του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου
Η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι η ίδια γλώσσα που μιλάμε και σήμερα. Μεταφέρει βιώματα, αισθήματα, σχέση με τους άλλους, σχέσεις με το περιβάλλον, με ένα έθνος, σχέση με την πατρίδα.
Στο «Ενοριακό Αρχονταρίκι» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς και στο πλαίσιο του τρίμηνου προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…», πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου, συζήτηση με θέμα: «Χρειάζονται τα Αρχαία Ελληνικά σήμερα;».
Η εκδήλωση διοργανώθηκε σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Επιστημόνων Πειραιώς.
Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκος και ο Φιλόλογος και Νομικός Παναγιώτης Μητροπέτρος. Τον συντονισμό είχε ο Πολιτικός Επιστήμων και Συγγραφέας Κωνσταντίνος Χολέβας.
Στην έναρξη της συζήτησης ο Σεβ. Μητροπολίτης κ. Μάρκος, αναφέρθηκε στη διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας, η οποία ξεκινάει από τις ρίζες της. Και για να πορεύεται μια γλώσσα χρειάζεται βαθιές ρίζες. Η αρχαία ελληνική γλώσσα, συνέχισε, είναι η ίδια γλώσσα που μιλάμε και σήμερα. Παρά τις φαινομενικές, εκ πρώτης όψεως διαφορές και σύμφωνα με τις πάρα πολλές ομοιότητες, η νέα ελληνική γλώσσα είναι η ίδια γλώσσα την οποία μιλούσαν οι πρόγονοί μας εδώ και δεκάδες αιώνες σε αυτόν τον τόπο, τονίζοντας παράλληλα ότι είναι αδιανόητο να μιλάει κανείς για οποιαδήποτε πτυχή της επιστήμης, αγνοώντας την αρχαία ελληνική γλώσσα.
Παίρνοντας τον λόγο ο κ. Μητροπέτρος, τόνισε ότι ουδεμία άλλη γλώσσα, πλην της ελληνικής, έχει διατηρήσει τη δύναμη της επί 4.000 χρόνια. Και συνέχισε λέγοντας ότι η Εθνικότητα αρχίζει να αναζητείται σε ένα λαό στο παρελθόν, από την στιγμή που μπορούμε να ταυτίσουμε τη γλωσσικότητα. Γι’ αυτό, κατέληξε, τα Aρχαία Eλληνικά μας χρειάζονται γιατί είναι μέρος της ψυχής μας. Η αρχαία ελληνική γλώσσα μεταφέρει βιώματα, αισθήματα, σχέση με τους άλλους, σχέσεις με το περιβάλλον, με ένα έθνος, σχέση με την πατρίδα. Όλο αυτό το πράγμα ακονίζει το μυαλό του ανθρώπου δέκα φορές περισσότερο από ότι ακονίζεται αν μάθει να βγάζει μία χημική αντίδραση, για παράδειγμα.
Η αρχαία ελληνική διδάσκει την λεπτομέρεια, τόνισαν οι ομιλητές και μας ακονίζει το πνεύμα.
Συνεχίζοντας ο Σεβασμιώτατος, τόνισε ότι η ελληνική γλώσσα μας δίνει την δυνατότητα του «σκέπτεσθαι λογικώς». Γιατί η σύνταξη του αρχαίου ελληνικού λόγου, η οποία διέπεται από τις απαντήσεις που δίνει στις αριστοτελικές κατηγορίες (ποιος, τι, που πως γιατί), μας δίνει τη δυνατότητα να σκεπτόμαστε λογικά.
Ακολούθως ο συντονιστής κ. Χολέβας, ζήτησε και από τους δύο προσκεκλημένους να τοποθετηθούν στο θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών.
Όπως είπε ο κ. Μητροπέτρος: «Οι διδασκαλίες κρίνονται στην πράξη. Το φαινόμενο της παιδείας βασίζεται σε δύο πυρήνες: ο δάσκαλος και ο διδασκόμενος ή μαθητής. Ενώ ένας τρίτος πυρήνας, βοηθητικός, είναι το διδακτικό υλικό. Όταν υπάρχει δάσκαλος, αυτός βρίσκει τρόπους να διδάξει και το πιο δύσκολο γνωστικό αντικείμενο, με έναν τρόπο εύπεπτο, αλλά όχι απλοϊκό. Η αρχαία ελληνική είναι η γλώσσα διδάσκαλος.»
Σχετικά με το θέμα της αξιολόγησης του μαθήματος, ο Σεβασμιώτατος τόνισε: «Φοβούμαι ότι η επιθυμία των αρμοδίων ή αναρμοδίων αρμοδίων ή ακαταλλήλων αρμοδίων να μην αξιολογείται το μάθημα των αρχαίων ελληνικών, εμπεριέχει στοιχεία νοσηρής ιδεοληπτικής εμπάθειας ή άγνοια. Δεν καταλαβαίνουν ότι η στέρηση από την αξιολόγηση, στερεί από τα παιδιά αυτό που στερείται ένας αθλητής του στίβου, ο οποίος προπονείται έναν ολόκληρο χρόνο και όταν έρθει η ώρα να πάει στους αγώνες, του λένε ότι δεν θα συμμετάσχει.» Αυτό βέβαια οφείλεται και στην άρνηση της αναγνωρίσεως μιας από τις μεγαλύτερες αρετές που γνώρισε ο ελληνισμός στο διάβα των αιώνων, της αριστείας. Η αριστεία, όπως εξήγησε ο Σεβ., είναι μέθεξη του ανθρώπου προς το θείον. Ο άριστος είναι δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Χαριτώνει ο Θεός τον άνθρωπο και τον καθιστά άριστο. Και κατέληξε, κλείνοντας και την συζήτηση: «Εάν θέτουμε υπό περιορισμό ή υπό διωγμό την γλώσσα μας, θέτουμε υπό διωγμό και την ελευθερία μας.»