Του μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεου
(από το ένθετο της δημοκρατίας για την ορθοδοξία)
Στη ζωή των ατόμων και των λαών εντοπίζονται συχνά περίοδοι που ανατρέπουν ξαφνικά και βίαια τα θεωρούμενα ως μόνιμα και ασφαλή δεδομένα και τους οδηγούν σε μια κατάσταση αναθεώρησης των απόψεών τους για τη ζωή, τις σχέσεις τους με τους ανθρώπους, ακόμα και με τον ίδιο τον εαυτό τους.
Είναι εκείνες οι απρόσμενες καταστάσεις που μας δημιουργούν την αίσθηση ότι τα πάντα καταρρέουν, μας προκαλούν την πικρή διαπίστωση ότι «πήραμε τη ζωή μας λάθος», είναι οι στιγμές εκείνες όπου καλούμαστε να πούμε το μεγάλο «ναι» και το μεγάλο «όχι», προκαλούμαστε «ν’ αλλάξουμε ζωή»… Είναι οι καταστάσεις που συνηθίζουμε να ονομάζουμε συνοπτικά «κρίση».
Θεωρούμε όμως τις κρίσεις, ατομικές ή συλλογικές, κάτι εξ ορισμού αρνητικό και γι’ αυτό απευκταίο και τρομακτικό, που αφήνει πίσω του παντοειδείς απώλειες, ερείπια και συντρίμμια…
Και αγνοούμε ότι κάθε κρίση δεν είναι κάτι το εξωκοσμικό και μαγικό, αλλά είναι φαινόμενο κοινωνικό, με αιτίες κοινωνικές, που διαχέονται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, οι εκάστοτε παθογένειες και ελλείψεις της οποίας τη γέννησαν, τη γαλούχησαν και την εξέθρεψαν, χωρίς την εξαφάνιση των οποίων κάθε προσπάθεια, όσο φιλότιμη και να είναι, θα παραμένει ατελέσφορη και αναποτελεσματική.
Και θα παραμένει όσο αδυνατούμε όχι να ανακαλύψουμε τις αιτίες αλλά να επανορθώσουμε τις αμαρτίες… Τις αμαρτίες με την πραγματική σημασία της λέξης, νοούμενες ως αποτυχίες.
Τρία χρόνια τώρα οι Ελληνες τα ίδια πάντα συζητούμε, χωρίς ορατό αποτέλεσμα, καθώς όλοι, λίγο ως πολύ, γνωρίζουμε τις αιτίες που μας έφτασαν στο αδιέξοδο και στην καταστροφή, λίγοι όμως επιλέγουν να κάνουν τη μεγάλη στη ζωή τους και την κοινωνία, κατ’ επέκταση, αλλαγή.
Για να βγούμε από τη δύσκολη αυτή στιγμή, χρειάζονται οργάνωση, συνεργασία, αποτελεσματικότητα και κοινωνική συνοχή, επιβάλλεται η υπαγωγή τού εγώ στο εμείς, προϋποτίθεται η κοινωνική ευθύνη και η του ατομικού συμφέροντος στο κοινό συμφέρον υποταγή.
Τα διάσπαρτα ανά την Ελλάδα μοναστήρια μας, με προεξάρχοντα τα πολυαιώνια αγιορείτικα μοναστικά ενδιαιτήματα, μας καλούν να μεταφέρουμε στις πόλεις το μοναστικό πρότυπο και βίωμα ζωής.
Και πρώτα πρώτα μας προτείνουν έναν τρόπο κοινωνικής οργάνωσης στέρεα δομημένης και ιεραρχικά συγκροτημένης, στην οποία, χωρίς να αναιρείται η προσωπική αυτονομία, θα γίνεται σεβαστή η ιεραρχία και δεν θα τα ισοπεδώνει όλα η επικρατήσασα τα τελευταία χρόνια «ισότητα» και ισομοιρία.
Στη μοναστική κοινότητα κυριαρχεί η τόσο παρεξηγημένη λέξη «υπακοή», όχι με την έννοια της δουλοπρεπούς υποταγής, αλλά με την έννοια του σεβασμού στον ιεραρχικά ανώτερο, της εκούσιας του εγωισμού και της φιλαυτίας αποταγής.
Φυσικό επακόλουθο του σεβασμού προς την ιεραρχία είναι η αποτελεσματικότητα, μέσα από τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων -διακονημάτων- και την αλληλοπεριχώρηση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, όπου ο καθένας επιτελεί το έργο που του έχει ανατεθεί όσο υπεύθυνα μπορεί.
Ανθρώπινα πάθη, ελλείψεις και αδυναμίες καλύπτονται από την αμοιβαία αγάπη και ανοχή, και ξεπερνιούνται μέσα από την προσωπική τους άσκηση και προσευχή.
Αλλά όπως δεν μπορεί να υπάρξει μονή χωρίς ιεραρχία και υπακοή, έτσι δεν μπορεί να προχωρήσει και μια κοινωνία, στην οποία όλοι θέλουν να βρίσκονται στο τιμόνι και κανένας στο κουπί!