ΠΟΛΕΜΟΣ 1940: Πάντα τέτοιες μέρες του Οκτώβρη στη μνήμη μας έρχεται η μορφή της και στην ακοή μας η γεμάτη παλμό φωνή της μεγάλης «τραγουδίστριας της νίκης», του σύγχρονου Τυρταίου, της Σοφίας Βέμπο, που εμψύχωνε τα νιάτα της πατρίδας μας στα αλβανικά βουνά για να φέρουν τη νίκη στον πόλεμο του 1940.
Η Σοφία Βέμπο (Έφη Μπέμπου το κανονικό της ονοματεπώνυμο) γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Θράκης τον Φεβρουάριο του 1910.
Λίγο αργότερα άρχισαν οι τουρκικοί διωγμοί και η οικογένεια της μετέβη πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην Ελλάδα, κι εγκαταστάθηκε πρώτα στην Τσαριτσάνη κοντά στην Ελασσόνα, όπου ο πατέρας της δούλευε εκεί ως καπνεργάτης, και κατόπιν στον Βόλο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 η Σοφία Βέμπο εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη όπου ξετυλίγει το ταλέντο της στο τραγούδι σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Προσλαμβάνεται το 1932 από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή κι εμφανίζεται στο κοσμικό κέντρο «Αστόρια» κοντά στον Λευκό Πύργο, και την επόμενη χρονιά φεύγει για την Αθήνα κι εμφανίζεται στο θέατρο «Κεντρικόν», όπου τραγουδά δημιουργίες των Μιχάλη Σουγιούλ, Κώστα Γιαννίδη και Μίμη Τραϊφόρου – με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά και χρόνια αργότερα τον παντρεύτηκε. Τότε ο μεγάλος συγγραφέας και στιχουργός Πολ Νορ (Νίκος Νικολαΐδης) την… βαφτίζει Σοφία Βέμπο, καταργώντας το Μπέμπου.
Το μεγάλο ταλέντο της ξεδιπλώθηκε με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940. Καθιερώθηκε στη συνείδηση των Ελλήνων όταν άρχισε να τραγουδά πατριωτικά πολεμικά τραγούδια στην επιθεώρηση, εμψυχώνοντας στρατό και λαό με το τραγούδι των Σουγιούλ/Τραϊφόρου «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, τι σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά…». Εκείνο το διάστημα όλα τα θέατρα της Αθήνας είχαν αρχίσει να ανεβάζουν πολεμικές επιθεωρήσεις. Το θέατρο αυτοεπιστρατεύτηκε στην υπηρεσία του μεγάλου αγώνα, και όλοι ανέβαζαν πολεμικές σάτιρες.
Η φωνή της Βέμπο γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες με τις πολεμικές παρωδίες «Στον πόλεμο βγαίν’ ο Ιταλός», «Κορόιδο Μουσολίνι» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Η φωνή της, γεμάτη παλμό και ειρωνεία, συγκλονίζει το πανελλήνιο και ξευτελίζει τον «φοβερό» Μουσολίνι.
Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, πολλοί διέφυγαν στη μέση Ανατολή. Η Βέμπο με τον σύντροφό της Μίμη Τραϊφόρο δεν τα κατάφεραν. Η Σοφία είχε ανοιχτό μέτωπο με τους Ιταλούς που την κυνηγούσαν επαγγελματικά και δεν της επέτρεπαν να βγαίνει στη σκηνή.
Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, στις 9/8/1941 το Ιταλικό Φρουραρχείο Αθηνών εκδίδει την υπ’ αριθ. Πρωτ. 13/2 διαταγή που υπέγραφε ο αντισυνταγματάρχης Κ. Μεόλι, και αναφέρει για τη Βέμπο: «κατά την διάρκειαν του παρελθόντος πολέμου, εις το θέατρον Μακέδου, ετραγουδούσε χιουμοριστικά και υβριστικά δια το ιταλικόν έθνος τραγούδια». Στη διαταγή τονίζεται ότι ο κόσμος την θαυμάζει, την χειροκροτεί και την εκθειάζει για τα αντιιταλικά της τραγούδια, και παρακινείται η Αστυνομία «να παύση την δράσιν της στο τραγούδι εις όλα τα θέατρα της Ελλάδος.
»Εις την ιδίαν θ’ αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος (άδεια) και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής».
Μια βδομάδα μετά, την Κυριακή 17/8/1941, η Βέμπο επισκέφθηκε το θέατρο «Αθήναιον», Πατησίων και Μάρνη γωνία, για να δει την παράσταση και να χαιρετήσει τους συναδέλφους της. Μόλις το κατάμεστο θέατρο αντελήφθη την παρουσία της, την κάλεσε επίμονα να ανέβη και να τραγουδήσει το αγαπημένο της «Παιδιά της Ελλάδος», απαγορευμένο από τις κατοχικές Αρχές. Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά αλλά το κοινό επέμεινε, και τότε κατασυγκινημένη ανέβηκε στο σκηνή, πήρε το μικρόφωνο, και η δυνατή φωνή της αντήχησε στην περιοχή! Οι θεατές όρθιοι χειροκροτούσαν και την συνόδευαν, μετατρέποντας τη θεατρική παράσταση από καλλιτεχνική εκδήλωση σε αυθόρμητο ξέφρενο πατριωτικό παραλήρημα! Οι ιταλικές Αρχές την αναζήτησαν εκείνο το βράδυ για να την συλλάβουν.
Δύο μήνες μετά την απαγόρευση των Ιταλών να τραγουδά δημοσίως, της επιστράφηκε (στις 17/10/41) η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Αποκαλυπτικό είναι το έγγραφο του αστυνομικού διευθυντή Αγγέλου Έβερτ μετά από σχετική θετική απάντηση της Ιταλικής Στρατιωτικής Διοικήσεως:
«Αρ. Πρωτ. 40965 Φ. 84/27 προς την επιτροπή Ασκήσεως του Επαγγέλματος του ηθοποιού, Ν. 5736: «Έχομεν την τιμήν […] να παρακαλέσωμεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι επιστρέψητε την άδειαν ασκήσεως επαγγέλματος εις την Σοφίαν Βέμπο, καθ’ όσον επετράπη εις ταύτην να συνεχίση την καλλιτεχνικήν δράσιν της υπό ωρισμένους περιορισμούς δια τους οποίους υπέγραψε σχετικήν δήλωσιν, ήτις διεβιβάσθη υφ’ ημών εις την Διοίκησιν των Βασιλικών Καραμπινιέρων. Ο Διευθυντής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, Αστυνομικός Διευθυντής Β΄».
Η Σοφία Βέμπο στο Κάιρο
Λίγες μέρες αργότερα, και μετά από παλινωδίες σε σχέση με την άρση την απαγόρευσης, παίρνει την απόφαση να φύγει από την Ελλάδα. Με τη βοήθεια της οργάνωσης «Μίδας 614» του Ιωάννη Τσιγάντε και δύο ιερωμένων που έγιναν αργότερα μητροπολίτες (Παντελεήμων Φωστίνης Δράμας και Παντελεήμων Καρανικόλας Κορινθίας, που έψαλαν και τη νεκρώσιμη ακολουθία της το 1978), στις 8 Οκτωβρίου του 1942 φυγαδεύτηκε μεταμφιεσμένη σε καλόγρια, με το όνομα Σοφία Βαμβέτσου. Στο Κάιρο έφτασε μετά από πολλές περιπέτειες τον Δεκέμβριο. Αργότερα την ακολούθησε και ο Τραϊφόρος και μετείχαν μαζί στο Συγκρότημα Ψυχαγωγίας που οργάνωσαν οι αγγλικές υπηρεσίες για τον συμμαχικό στρατό. Το συγκρότημα διηύθυνε ο προϊστάμενος της Γενικής Διευθύνσεως Τύπου, Γεώργιος Σεφέρης.
«Στον πόλεμο του ΟΧΙ», έλεγε, «όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου… Δεν μου χρωστάει λοιπόν κανείς, ούτε η Ελλάδα μας. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».
Βέμπο και Τραϊφόρος επέστρεψαν στην ελεύθερη Αθήνα στα τέλη του 1944, και συνέχισαν την καλλιτεχνική τους σταδιοδρομία για μία τριακονταετία. Το 1949 η Βέμπο απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το «Θέατρον Βέμπο», και το 1957 παντρεύτηκε μετά από μακροχρόνιο δεσμό τον Μίμη Τραϊφόρο, ο οποίος έγραψε πολλά τραγούδια για την αγαπημένη του, όπως και άλλοι δημιουργοί (Μιχάλης Σουγιούλ, Γιώργος Οικονομίδης κ.ά.).
Με τον αγαπημένο της Μίμη Τραϊφόρο
Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου η Βέμπο είχε μετατρέψει το σπίτι της σε καταφύγιο των κυνηγημένων από τη χούντα φοιτητών, για ν’ αποφύγουν τη σύλληψη. Τους άνοιξε την πόρτα, τους έκρυψε και τους έδωσε κάθε δυνατή βοήθεια. Ήταν η τελευταία πράξη ανθρωπιάς της μεγάλης αυτής Ελληνίδας.
Ευτυχώς η Βέμπο τιμήθηκε εν ζωή από το ελληνικό κράτος με πλήθος παράσημα για τις υπηρεσίες που πρόσφερε, γιατί είθισται οι εκπρόσωποί του πάντα να λησμονούν τους μεγάλους αγωνιστές… Η πανελλήνια συνείδηση της απένειμε το εύσημο και την ονόμασε «τραγουδίστρια της νίκης», και η ίδια, στα μεταπολεμικά χρόνια, έδειξε τη φιλοπατρία της με την γενναία δωρεά της στο έθνος. Σε μια συμβολική πράξη, πρόσφερε για ενίσχυση του Βασιλικού Ναυτικού το εκπληκτικό ποσό των 2.000 χρυσών λιρών!
Συλλεκτικό νόμισμα για τα 100 χρόνια από τη γέννησή της (φωτ.: Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης / Συλλογή Κατερίνας Κ. Πετρίδου)
Έφυγε από τη ζωή στις 9 το πρωί του Σαββάτου 11/3/1978 από εγκεφαλικό επεισόδιο στο σπίτι της στην οδό Στουρνάρη, απέναντι από το Πολυτεχνείο, και βύθισε στο πένθος όλη την Ελλάδα. Στην κηδεία της μια απέραντη λαοθάλασσα Αθηναίων –κυρίως νέοι– απέδειξαν τη λατρεία που έτρεφε ο λαός στο πρόσωπό της.
Όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος, τραγουδιστές και ηθοποιοί έδωσαν το παρών. Απόντα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, χωρίς να πουν το γιατί.
(Πηγή: facebook / Σοφία Βέμπο, η τραγουδίστρια της νίκης)
Ο κόσμος ακολούθησε το σκεπασμένο με την ελληνική σημαία φέρετρό της, τα παράσημά της και τα στεφάνια του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου και του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Τη στιγμή της ταφής, το πλήθος την αποχαιρέτησε με το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε για τη λευτεριά»..
Οι στίχοι του
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του
μ’ όλα τα φτερά
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει
βρε, το φουκαρά
Ωωωωωωωωωωωωωχ
Τον τσολιά μας τον λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
τον μακαρονά
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω
Αααααααααααααχ
Ξεκινάει την άλλη μέρα
μα και πάλι ακούει Αέρα
από τον τσολιά
δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι
ξέρει τη δουλειά
Ωωωωωωωωωωωωωχ
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω
Αααααααααααααχ
Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά
για να βρουν τον διάβολό τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά
Ωωωωωωωωωωωωωχ
Και οι Κένταυροι οι καημένοι
βρε τι τρομερό
νηστικοί, ξελιγωμένοι
πέφτουν στο νερό
Αχ Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει
Αααααααααααααχ
Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε τη κλωτσιά
και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μεσ’ τη Κορυτσά
Ωωωωωωωωωωωωωχ
Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική
Αχ Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω
Και ‘πάθαν οι καημένοι
μεγάλη συμφορά
κι η Ρώμη περιμένει
κι εκείνη τη σειρά
Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης