Επιμέλεια: ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ – Οι δεσμοί της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας με την Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος είναι ισχυροί και ακατάλυτοι. Σε προσωπικό επίπεδο με τον λίαν αγαπητό αδελφό Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο διατηρούμε μία ειλικρινή σχέση επικοινωνίας και συνεργασίας…» αναφέρει μεταξύ άλλων στην συνέντευξη εφ όλης της ύλης που παραχώρησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ Βαρθολομαίος στον Χρήστο Κανελλόπουλο και την εφημερίδα «Πατρίς»
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, επισημαίνει επίσης ότι η ανθρωπότητα βιώνει σήμερα τα αποτελέσματα της αμέλειας, της ασέβειας και της αλαζονείας των ανθρώπων, απέναντι στη δημιουργία του Θεού.
Μάλιστα αναφέρεται διεξοδικά στο ότι τις τελευταίες εβδομάδες γίναμε και πάλι μάρτυρες της τεράστιας καταστροφής που προκάλεσαν οι δασικές πυρκαγιές σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αλλά και στην Τουρκία και σε άλλες χώρες, ενώ θυμάται με θλίψη και τις ανάλογες τραγικές στιγμές που έζησε η Ηλεία, το 2007, αλλά και την ανείπωτη τραγωδία στο Μάτι.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δίνει ιδιαίτερη σημασία στην περιβαλλοντική προστασία, ενώ απαντώντας σε σχετικό ερώτημα μας, τονίζει ότι το οικουμενικό Πατριαρχείο με μία σειρά πρωτοβουλιών, έφερε στο ίδιο τραπέζι, για διάλογο, θρησκευτικούς ηγέτες, εκπροσώπους διεθνών οργανισμών και κυβερνήσεων, αλλά και ειδικούς επιστήμονες, που συζήτησαν την καταστροφή του περιβάλλοντος και τι μπορεί να γίνει, ώστε να ενεργοποιηθεί η παγκόσμια κοινότητα για την προστασία του.
Ο κ. Βαρθολομαίος απαντώντας και σε άλλες ερωτήσεις , μίλησε με παράπονο για τις κλειστές πόρτες της Θεολογικής σχολής στη Χάλκη και χαρακτήρισε κάτι τέτοιο ως αδικία, ενώ τόνισε ότι είναι ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας για το Πατριαρχείο, που δεν διαθέτει πλέον στην έδρα του, το δικό του θεολογικό εκπαιδευτήριο, το φυτώριό του, όπου οι υποψήφιοι «θα διδάσκονται και θα διδάσκουν και θα βιώνουν τον τρόπο και την παράδοση της Μεγάλης εκκλησίας», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ανέφερε δε ότι με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο και την Εκκλησία της Ελλάδος έχει μία ειλικρινή σχέση επικοινωνίας και συνεργασίας και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για την πρωτοβουλία, να παραχωρηθεί από την «Ελεήμονα Εταιρεία» στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο ιστορικός Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου Πτωχοκομείου.
“Είναι σχέσεις αδελφικής συνεργασίας και συμπορεύσεως για την ενίσχυση της μαρτυρίας της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο. Οι δεσμοί της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας με την Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος είναι ισχυροί και ακατάλυτοι.
Είναι σάρξ εκ της σαρκός της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, σχέση, που πάντοτε τιμά, αναγνωρίζει και σέβεται, παρά τις κατά καιρούς διαφορετικές προσεγγίσεις σε ορισμένα επί μέρους ζητήματα.
Σε προσωπικό επίπεδο με τον λίαν αγαπητό αδελφό Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο διατηρούμε μία ειλικρινή σχέση επικοινωνίας και συνεργασίας, και δράττομαι της ευκαιρίας να εκφράσω προς το πρόσωπό του και πάλι την ευγνωμοσύνη μας για την φιλάδελφη πρωτοβουλία του να παραχωρηθεί από την “Ελεήμονα Εταιρεία” προς το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο ο ιστορικός Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Πτωχοκομείου.
Έτσι, σήμερα, το Πατριαρχείο μας διαθέτει ένα θυσιαστήριο στην Πρωτεύουσα της Ελλάδος, σύμβολο ορατό του σεβασμού του ευσεβούς ελληνικού λαού προς την Μητέρα του Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Τον ευχαριστούμε, επίσης, διότι πάντοτε, σε κάθε ιεραποδημία μας σε κάποια από τις Ι. Μητροπόλεις της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μακαριώτατος έρχεται για να μας προϋπαντήσει αδελφικώς, εκφράζοντας και κατ’ αυτόν τον τρόπο τα αισθήματα τιμής και αγάπης που τρέφει όχι μόνον προς την Μετριότητά μου, αλλά κυρίως προς την Πρωτόθρονη Εκκλησία της Ορθοδοξίας”, τόνισε χαρακτηριστικά
Όσον αφορά στα όσα συμβαίνουν με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη στάση του Πατριαρχείου της Μόσχας, εξέφρασε τη θλίψη του, που αυτό δεν καταδίκασε την αδικαιολόγητη, όπως είπε και παράνομη από κάθε έννοια δικαίου, εισβολή της Ρωσίας στο έδαφος μιας ανεξάρτητης χώρας.
“Μας προκαλεί θλίψη η στάση του Πατριάρχου Μόσχας. Πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζεσαι ότι είσαι αδελφός με έναν άλλο λαό και να ευλογείς τον εναντίον του πόλεμο που διεξάγει το κράτος σου; Πώς είναι δυνατόν να εγκαταλείπεις στο έλεος των ρωσικών βομβαρδισμών εκείνους τους Ορθοδόξους πιστούς που ισχυρίζεσαι στανικώς ότι υπάγονται πνευματικώς στο ωμοφόριον σου; Να ανέχεσαι να καταστρέφονται τα σπίτια και οι ναοί τους από τους ρωσικούς πυραύλους; Να μην κάνεις τα πάντα για να σταματήσεις τον παραλογισμό του πολέμου;
Πόσο ανορθόδοξη μοιάζει – και είναι – αυτή η στάση; Είναι ένα ακόμα δείγμα της τραγικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η ηγεσία της αδελφής Εκκλησίας της Ρωσσίας, η οποία στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, και κυρίως τη συνταύτισή της με το πολιτικό καθεστώς, ανακαλύπτει απειλές και εφευρίσκει εχθρούς της πίστης, επιτίθεται σε όλους όσοι διαφωνούν μαζί της, εξακολουθεί να ασεβεί έναντι της Μήτρος Εκκλησίας της, και, δυστυχώς, όπως φαίνεται, συνεχίζει να προσπαθεί, με διάφορους τρόπους, να συμπαρασύρει και άλλες τοπικές Εκκλησίες στον αδιέξοδο δρόμο που εκείνη βαδίζει”.
Και συνέχισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης: “η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μία ντροπή. Ναι, μία μεγάλη ντροπή για εκείνους που την εμπνεύστηκαν και για εκείνους που εξακολουθούν, έμμεσα ή άμεσα, να την δικαιολογούν και να την υποστηρίζουν. Αποτελεί ντροπή και για εκείνους που σιωπούν, που την ανέχονται, που κάνουν ότι δεν βλέπουν. Αθώοι άνθρωποι χάνουν καθημερινώς τη ζωή τους. Άμαχος πληθυσμός βομβαρδίζεται.
Πόλεις και χωριά ισοπεδώνονται. Ιεροί χώροι βεβηλώνονται, όπως συνέβη πρόσφατα με τον περικαλλή Καθεδρικό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Οδησσό, ο οποίος υπέστη μεγάλες καταστροφές από ρωσική πυραυλική επίθεση.
Ο πόλεμος αυτός, όπως κάθε πόλεμος, είναι ανίερος, διαβολικός και καταστροφικός. Όχι, δεν είναι “ιερός”. Είναι καταστροφικός για όλους, πρώτα για την Ουκρανία, αλλά και για την επιτιθέμενη Ρωσία, για την ευρωπαϊκή μας ήπειρο, για την παγκόσμια κοινότητα, για την ειρήνη και τον πολιτισμό μας. Ο πόλεμος πρέπει να σταματήσει τώρα. Αρκετές μάνες και σύζυγοι θρηνούν τα παιδιά και τους άνδρες τους στην Ουκρανία, αλλά και στην Ρωσία.
Ελπίζουμε ότι η ηγεσία της Ρωσικής Εκκλησίας θα αφουγκραστεί τον πόνο των ανθρώπων και στις δύο πλευρές και θα συνταχθεί στον αγώνα για τον τερματισμό του πολέμου και την επικράτηση της ειρήνης. Εκτός και αν ελπίζουν, κάτι που δεν θέλουμε να πιστέψουμε, ότι με τον πόλεμο που εξαπέλυσε το Κράτος τους θα τακτοποιηθούν και οι εκκλησιαστικές τους διεκδικήσεις. Εάν το ελπίζουν, ματαιοπονούν, αέρα δέρουν!”.