Του Μητροπολίτου Πέργης κ. Ευαγγέλου
Ανήσυχες οι ανοιξιάτικες ώρες στην Πόλη. Βραχνιασμένες, από χρόνο αγωνίας. Καί με τις μέρες να βιάζωνται για εποχικά ξεφαντώματα. Εγγύτερα στης ζωής το νόημα. Με τη φύση να χαμογελά.
* * *
Κι᾿ αυτό το καλοκαίρι στη Χάλκη με τη χάρη του Ευαγγελισμού, την άπλετη. Ξεπερνώντας το μισό αιώνα. Καί πάντα σε μέρες Ιουνίου.
Αποφεύγοντας τα ξεγελάσματα από τις πρώιμες κάψες. Το κλίμα της Πόλης δεν αστειεύεται. Κυρίως για τους ώριμους. Αυτοί, προτιμούν κατακαλόκαιρα να συντροφεύουν τ᾿ ακύμαντα ακρογυάλια και τη σκιά των πεύκων του νησιού, των πυκνών και καταπράσινων. Επίκαιρος ο στίχος του Καβάφη για το Νιχώρι του: «Την πρασινάδα που θα δης εκεί, να μην ελπίσης που σ᾿ άλλο μέρος θα τη βρης» (Το Νιχώρι, 1885).
Ξεκίνημα με την ευχή του Παρακλήτου. Με την προς Θεόν γονυκλισία πάντα στο Φανάρι. Είναι και ιερός της καθυστέρησης λόγος. Είμαι χρόνια και χρόνια γονατιστός της Πεντηκοστής πάνω στα καρυδόφυλλα της Μεγάλης Εκκλησίας. Με Πατριαρχική την επίκληση για τα παρόντα και για τα μελλούμενα στον «Άχραντο, Αόρατο, Ακατάληπτο Δημιουργό του παντός».
Διασχίζω τα νερά του Μαρμαρά. Οι πρώτες ματιές στον πρώτο λόφο. Μοιάζει σα να ιερουργεί με ακοίμητους. Να συνομιλεί με σχήματα της οπτασίας. Καί μούρχεται να το πω στη συντροφιά του πλοίου, στους διαλεγμένους από τους «αμέτρητους» και «λίγους».
Το μικρό πέλαγος της Προποντίδας σπρώχνει σε ενασχόληση. Κι᾿ επιλέγω περιοδικό. Απ᾿ αυτά που ξεχωρίζω. Καί με μιλεί ο «Εφημέριος» (Έτος 62, τεύχος 5, Μάίος 63. Όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος). Συγχρονισμένο και συχνά και με το ύφος της Πόλης, το Πατριαρχικό, το ρωμαίικο. Καί με το βάθος του το θεολογικό, το λειτουργικό και δυστυχώς σήμερα ακατανόητο στους πολλούς μας «μαρμαρωμένους χριστιανούς». Γιά μένα, όμορφη πρόκληση χαριτωμένων σελίδων.
Καλημερίζοντας το καλοκαίρι μου, με πρωτοπαίρνει το εξώφυλλο. Μιά «ΑγιαΣοφιά», βουτιγμένη στο πράσινο. Όπως την εμβιώνει ο αγιορείτης ιερωμένος καλλιτέχνης της. Ο Μοναχός που με τα πλαστουργά του δάκτυλα κατώρθωσε να μας δείξει μέσα από το κελλί του τη Μεγάλη Εκκλησία σα φυτεμένη στον Παράδεισο, στο περιβόλι που τον περιβάλλει, συνδυάζοντας τον ησυχασμό του με την εγρήγορση του.
Πόσο κοντά μας κι᾿ οι σελίδες του. Οι συντάκτες του, οι αρθρογράφοι του. Τούς νοιώθω προσκυνητές σ᾿ αυτό το «καύχημα των ζώντων» (Φώτης Κόντογλου, σ. 11) την Πόλη. Να ζούν τους αισθάνομαι με τη «μέριμνα» της (Ι. Μ. Χατζηφώτης, σ. 14). Να θέλουν να ποτίσουν τους αμάραντους «ωραίους κήπους» της. Να περιγράψουν με οίστρο τη σιωπή της, τον κρότο της. Να ρίξουν λάδι στο «κανδήλι που αγρυπνά» (Άγγελος Τερζάκης, σ. 8-10).
Θέλω να χαιρετίσω και τον παπά Κωνσταντίνο Καλλιανό (σ.21). Πάντα ξάστερο το μυαλό του σε μια «νέα Έξοδο Επιταφίου». Νοιώθω την καρδιά του να κρατά ψηλά το κηροπήγιο της Ορθοδοξίας με τη χρυσογάλανη φλόγα του. Κι᾿ όταν από τη Σκόπελο με θυμίζει με τις κάρτες του τις ομορφιές του νησιού του, εγώ ξεχωρίζω τα μυρωμένα θυμιάματα της εκκλησιάς του, του Αγίου Παντελεήμονα.
* * *
Η Πόλη μας αρέσει με το βάθος του χρόνου της. Με το πανίερο θάμβος της. Αυτό κρύβει σφραγισμένη την άρρητη ευωδία της. Τα αντιφεγγίσματα των μυστηρίων της, το άνθος της αφθαρσίας της. Απ᾿ εκεί μας μιλούν και οι δόξες της πορφύρας και οι λαμπηδόνες οι ευκατάνυκτες. Καί μ᾿ αυτά σεμνυνόμαστε. Χειμώνες και καλοκαίρια. Ξεφυλλίζοντας σελίδες. Συνομιλώντας με πεπλοφόρες μορφές. Βαδίζοντας στην ιστορική συνέχεια. Αρδεύοντας το παρόν.