτυρήσωμεν εις τον κόσμον τον άπαντα και τούτο μάλιστα κυρίως διά του παραδείγματος του ιδίου ημών βίου, διότι εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις (Ιω. 13, 35).
Η αγάπη, σύνδεσμος της τελειότητος, κατά τον Απόστολον Παύλον (Κολ. 3.14), είναι η υψηλοτέρα και η μεγαλυτέρα των χριστιανικών αρετών. Με την μετάβασιν εις την αιωνιότητα, ότε καταξιωθώμεν καθοράν Αυτόν τον Κύριον, η πίστις ημών μετατραπή εις γνώσιν, ενώ η ελπίς της σωτηρίας, ελέω Θεού, γενήσεται πραγματικότης. Η δε αγάπη ουδέποτε εκπίπτει (Α’ Κορ. 13.8) και ουδέποτε αλλάξη.
Ως υπερόχως γράφει ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ, ότι η τελειότης του χριστιανισμού είναι η τελεία αγάπη προς τον πλησίον (Ασκητικαί εμπειρίαι, Περί αγάπης προς τον πλησίον). Και τι είναι η «τελεία αγάπη»; Είναι η αγάπη η οποία φθάνει εις βαθμόν ίνα αγκαλιάζει τους ξένους, τους κακοβούλους και ακόμη τους εχθρούς. Είναι η θυσιαστική αγάπη, ήτις πάσαν την ανθρωπίνην υπερβαίνει διάνοιαν, διότι δεν εντάσσεται εις τα όρια της καθημερινής λογικής του βίου. Αποκτάται αποκλειστικώς διά του έλκοντος την χάριν του Θεού πνευματικού αγώνος. Και αύτη η χάρις είναι εκείνη η οποία μας παρέχει την δυνατότητα ίνα ανταποδίδωμεν αγάπην αντί μίσους και καλόν αντί κακού.
Ακριβώς ταύτην την αγάπην εφανέρωσεν ημίν ο Χριστός, ο διά την ημετέραν σωτηρίαν δεξάμενος την φοβεράν ταπείνωσιν, τα πάθη και τον μαρτυρικόν θάνατον. Η τα πάντα νικώσα και τα πάντα πληρούσα αγάπη Αυτού κατέστρεψεν εκ θεμελίων τον Άδην και δι’όλην την ανθρωπότητα ήνοιξε τελικώς την πύλην του παραδείσου. Εις εκάστην περίπτωσιν της ζωής ημών καλούμεθα ίνα ενθυμούμεθα ότι εις την πραγματικότητα αι δυνάμεις του κακού είναι ψευδαισθητικαί και ουχί τόσον μεγάλαι, διότι δεν συγκρίνονται μετά των δυνάμεων του καλού και της αγάπης, των οποίων η μόνη πηγή είναι ο Θεός. Ας ενθυμώμεθα ότι η πλέον καλυτέρα απάντησις και το πλέον αποτελεσματικόν μέσον καταπολεμήσεως της αμαρτίας και της αδικίας είναι η εκ βαθέων των ψυχών ημών ειλικρινής προσευχή και, προπαντός, η κοινή προσευχή, η αναπεμπομένη κατά τας θείας ακολουθίας εν τω Ιερώ Ναώ, έτι δε μάλλον η εν τω Μυστηρίω της Θείας Ευχαριστίας κοινωνία του Σώματος και του Αίματος Αυτού του Σωτήρος ημών.
Βιούντες νυν την μεγάλην πασχαλίαν χαράν και μετ’ευλαβείας και δέους θεωρούντες τον εκ Τάφου Αναστάντα Ζωοδότην Χριστόν, καταστήσωμεν τους εγγύς τε και τους μακράν κοινωνούς του σωτηρίου αγγέλματος τούτου ίνα και ούτοι ίδωσι την ανεκλάλητον λάμψιν της Θείας αγάπης και συν ημίν ευλογήσωσι και δοξάσωσι το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Το πάσαν την διάνοιαν υπερβαίνον σωτήριον φως της του Χριστού Αναστάσεως φωτίζη διαρκώς την πορείαν της ζωής ημών, φαίνον και παρηγωρούν ημάς και καθιστάν κοινωνούς και κληρονόμους της Βασιλείας των Ουρανών.
Χαίρετε, αγαπητοί μου, διότι
Αληθώς ανέστη Χριστός ο Θεός!
ο Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών
Κύριλλος