Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά*
O Εντμόν Αμπού ήταν Γάλλος συγγραφέας, ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος. Το 1852 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα περιόδευσε σε όλη τη χώρα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι δημοσίευσε δύο βιβλία. Στο πρώτο περιγράφει την «Ελλάδα του Όθωνα» και έναν χρόνο αργότερα, το 1857, κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Ο βασιλεύς των ορέων», όπου με γλαφυρό και μυθιστορηματικό τρόπο περιγράφει τη συνεργασία των πολιτικών της εποχής καθώς και της διοίκησης του ελληνικού βασιλείου με τους ληστές της υπαίθρου.
Ο πρώτος από τους δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου του Αμπού απετέλεσε τη διάδοχη κατάσταση του «κοτζαμπασισμού» στην Ελλάδα, ο οποίος μέσω της οικογενειοκρατίας διαιωνίζεται ο ίδιος πολιτικά, ενώ διαιωνίζει έως τις μέρες μας την κοινωνική διαστρωμάτωση και την πολιτική πρακτική της Τουρκοκρατίας και του ραγιαδισμού στην Ελλάδα.
Μετά την Ελληνική Επανάσταση και την ακόλουθη εγκατάσταση των Βαυαρών, ο μεγάλος πλούτος των κοτζαμπάσηδων, που συσσωρεύτηκε μέσα από τη μακροχρόνια συνεργασία τους με τους Οθωμανούς, είχε περιοριστεί σημαντικά. Η ληστεία, επίσης, λόγω της παραγωγικής ένδειας απετέλεσε τη συνέχεια της παράδοσης της κλεφτουριάς και συνεπώς είχε κοινωνική αποδοχή.
Η αποτυχία των πολιτικών να υιοθετήσουν τα νέα παραγωγικά πρότυπα της Βιομηχανικής Επανάστασης οφειλόταν αφενός στην αδυναμία τους να αντιληφθούν τη σημασία της τεχνολογίας για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και αφετέρου στον φόβο ότι θα έχαναν τα προνόμιά τους από την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Η οικονομική καχεξία διαιώνιζε στο ελληνικό βασίλειο τις κοινωνικές δομές της Τουρκοκρατίας, όπου οι παράνομες δραστηριότητες αποτελούσαν σημαντική πηγή οικονομικής δραστηριότητας, ώστε οι πολιτικοί και η διοίκηση να επιδιώκουν αφενός να συμμετέχουν στα κέρδη από τις απαγωγές και τις ληστείες, και αφετέρου να ελέγχουν πολιτικά τους αγροτικούς πληθυσμούς με τον φόβο της μάχαιρας των ληστών.
Μέσα από τα δύο βιβλία ο Αμπού συμπεραίνει ότι η εξαθλίωση των Ελλήνων είναι το αποτέλεσμα των διεφθαρμένων πολιτικών, οι οποίοι εξασκούν τα καθήκοντά τους με στόχο το προσωπικό κέρδος, καθώς και μέσω της εξυπηρέτησης των οικονομικών συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων στην Ελλάδα, κάτι που τους προσέδιδε πλούτο και πολιτική ισχύ.
Η διείσδυση στο έργο του Αμπού και η σύγκριση της εποχής με την Ελλάδα των Μνημονίων αποδεικνύουν ότι η οικονομική και η πολιτική κατάσταση ελάχιστα έχουν αλλάξει από την εποχή του Οθωνα. Η εξαθλίωση της χώρας μέσω της επιβαλλόμενης οικονομικής απραξίας που δεν επιτρέπει στον πληθυσμό να ζήσει αξιοπρεπώς είναι το «αποτέλεσμα της συστημικής πολιτικής διαφθοράς στην Ελλάδα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Γερμανός αντικαγκελάριος Ζίγκμουντ Γκάμπριελ την εποχή του δεύτερου Μνημονίου.
Στην Ελλάδα του Οθωνα, όμως, το πολιτικό σύστημα ήταν μάλλον ειλικρινές, επειδή ο χωρισμός σε αγγλικά, γαλλικά ή ρωσικά κόμματα παρέπεμπε ευθέως στην πολιτική πρακτική της εξυπηρέτησης των ξένων συμφερόντων. Ωστόσο, σήμερα τα πολιτικά κόμματα εξουσίας αποκρύπτουν υποκριτικά την ετικέτα των γερμανικών, αμερικανικών, τουρκικών ή άλλων ξένων συμφερόντων που εξυπηρετούν.
Την ίδια στιγμή φέρουν εις πέρας μία από τις μεγαλύτερες ληστείες στην παγκόσμια Ιστορία με το να μεταφέρουν τον ιδιωτικό και τον δημόσιο πλούτο του ελληνικού λαού στους Γερμανούς, ενώ βουτούν το δαχτυλάκι τους -ή μάλλον ολόκληρο το χεράκι τους- στο πιθάρι του συνολικού φάσματος των οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας.
Η διαφορά μεταξύ της σημερινής πολιτικής καμαρίλας και αυτής της εποχής του Οθωνα είναι ότι η δεύτερη, παρά την άκρατη διαφθορά της, είχε εθνική συνείδηση, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να πραγματοποιήσει την εθνική της ολοκλήρωση μέσω της Μεγάλης Ιδέας. Αντιθέτως, η καθολική συναίνεση του πολιτικού συστήματος εξουσίας στις ξένες οικονομικές απαιτήσεις και η μετατροπή της χώρας σε γερμανικό προτεκτοράτο, καθώς και η εκχώρηση του ιστορικού ονόματος της Μακεδονίας στους Σλάβους, καθώς και του Αιγαίου και της Θράκης στους Τούρκους, μέσω του αφοπλισμού της χώρας, εξυπηρετούν μόνο την πάγια γερμανική πολιτική της καθόδου των στη Μεσόγειο.
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών