“Στην πνευματική σύγχυση και σκληρότητα των σημερινών καιρών, η ψυχή μας βρίσκει στήριγμα στην ελπίδα, την προσδοκία και την πίστη, γιατί φωτίζεται από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Χριστό” αναφέρει μεταξύ άλλων στο χριστουγεννιάιτκο μήνυμά του ο Μητροπολίτης Χίου κ.Μάρκος.
Ολόκληρο το μήνυμα έχει ως εξής:
Αδελφοί μου,
Γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον λόγο του «Εις την γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού»: «Εκείνα που την παλιά εποχή περίμεναν με αγωνία οι πατριάρχες να πραγματοποιηθούν, οι προφήτες προείπαν και οι δίκαιοι προσδοκούσαν, πραγματοποιήθηκαν σήμερα: “Καί ο Θεός επί γης ώφθη διά σαρκός”. Ας χαρούμε λοιπόν, αγαπητοί, κι ας αγαλλιάσουμε. Διότι εάν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος σκίρτησε από αγαλλίαση μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, όταν η Παναγία επισκέφθηκε την Ελισάβετ, πολύ περισσότερο πρέπει να σκιρτούμε εμείς βλέποντας τον ίδιο τον Σωτήρα μας που γεννήθηκε σήμερα, και να θαυμάσουμε και να γεμίσουμε από έκπληξη μπροστά στο μέγεθος του μυστηρίου της οικονομίας του Θεού που παραμένει ασύλληπτο για οποιοδήποτε ανθρώπινο νού. Σκέψου δηλαδή πόσο μεγάλο και απροσδόκητο πράγμα είναι να βλέπει κανείς τον ήλιο να κατεβαίνει από τον ουρανό, να τρέχει επί της γης και απ’ αυτήν να στέλνει προς όλους τις ακτίνες του. Εάν αυτό το φαινόμενο, βλέποντας να συμβαίνει στον αισθητό ήλιο, θα γέμιζε με έκπληξη όσους το έβλεπαν, σκέψου σε παρακαλώ και αναλογίσου πόσο μεγάλο πράγμα είναι να βλέπουμε τον Ήλιο της Δικαιοσύνης να εκπέμπει τις ακτίνες του από τη δική μας την ανθρώπινη σάρκα και να καταφωτίζει τις ψυχές μας».
Ο ιερός Χρυσόστομος χαρακτηρίζει αυτό το μυστήριο «παράξενο και παράδοξο». Καί συνεχίζει: «Σήμερα η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό και αντί για αστέρια δέχθηκε τους αγγέλους που ανυμνούν· αντί για ήλιο, έδωσε χώρο κατά τρόπο απερίγραπτο στον Ήλιο της Δικαιοσύνης. Καί μη ζητάς να μάθεις πως· διότι, όπου θέλει ο Θεός, υπερβαίνεται η τάξη της φύσεως. Σήμερα γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και Αυτός που υπάρχει αιώνια γίνεται αυτό που δεν ήταν· διότι, ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Γιατί δεν έγινε άνθρωπος εγκαταλείποντας τη Θεότητά Του, ούτε πάλι έγινε από άνθρωπος Θεός μετά από ηθική προκοπή, αλλ’, ενώ είναι Λόγος του Θεού, έγινε άνθρωπος κι η φύση Του παρέμεινε αμετάβλητη».
Ο όρος Υπερούσιος δηλώνει εκείνον που υπερβαίνει την έννοια της ουσίας. «Το τι ακριβώς είναι αυτή καθ’ εαυτήν η θεία φύση κατά την ουσία της κείται πέραν κάθε προσπάθειας να το καταλάβουμε, επειδή είναι απρόσιτη και απλησίαστη στις σκέψεις», σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Με τον όρο φύση ή ουσία ονομάζουμε το σύνολο των στοιχείων ενός όντος που παραμένουν σταθερά κι αμετάβλητα στην πολλαπλότητα των υπολοίπων ιδιοτήτων και ενεργειών του. Λόγου χάριν, μία και κοινή είναι η θεία Ουσία μεταξύ των τριών προσώπων ή υποστάσεων της Αγίας Τριάδος. Βεβαίως, όταν μιλούμε περί Θεού, καταχρηστικά χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους, καθώς δεν πρόκειται περί κάποιου κοινού όντος.
Πολλοί κλασικοί φιλόσοφοι και δυτικοί θεολόγοι είχαν την εσφαλμένη άποψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί συλλογιστικά και αναγωγικά στη γνώση της θείας Ουσίας. Κατ’ επέκταση, υποστήριξαν ότι λογικά ακόμη και ο Θεός προσδιορίζεται υποχρεωτικά από τη φύση Του, από την Ουσία Του. Η ενανθρώπηση του Χριστού μας φανέρωσε όμως ότι ο Θεός είναι ελεύθερος από κάθε τέτοιο προκαθορισμό, ότι μπορεί να υπερβεί, σε μίαν έξαρση αγάπης και αυτοπροσφοράς, τον ίδιο του τον «εαυτό», την ίδια του την θεότητα· ότι είναι δυνατόν να υπάρξει και ως άνθρωπος. Ο Υιός και Λόγος του Θεού αποκτά έτσι και την ανθρώπινη ουσία ή φύση. Ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο, μία ύπαρξη, αλλά έχει δύο φύσεις: την θεία και την ανθρώπινη. Αυτά τα ιλιγγιώδη θεολογικά νοήματα σημαίνουν για τον άνθρωπο ότι πλέον καταργείται η νομοτέλεια που καταδυναστεύει την ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος καθίσταται, διά του Χριστού, «κοινωνός θείας φύσεως».
Σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Μάξιμου του Ομολογητού, «αυτό είναι το μεγάλο κι απόκρυφο μυστήριο. Αυτό είναι το μακάριο τέλος για το οποίο έχουν γίνει όλα. Αυτός είναι ο θείος σκοπός που προεπινοήθηκε πριν από την αρχή των όντων, για χάρη του οποίου έγιναν τα πάντα. Σ’ αυτό το τέλος ατενίζοντας δημιούργησε ο Θεός τις ουσίες των όντων. Αυτό είναι κυρίως το πέρας της προνοίας και εκείνων που η πρόνοια προνοεί, σύμφωνα με το οποίο γίνεται η επανασυναγωγή στο Θεό όλων των ποιημάτων του. Αυτό είναι το μυστήριο που περικλείει όλους τους αιώνες και φανερώνει την υπεράπειρη και που άπειρες φορές απείρως προϋπάρχει από τους αιώνες μεγάλη βουλή του Θεού, της οποίας αγγελιαφόρος έγινε ο ίδιος ο σύμφωνος με την ουσία του Θεού Λόγος, όταν έγινε άνθρωπος και φανέρωσε, αν μου επιτρέπεται να πω, τον ίδιο το βαθύτερο πυθμένα της Πατρικής αγαθότητας κι έδειξε μέσα σ’ αυτόν το τέλος, που για χάρη του τα δημιουργήματα έλαβαν την αρχή της ύπαρξής τους. Γιατί για τον Χριστό, δηλαδή για το μυστήριο κατά Χριστόν, όλοι οι αιώνες και όλα όσα περιέχουν έχουν λάβει την αρχή και το τέλος του είναι τους».
Μιλούμε για υπερουσιότητα, δηλαδή για μία δύσκολη θεολογική έννοια, υψηλή και δυσπρόσιτη. Όσο όμως περισσότερο εμβαθύνουμε στο αληθινό νόημα της εορτής των Χριστουγέννων, τόσο μεγαλύτερη θα είναι στην πραγματικότητα η Χάρις του Χριστού στη ζωή μας. Πολλές φορές δυστυχώς συμβαίνει να εορτάζουμε τα Χριστούγεννα χωρίς τον Χριστό. Απολαμβάνουμε πλούσια γεύματα, επιδεικτικές διακοσμήσεις και όμορφα δώρα –που κι αυτά βεβαίως έχουν την αξία τους, στον βαθμό όμως που δεν μας αποσπούν από το πραγματικό πρόσωπο αυτών των ημερών, τον γεννώμενο Χριστό. Δεν πρόκειται για κάποιον μεγάλο ηγέτη ή αναμορφωτή· γεννήθηκε ο Θεός και Σωτήρας μας. Αυτά ήταν τα λόγια των αγγέλων προς τους ανθρώπους εκείνη τη νύχτα: «Ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. β΄ 11).
Η υπερουσιότητα έχει να κάνει πρωτίστως με το ανείπωτο μέγεθος της αγάπης του Θεού. Μέσα στα διάφορα προβλήματα της ζωής μας, τα οποία έχουν γίνει τόσο επίπονα στις μέρες μας, αλλά δεν λείπουν ποτέ από καμμία εποχή, παίρνουμε ενθάρρυνση τόσο στον προσωπικό όσο και στον κοινό μας αγώνα από την πεποίθηση ότι υπάρχει Εκείνος που μας αγάπησε και μας αποκάλυψε την αγάπη Του μέσα στην ιστορία. «Ο Θεός αγάπη εστίν», βεβαιώνει ο άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης. Καί συνεχίζει: «Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον Υιόν Αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ Αυτού» (Α΄ Ιω. 4, 8-9). «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε μας έδωσε τον Υιό Του τον μονογενή, για να μην χαθεί όποιος πιστεύσει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή. Ο Θεός δεν έστειλε τον Υιό Του για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος μέσω αυτού» (Ιω. γ΄ 16-17). «Η καταδίκη», γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «συνίσταται στο εξής: ότι το φως έχει έρθει στον κόσμο, αλλά οι άνθρωποι αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως, επειδή τα έργα τους ήταν πονηρά. Όποιος κάνει το κακό μισεί το φως και δεν έρχεται στο φως, για να μη γίνουν φανερά τα έργα του· όποιος όμως ακολουθεί την αλήθεια έρχεται στο φως, για να γίνει φανερό ότι τα έργα του έχουν γίνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού» (Ιω. γ΄ 19-21).
Ο Χριστός γεννιέται στις καρδιές μας μόνο όταν τα είδωλα και οι άλλοι μύθοι καταρρεύσουν. Γι’ αυτό και ο Ίδιος είπε ότι ο Θεός δεν μπορεί να κατοικήσει σε όσους διχάζονται μεταξύ δύο κυρίων. Γιορτάζουμε πάντα Χριστούγεννα, όταν στη ζωή μας βιώσουμε με καθαρή καρδιά το μυστήριο της ενανθρωπήσεως, δηλαδή την εμπειρία ότι ο Θεός μας είναι οικείος και αδελφός. Η γέννηση του Χριστού σημαίνει την ανώτερη καταξίωση της ανθρώπινης φύσεως, καθώς αυτή ενώθηκε με τη θεία φύση. Με αυτόν τον τρόπο, το θνητό και κτιστό σώμα μας, που ζεί μες στις αμαρτίες, κρίθηκε άξιο να μεταλάβει θείων ενεργειών.
Σε αυτή τη δωρεά αναφέρεται ο απόστολος Παύλος λέγοντας: «Γνωρίζετε την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επειδή για σας έγινε φτωχός ενώ ήταν πλούσιος, για να πλουτίσετε σείς με την φτώχεια του» (Β΄ Κορ. η΄ 9).
Το μυστήριο της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου είναι και μυστήριο ταπεινώσεως. Η επίγεια ζωή του Χριστού συγκεφαλαιώνεται στην κένωση, στην πτωχεία – ξεκινά και καταλήγει στην άκρα ταπείνωση. Γιατί, τι είναι ευτελέστερο από το να γεννηθεί κανείς σε απλό κατάλυμα για ζώα; Το φτωχικό σπήλαιο κι η φάτνη, περί των οποίων μας ομιλούν τα ιερά κείμενα και τα οποία εικονίζονται και στην εικόνα της Γεννήσεως, είναι όλα δείγματα της κενώσεως της θεότητος, της ολοκληρωτικής συγκαταβάσεως Εκείνου, ο οποίος, αόρατος και απλησίαστος κατά την θεότητά Του, γίνεται ορατός κατά την ανθρώπινη φύση Του, γεννάται εντός του σπηλαίου και αφήνεται να τυλιχθεί σε σπάργανα, που προτυπώνουν και τον θάνατό Του, τον τάφο Του, από τον οποίον, όπως μέσα από την φάτνη, θα ανατείλει ξανά ο Ήλιος της Δικαιοσύνης και θα ξεχειλίσει η Πηγή της Ζωής.
Όπως το σπήλαιο της Γεννήσεως, η Εκκλησία γίνεται το αγιασμένο κατοικητήριο του Θεού. Είναι τόπος συναντήσεως Θεού και ανθρώπων. Δι’ αυτής αποκαλύπτεται στον κόσμο «η πολυποίκιλος σοφία του Θεού» και δι’ αυτής άπαντα τα έθνη καθίστανται «συγκληρονόμα και σύσσωμα και συμμέτοχα της επαγγελίας εν Χριστώ Ιησού διά του Ευαγγελίου» (Εφεσ. γ΄, 6). Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, εν τω οποίω «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. β΄, 9). Η μεγαλύτερη προς εμάς ευεργεσία και συγκατάβαση του Θεού είναι ότι μας αξίωσε να γεννηθούμε στην αγκαλιά της Αγίας μας Εκκλησίας. Στο εκκλησιαστικό σώμα καταλύεται η φθορά και η ταπεινή μας φύση υψώνεται ως Εκείνον. Στην Εκκλησία μας νικώνται όλες οι δυνάμεις του κακού που συνθλίβουν το ανθρώπινο πρόσωπο, και ο πιστός καθίσταται μέτοχος της ζωής του Θεού διά της προσωπικής του ελευθερίας και της Χάριτος Αυτού. Με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, διά της Εκκλησίας «ήλθεν η της ζωής βασιλεία» και «γέγονεν άλλη γέννησις, βίος έτερος, άλλο ζωής είδος, αυτής της φύσεως ημών μεταστοιχείωσις».
Στην πνευματική σύγχυση και σκληρότητα των σημερινών καιρών, η ψυχή μας βρίσκει στήριγμα στην ελπίδα, την προσδοκία και την πίστη, γιατί φωτίζεται από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Χριστό. Ο Υπερούσιος τίκτεται, Χριστός γεννάται, και ιδού έστι μεθ’ ημών «πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος».
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013
Με πατρικές ευχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ ΜΑΡΚΟΣ