Toυ Βασίλειου Ευσταθίου Δρ. Φυσικού, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
1. Η δύσκολη και σύνθετη προβληματική του Ουκρανικού ζητήματος.
Ο έγκριτος δικηγόρος κ. Αναστάσιος Βαβούσκος σε μια σειρά άρθρων του υπερασπίζεται τις θέσεις και κινήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο θέμα της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Βεβαίως οι δικαιοδοσίες και οι ιεροί κανόνες κατέχουν έναν πρωταρχικό ρόλο στην προσέγγιση και στην εξέλιξη του θέματος αυτού, το οποίο οφείλει να εξετάζεται και από αυτή την πλευρά, ωστόσο αποτελεί επικίνδυνη ατραπό να προσπαθεί κάποιος να βρεί τους πρώτους αίτιους και λόγους του προβλήματος ως έχει σήμερα και να προσπαθεί να το λύσει αυτό, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του κάποιες ακόμα επίσης ουσιαστικές σχετικές συνιστώσες και παραμέτρους στην συγκεκριμένη, ιδιαιτέρως πολύπλοκη και επιβεβαρυμμένη, περίπτωση. Τέτοιες φρονούμε ότι είναι:
α) Η ιδιαίτερη σημασία του Κιέβου για το Ρωσικό λαό και η βαθιά σύνδεση μαζί του λόγω του ότι εκεί βρίσκονται οι ιστορικές ρίζες του εκχριστιανισμού του.
β) Το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία του Ουκρανικού λαού νιώθει στενά συγγενής με τον ομόφυλο αδελφό του Ρωσικό λαό, επιλέγοντας να ανήκει στην τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας με επικεφαλή τον Μητροπολίτη Ονούφριου, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται διώξεις εναντίων του, όπως μάλιστα συμβαίνει και στις ημέρες μας.
γ) Το ότι αυτή η τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, αναγνωρισμένη από όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έως την εκλογή νέου προκαθημένου στις 15 Δεκεμβρίου 2018, βρίσκεται υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας από το 1686, δηλαδή επί 333 συναπτά έτη.
δ) Το ότι την χορήγηση αυτοκεφαλίας δεν αιτήθηκε αυτή η τοπική Εκκλησία, αλλά οι δύο κατά πολύ μικρότερες σχισματικές ομάδες – η μία καθαιρεμένων και αναθεματισμένων από το Πατριαρχείο Μόσχας αρχιερέων, έχοντας αναγνωριστεί αυτή η τέλεια συνοδική πράξη του Πατριαρχείου Μόσχας από όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έως την αποδοχή από αυτό του εκκλήτου τους στις 11 Οκτωβρίου 2018, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά από τότε, και η άλλη ομάδα παντελώς αχειροτόνητων κανονικά αρχιερέων, που στην καλύτερη περίπτωση αντλούν την χειροτονία τους στο παρελθόν από απλούς σχισματικούς ιερείς!
ε) Το ότι στην όλη διαδικασία της χορήγησης της Αυτοκεφαλίας, στην Ενωτική Σύνοδο, στην απόδοση του Τόμου και στην ενθρόνιση, δεν συμμετείχε παντελώς η τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, αλλά απείχε σύσσωμη, εκτός από δύο Μητροπολίτες μόνους τους, χωρίς ποίμνιο, και η χορήγηση της Αυτοκεφαλίας κατάφερε μόνο να φέρει κοντά τις σχισματικές ομάδες (όχι χωρίς και μεταξύ αυτών σοβαρά προβλήματα και διενέξεις), με το χάσμα μάλλον να οξύνεται συνεχώς παρά να αμβλύνεται μεταξύ της προϋπάρχουσας κανονικής τοπικής Εκκλησίας και της ξέχωρης νέας, η οποία δημιουργήθηκε με την συνένωση των δύο σχισματικών ομάδων, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την τελευταία αυξανόμενη άσκηση βίας και των διώξεων εναντίον της πρώτης.
στ) Οι σχισματικές ομάδες δεν επέδειξαν κανένα ίχνος μετάνοιας, ούτε καν στα λόγια, η οποία αποτελεί βασική προϋπόθεση της οποιαδήποτε ενέργειας επιστροφής αφορισμένων και καθαιρεμένων στους κόλπους της Εκκλησίας, καθώς άνευ μετάνοιας τέτοια επιστροφή, ούτε νόημα έχει, καθώς δεν μπορεί να επιφέρει καρπούς σωτηρίας, ενώ μπορεί ταυτόχρονα να καταστεί και πρόξενος προβλημάτων και σύγχυσης εντός αυτής (αποκορύφωμα της αμετανοησίας των σχισματικών στην Ουκρανία είναι: α. η διατήρηση του τίτλου του Πατριάρχη ως επίτιμου από τον ένα σχισματικό πρώην Προκαθήμενο, β. η απόδοση τιμής στους ιδρυτές της σχισματικής παράταξης των ‘αχειροτόνητων’ ως αρχιερέων, χωρίς ούτε οι ίδιοι να έχουν λάβει ποτέ κανονική χειροτονία σε αρχιερέα, αλλά ούτε και να έχουν λάβει χειροτονία από άλλον σχισματικό, που κάποτε χειροτονήθηκε κανονικά αρχιερέας (βλ. βίο Vasyl Lypkivsky, του οποίου τα αποκαλυπτήρια μνημείου προς τιμήν του ως «Μητροπολίτου Κιέβου» τέλεσε ο νέος Προκαθήμενος), όπως και γ. η απρόσκοπτη έκφραση του πόθου του νέου Προκαθήμενου να ανυψωθούν ως τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας σύντομα στην Πατριαρχική Αξία, αλλά και δ. η επανειλημμένα εκπεφρασμένη προσκόλλησή του στα δυτικά πρότυπα, που είναι αλλοτριωμένα και άμοιρα της Ορθόδοξης Παράδοσής μας, με ταυτόχρονη αποστροφή του για καθετί προερχόμενο από την ομόδοξη και ομόφυλη Ρωσία).
ζ) Οι αρχιερείς της σχισματικής ομάδας των αχειροτόνητων «επανήλθαν» στην κανονικότητα, χωρίς ούτε καν να έχουν λάβει χειροτονίες που προέρχονται από άλλους κάποτε στο παρελθόν κανονικά χειροτονημένους αρχιερείς.
2. Η ανάγκαία αίτηση για την Αυτοκεφαλία
Ο κ. Α. Βαβούσκος λοιπόν χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του όλα τα παραπάνω, βασιζόμενος σε μια μονομερή, ελλειμματικής συνοχής, ασθενική προσέγγιση του Εκκλησιαστικού Δικαίου, προσπαθεί στα άρθρα του, να υπερασπισθεί την χορήγηση της Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία με τον τρόπο που έγινε. Έτσι στο άρθρο του «Το Ζήτημα της Παραχωρήσεως Αυτοκεφάλου Καθεστώτος στην Τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας», όπως και επίσης στο «Ο Αποκλειστικός Χαρακτήρας του Δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί Παραχωρήσεως Αυτοκεφάλου» βασιζόμενος στους ι.κ. 12ο της Δ’ και 38ο της Πενθέκτης, και στο έθιμο του τρόπου χορήγησης του Αυτοκεφάλου, καταλήγει ότι «η διαδικασία για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος κινείται: α) είτε κατόπιν αιτήσεως από την τοπική Εκκλησία, η οποία επιθυμεί την παροχή αυτοκεφάλου καθεστώτος, β) είτε κατόπιν αιτήσεως από την Πολιτική Αρχή, εντός των γεωγραφικών ορίων της οποίας υπάρχει η αιτούσα το αυτοκέφαλο καθεστώς τοπική Εκκλησία…». Και άρα αφού έγινε αίτηση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην περίπτωση της Ουκρανίας, επομένως δικαίως χορηγήθηκε η Αυτοκεφαλία. Το πρόβλημα όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η αίτηση δεν έγινε από την κανονική τοπική εκκλησία της Ουκρανίας υπό του Μητροπολίτη Ονούφριου, στην οποία ανήκει και η πλειοψηφία του λαού, αλλά από τις σχισματικές ομάδες σε συνεργασία με την Πολιτεία. Και βέβαια στη θέση ότι κατά το έθιμο η αίτηση μπορεί να γίνει από την «Πολιτική Αρχή, εντός των γεωγραφικών ορίων της οποίας υπάρχει η αιτούσα το αυτοκέφαλο καθεστώς τοπική Εκκλησία», εννοείται ως αιτούσα το αυτοκέφαλο καθεστώς τοπική Εκκλησία η κανονική τοπική Εκκλησία, και όχι οι όποιες σχισματικές ομάδες εκεί. Παρακάτω το άρθρο αναφέρει και ότι δεν «αποκλείεται και η αυτεπάγγελτη κίνηση της σχετικής διαδικασίας από το αρμόδιο θεσμικό όργανο της Εκκλησίας». Τώρα τι άλλο θέλει να πεί εδώ ο γράφων, και από που ακριβώς το συνάγει από το έθιμο, δηλαδή από άλλες τέτοιες αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθον, είναι δύσκολο να συναχθεί, αλλά πιθανόν να εννοεί ως τέτοια περίπτωση, την περίπτωση των «Νέων Χωρών» στην Ελλάδα. Όμως οι «Νέες Χώρες» δεν έχουν καμιά σχέση με το Αυτοκέφαλο της Ουκρανίας, γιατί ούτε βρίσκονταν σε άλλη δικαιοδοσία, ούτε ως σήμερα έχουν περιέλθει κανονικά στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας. Παρακάτω καταλήγει το πρώτο άρθρο: «Περαιτέρω, η αρμοδιότητα για την έκδοση της Πράξεως περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος ανήκει σαφώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στα θεσμικά αυτού όργανα». Ωστόσο για την χορήγηση της Αυτοκεφαλίας θα έπρεπε να υπάρχει πρώτα από όλα αίτηση από την κανονική τοπική Εκκλησία, η οποία όχι μόνο δεν υπάρχει, όπως ήδη αναφέραμε, αλλά αντίθετα υπήρξε και υπάρχει κάθετη διαφωνία στο ζήτημα της Αυτοκεφαλίας από την Εκκλησία αυτήν. Εκτός αυτού, στο άρθρο παρασιωπείται ο ρόλος της Μητέρας Εκκλησίας, ο οποίος στο θέμα μας είναι αδύνατον να αγνοηθεί.
3. Η σημασία της Μητέρας Εκκλησίας
Στο άρθρο του «Τελούν υπό Έγκριση οι Πράξεις της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί Παραχωρήσεως Αυτοκεφάλου Καθεστώτος;» ο κ. Α.Βαβούσκος, αφού επαναλαμβάνει τα παραπάνω, γράφει: «συστατικά στοιχεία της διαδικασίας (δηλαδή της χορήγησης αυτοκεφαλίας), η οποία συνιστά έθιμο, είναι: 1. Η υποβολή αιτήματος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 2. Οι αιτούντες, οι οποίοι είναι:… (βλ. παραπάνω). 3. Η έκδοση του Τόμου παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Είναι αξιοσημείωτο το ότι, ενώ το άρθρο αναφέρεται στα συστατικά της διαδικασίας κατά το έθιμο, δεν γράφει τίποτα για την Μητέρα Εκκλησία, όταν οι πολύχρονες πανορθόδοξες προσυνοδικές συζητήσεις για την χορήγηση του Αυτοκεφάλου, έστω και αν το θέμα δεν κατέληξε στην Σύνοδο της Κρήτης λόγω ασυμφωνίας στο τρόπο υπογραφής, συνέκλιναν στο ότι πρέπει να υπάρχει και η συγκατάθεση της Μητέρας Εκκλησίας και να υπογράφεται ο Τόμος, εκτός από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τουλάχιστον και από αυτήν (με κάποιες τοπικές Εκκλησίες να μην συμφωνούσαν, επιμένοντας να υπογράφουν και όλες οι υπόλοιπες τοπικές Εκκλησίες). Έτσι το «Τούτο σημαίνει, ότι η διαδικασία αυτή είναι ‘κανονικώς’ κατοχυρωμένη στο σύνολό της και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση», που συναντάμε παρακάτω στο άρθρο, επ’ ουδενί ισχύει, πολύ περισσότερο στην ιδιαίτερα σύνθετη και σοβαρή περίπτωση της Ουκρανίας. Μετά από 330 χρόνια υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας είναι δυνατόν, έτσι απλά να παρουσιάζεται η τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας ως υπαγόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και αυτό να θεωρείται ως Μητέρα Εκκλησία αυτής; Ο κ. Α.Βαβούσκος γράφει στο ίδιο άρθρο και αλλού ότι καταστάσεις υπάρχουσες επί μακρόν και κατ’ ομοιόμορφο τρόπο χαρακτηρίζονται ως έθιμο και κατέχουν ισχύ κανόνα δικαίου, δηλαδή ιερού κανόνα (περί αυτού αναφέρει ο 87ος ι.κ. Μ. Βασιλείου: «Πρώτον μεν ούν, ο μέγιστον επί των τοιούτων εστί, το παρ᾿ ημίν έθος, ο έχομεν προβάλλειν, νόμου δύναμιν έχον, διά το υφ᾿ αγίων ανδρών τους θεσμούς ημίν παραδοθήναι· τούτο δε τοιούτόν εστιν»), είτε μετατραπεί σε κανονική διάταξη (βλέπε παρακάτω περίπτωση Πρεσβυγενών Πατριαρχείων), είτε συνιστά απόρροια της εφαρμογής ιερών κανόνων. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να καταργείται το έθιμο, που δημιουργήθηκε στην μακρόχρονη περίοδο των 330 ετών, με το Πατριαρχείο Μόσχας να έχει υπό την δικαιοδοσία του ως Μητέρα Εκκλησία την τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας, όπως όλοι ανέκαθεν γνώριζαν και αναγνώριζαν μέχρι πριν λίγους μήνες, συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου (βλέπε και επιστολή του στις 26 Αυγούστου 1992, όπου γράφει προς το Πατριαρχείο Μόσχας για την απόφασή του δεύτερου της καθαίρεσης του πρώην Μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετου: «αναγνωρίζουσα εις το ακέραιον την επί του θέματος αποκλειστικήν αρμοδιότητα της υφ Υμάς Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσίας»…!); Πως μπορεί μετά από 330 χρόνια που είναι η τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας να χορηγείται Αυτοκεφαλία στην Ουκρανία χωρίς να υπολογίζεται καθόλου, αλλά να αγνοείται πλήρως το Πατριαρχείο Μόσχας, με απόφαση όχι κάποιας Πανορθόδοξης Συνόδου, αλλά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μόνο; Μπορεί να υπάρχει καμιά πιθανότητα να απορρέουν από τους ιερούς κανόνες και να ερείδονται σε αυτούς, κινούμενες μέσα στο εκκλησιολογικό πνεύμα της Ορθοδοξίας, ως πνεύμα αληθινής αγάπης και ενότητας, τέτοιες εξελίξεις;
4. Οικουμενικοί Σύνοδοι ή Οικουμενικό Πατριαρχείο;
Παρακάτω στο ίδιο άρθρο ο γράφων κάνει έναν πολύ ενδιαφέρον συλλογισμό: «Η δε επίκληση των κανόνων της Α΄ Οικουμενικής (6ος και 7ος) περί των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, της Β΄ Οικουμενικής (3ος) περί του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και της Γ΄ Οικουμενικής (8ος) ως επιχείρημα για την θεμελίωση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Οικουμενικής συνόδου να παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς, λανθάνει ως προς τα εξής: … Με βάση, λοιπόν, τα προεκτεθέντα, οι τρεις αυτές Οικουμενικές σύνοδοι δεν δημιούργησαν το πρώτον τον θεσμό του αυτοκεφάλου καθεστώτος, ασκώντας πρωτογενή εξουσία. Αναγνώρισαν ήδη προϋφιστάμενες καταστάσεις, οι οποίες υπάρχουσες επί μακρόν και κατ’ ομοιόμορφο τρόπο, χαρακτηρίσθηκαν από τις τρεις Οικουμενικές συνόδους ως έθιμα, και για το λόγο αυτό επαναβεβαιώθηκαν ως προς την ισχύ και το κύρος τους με τις αντίστοιχες κανονικές διατάξεις. Συνεπώς, ο ισχυρισμός, ότι οι αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος είναι ημιτελείς και θα πρέπει να τύχουν της επικυρώσεως από Οικουμενική σύνοδο, ελέγχεται για την κανονική βασιμότητά του.». Εδώ υπάρχει ο παράδοξος ισχυρισμός ότι, ενώ μεν οι «Οικουμενικές σύνοδοι δεν δημιούργησαν το πρώτον τον θεσμό του αυτοκεφάλου καθεστώτος», αλλά «Αναγνώρισαν ήδη προϋφιστάμενες καταστάσεις», ωστόσο από την άλλη πλευρά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο τα πρεσβεία τιμής έλαβε στην δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο, που ως τότε δεν είχε αυτά, μπορεί μόνο του να λαμβάνει αποφάσεις περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος πλήρεις και τέλειες, χωρίς ανάγκη επικυρώσεώς τους από Οικουμενική Σύνοδο! Και μετά από όλα αυτά έρχεται το άρθρο στο διά ταύτα, που είναι το εξής: «Εν κατακλείδι, όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες οφείλουν εντός ευλόγου χρόνου να αποστείλουν σχετική επιστολή προς τον Προκαθήμενο της νέας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Η επιστολή αυτή δεν έχει συστατικό χαρακτήρα ως προς την υπόσταση της νέας Εκκλησίας, ούτε συνιστά έγκριση – δηλαδή εκ των υστέρων συμφωνία – των ενεργειών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είναι επιστολή, η οποία εντάσσεται στην επιστολογραφία «χάριν φιλοφρονήσεως» και δεν επιφέρει κανένα «κανονικό» αποτέλεσμα. Για τον λόγο αυτόν και η επιστολή, την οποία απηύθυνε ο Παναγιώτατος προς τους Προκαθημένους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, προσκαλώντας αυτούς να αναγνωρίσουν την νέα Εκκλησία, δεν σημαίνει αποδοχή της απόψεως, ότι ο εκδοθείς Τόμος της 11ης Ιανουρίου 2019 τελεί υπό την αίρεση της εγκρίσεως του από τις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά συνιστά επιστολή εθιμοτυπικού χαρακτήρα περί ανακοινώσεως της εκδόσεως του Τόμου περί αυτοκεφάλου της νέας Εκκλησίας.». Τα λόγια είναι περιττά: οι λοιπές τοπικές Εκκλησίες δεν έχουν λόγο στη χορήγηση του Αυτοκεφάλου, δεν χρειάζεται η συναίνεσή κανενός άλλου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ούτε καν της Μητέρας Εκκλησίας… Ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης είναι ο Πρώτος!
5. Περί της καθαίρεσης των σχισματικών, του εκκλήτου και του ‘έξαρχου της διοικήσεως’
Στο άρθρο του «Κανονική προσέγγιση των αποφάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε σχέση με το έκκλητο», ο κ. Α.Βαβούσκος μετά από ολιγοσέλιδη ανάλυση καταλήγει πολύ ορθά στο συμπέρασμα: «Συμπερασματικώς, και συμφώνως προς την αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας, ορθώς η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας έκρινε και καταδίκασε τον Φιλάρετο Ντενισένκο στην ποινή της καθαιρέσεως, αφού ήταν αποκλειστικώς αρμόδια να κρίνει το παράπτωμα του συγκεκριμένου κληρικού, διότι: 1. ο τελέσας το παράπτωμα χειροτονήθηκε από επισκόπους της Ρωσικής Εκκλησίας και άρα υπήγετο στην κανονική δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων αυτής και 2. η εκκλησιαστική δικαιοσύνη της Εκκλησίας της Ρωσίας επελήφθη πρώτη της υποθέσεως, αποκρυσταλλώνοντας υπέρ αυτής την αρμοδιότητα κρίσεως. Ορθώς, επίσης, για τους παραπάνω λόγους, ο Οικουμενικός Πατριάρχης με την προαναφερθείσα επιστολή αναγνώρισε – και μάλιστα στο ακέραιο – την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ρωσικής Εκκλησίας, να κρίνει το παράπτωμα του Φιλάρετου Ντενισένκο. Και τούτο, διότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης διά της επιστολής αυτής δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώνει την από μέρους του τήρηση των ιερών κανόνων.»
Παρόλα αυτά παρακάτω στο άρθρο, ο γράφων αναφερόμενος στους ιερούς κανόνες για τις ποινές και το έκκλητο, καταλήγει στην δικαίωση της επαναφοράς στην κανονικότητα των σχισματικών υπό του Φιλάρετου (κανένας λόγος ωστόσο δεν γίνεται για τους σχισματικούς υπό του Μακάριου, που δεν είναι κανονικά χειροτονημένοι και καθηρημένοι, αλλά ούτε καν αντλούν τις χειροτονίες τους από άλλους κάποτε στο παρελθόν κανονικά χειροτονημένους αρχιερείς!). Και το κάνει αυτό, αφού πρώτα αναφέρει ότι δεν προσβάλλονται με έκκλητο « οι οριστικές αποφάσεις, οι οποίες καθίστανται τέτοιες λόγω επιγενόμενης συμπεριφοράς του καταδικασθέντος. Ως τέτοια συμπεριφορά νοείται η παραβίαση της αποφάσεως από τον καταδικασθέντα (βλ. 4ο της Αντιοχείας)…» (εδώ δεν κατατάσσεται και η συμπεριφορά του Φιλάρετου που αναθεμάτισε το Πατριαρχείο Μόσχας και ανασύστασε δική του Εκκλησία και μάλιστα την αναβίβασε σε Πατριαρχείο;), όπως επίσης δεν προσβάλλονται με έκκλητο και «οι οριστικές αποφάσεις, που εκδίδονται από όργανο, του οποίου η θέση στην κλίμακα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης δεν επιτρέπει το εκκλητό τους… (όπως) από την Πατριαρχική σύνοδο» (τέτοια Σύνοδος δεν είναι και η του Πατριαρχείου Μόσχας; Εκτός αν εννοεί εδώ μόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ωστόσο οι σχετικοί ιεροί κανόνες 9ος και 17ος της Δ΄ αναφέρονται στον Οικουμενικό Πατριάρχη ή στον έξαρχο της διοικήσεως, δηλαδή σε οποιοδήποτε άλλον Πατριάρχη: «Ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην, επίσκοπος ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τον έξαρχον της διοικήσεως, η τον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, και επ’ αυτώ δικαζέσθω». Γίνεται εδώ σαφές πως η απόφαση του οποιουδήποτε Πατριάρχη, όπως και του Οικουμενικού Πατριάρχη, είναι οριστική, και δεν προσβάλλεται με έκκλητο σε άλλο Πατριαρχείο).
Ο κ. Α.Βαβούσκος λοιπόν στην συνέχεια αναφερόμενος στο ένδικο μέσο του β’ εκκλήτου, εξηγεί για τους ιερούς κανόνες 9ος και 17ος της Δ΄ τα εξής: «Αμφότεροι οι κανόνες, οι οποίοι είναι σχεδόν πανομοιότυποι, απασχόλησαν ιδιαιτέρως του ερμηνευτές, με κύριο αντικείμενο έρευνας την έννοια του όρου ‘Έξαρχος’. Ο προσδιορισμός του εννοιολογικού περιεχομένου του όρου αυτού είναι απαραίτητος, προκειμένου να προσδιορισθεί και το εύρος της δικαστικής εξουσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη και όχι να αμφισβητηθεί αυτή η ίδια η δικαστική εξουσία του. Εφόσον, ως Έξαρχοι εννοηθούν οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών, οι οποίες αναβιβάσθηκαν αργότερα σε Πατριαρχεία, τότε ο Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζεται πλέον διά των ανωτέρω κανόνων ως ο ανώτατος κριτής, έχων αρμοδιότητα να κρίνει και κληρικούς, που δεν υπάγονται στην κανονική του δικαιοδοσία αλλά σ΄ αυτήν των υπολοίπων Θρόνων». Αυτό το συμπέρασμα πως συνάγεται και σε ποια λογική στηρίζεται; Οι ιεροί κανόνες γράφουν ξεκάθαρα με διαζευκτικο «ή»: «τον έξαρχον της διοικήσεως, η τον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον», που δεν δείχνει κανέναν ανώτατον κριτή με υπερεκκλησιαστική εξουσία, αλλά σημαίνει την δυνατότητα επιλογής μεταξύ ισότιμης εκκλήτου προσφυγής προς «τον έξαρχον της διοικήσεως, η τον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον», όπου «έξαρχος της διοικήσεως» μπορεί να είναι όντως (όπως και στο άρθρο παραπάνω αναφέρεται) ο οικείος Πατριάρχης.
Και γράφει παρακάτω ο κ. Α.Βαβούσκος ότι «Την άποψη αυτή εκφράζει ο Α. Αριστηνός στο σχόλιό του υπό τον 9ο κανόνα (βλ. σε Σύνταγμα, ΙΙ, 240), συντάσσεται δε και ο Σάρδεων Μάξιμος (βλ. Μαξίμου Μητρ. Σάρδεων, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Θεολογία, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσ. 1973, 173 – 174)». Σε ποια άποψη όμως αναφέρεται εδώ; Στο ότι ως έξαρχοι εννοούνται «οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών, οι οποίες αναβιβάσθηκαν αργότερα σε Πατριαρχεία» ή στο ότι «ο Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζεται πλέον διά των ανωτέρω κανόνων ως ο ανώτατος κριτής»; Αν εννοεί το πρώτο, μάλιστα. Εδώ, σχετικά με το ότι οι αποφάσεις των Πατριαρχικών Συνόδων δεν προσβάλλονται με έκκλητο, ο Βαλσαμών αναφέρει: «Αι ψήφοι των Πατριαρχών εκκλήτω ουχ υπόκεινται», Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη, «ο μακαριώτατος πατριάρχης εκείνης της διοικήσεως μεταξύ αυτών ακροάσθω, κακείνα οριζέτω άτινα τοις εκκλησιαστικοίς κανόσι, και τοις νόμοις συνάδει, ουδενός μέρους κατά της ψήφου αυτού αντιλέγειν δυναμένου», και στην «Επαναγωγή» ΙΑ΄,6 (J.G.R. τ Β΄, 260) «Το του Πατριάρχου κριτήριον εκκλήτω ουχ υπόκειται, ουδέ αναψηλαφάται υφ’ ετέρου, ως αρχή και αυτών των εκκλησιαστικών κριτηρίων». Αν όμως εννοεί το δεύτερο, τότε παραπληροφορεί, γιατί ο Σάρδεων Μάξιμος στο βιβλίο του «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», (Θεσσ. 1972) υποστηρίζει ότι «Η θέσις του Κωνσταντινουπόλεως ουδαμώς δύναται να συγκριθή προς την του πάπα Ρώμης και η διδασκαλία περί των πρεσβείων και προνομίων του θρόνου αυτού δεν πρέπει να ταυτίζηται, εν ουδεμία περιπτώσει, προς την θεωρίαν του παπισμού, δίκην επιδιωκομένου η προβαλλομένου νέο-παπισμού εν τη Ορθοδόξω Ανατολή… πάντοτε στο πλαίσιο της συνοδικότητος και της συλλογικότητος…, ένθεν δε της αρχής της μη αναμίξεως εις τας εσωτερικάς υποθέσεις των άλλων Εκκλησιών (σ. 351)… ως πρώτος και κύριος εκπρόσωπος εν τη σειρά πάντων των λοιπών πατριαρχών της Ορθοδόξου Ανατολής δεν έχει μόνο τα ‘πρεσβεία τιμής’, αλλά και τα πραγματικής εκκλησιαστικής εξουσίας… επί γενικωτέρων όμως εκκλησιαστικών ζητημάτων και εν τη κοινή πάντοτε μετά των λοιπών πατριαρχών συνεργασία» (σ. 352). Εξουσία μεν, αλλά «εν τη κοινή πάντοτε μετά των λοιπών πατριαρχών συνεργασία». Αν παραλήψουμε την φράση αυτή «εν τη κοινή πάντοτε μετά των λοιπών πατριαρχών συνεργασία», εύκολα τότε μπορεί να παρανοηθεί εντελώς ποια όντως είναι η «εξουσία» του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, αλληλένδετη ούσα με την «διακονία», και όχι υπερεκκλησιαστική ‘ανώτατου κριτού’. Δεν εκτελεί χρέη Πανορθόδοξης Συνόδου, και δεν την υποκαθιστά, αλλά μόνο την συγκαλεί ως πρόεδρος αυτής. Σε άλλο σημείο του ίδιου άρθρου ο κ. Α.Βαβούσκος σημειώνει ότι «Από μια άλλη οπτική γωνία προσεγγίζει το ζήτημα του εύρους της δικαστικής εξουσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο Θ. Βαλσαμών (βλ. το σχόλιο υπό τον 3ο της Σαρδικής σε Σύνταγμα, ΙΙΙ, 237), του οποίου το σκεπτικό βρίσκεται πιο κοντά στην πρώτη και ορθότερη άποψη, που διατυπώθηκε από τον Α. Αριστηνό, αφού υποστηρίζει, ότι η ευρεία δικαστική εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά τους 9ο και 17ο κανόνες στηρίζεται στους κανόνες 3, 4 και 5 της Σαρδικής, οι οποίοι αποδίδουν ευρύτατη δικαστική εξουσία στον Επίσκοπο Ρώμης». Ωστόσο ο Βαλσαμών για τους σχετικούς ι.κ. της Σαρδικής εξηγεί ότι «οι κανόνες της εν Καρθαγένη Συνόδου επικυρώθησαν ορισμένως και ονομαστικώς από τον Β΄ κανόνα της αγίας Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου, απλώς δε από τον Α΄ της Δ΄ και τον Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επομένως η αδιαίρετος Εκκλησία εδέχθη ότι τα υπό του Γ΄, Δ΄ και Ε΄ κανόνων της Σαρδικής, οριζόμενα αφορούσαν ειδικό προνόμιο που απενεμήθη στον τότε Ορθόδοξο επίσκοπο της πρεσβυτέρας Ρώμης διά τους υπ’ αυτόν υπαγομένους Επισκόπους και μόνον και όχι περί αναθέσεως υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας σε αυτόν». Επίσης αναφέρει: «ειδικόν γαρ εστί τούτο εις τας εκκλησιαστικάς υποθέσεις του Πάπα και κρατείν οφείλει ένθα εξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Δεν μιλάει για ευρεία δικαστική εξουσία της Ρώμης πέρα της δικαιοδοσίας του, η οποία μπορεί να παρεχθεί μέσω του 3ου ι.κ. της Β΄ Οικ. Συνόδου στον Κωνσταντινουπόλεως (διά του οποίου παρέχονται στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τα ίσα πρεσβεία τιμής με αυτά του Ρώμης). Επίσης ο Ζωναράς λέγει σχετικά: «Ούτε ούν της εν Νικαία συνόδου εστίν ο κανών, ούτε πάσας τας εκκλήτους ανατίθησι αυτώ, αλλά των υποκειμένων αυτώ» (Σ.Γ.241). Επομένως, η απαίτηση του τότε Ορθοδόξου επισκόπου της πρεσβυτέρας Ρώμης για προνόμιο υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας απερρίφθη υπό της Εκκλησίας, και το γεγονός ότι έγινε δεκτή η κανονική διάταξη της Συνόδου της Καρχηδόνος διά της Αγίας Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου ότι «θα αφορίζονται οι κληρικοί ετέρου εκκλησιαστικού κλίματος που θα εκκαλούν ενώπιον του επισκόπου της πρεσβυτέρας Ρώμης τας υποθέσεις των», επιπλέον αποδεικνύει αυτό. Ακόμα ο Βαλσαμών στην «μελέτη χάριν των πατριαρχικών προνομίων» υποστηρίζει γενικώς ότι δεν υπάρχουν κανονικά προνόμια μεταξύ των Πατριαρχείων πέρα των ορίων δικαιοδοσίας τους: «έκαστος γαρ των Πατριαρχών, την μεν απονεμηθείσαν αυτώ διοίκησιν ενεργήσει μονοειδώς, ίνα μη συγχέωνται των αγίων Εκκλησιών τα προνόμια… καντεύθεν ουδέ έχει τις έτερος οικείω δικαίω ενορίαν, η άλλο τι δίκαιον ιερατικόν, αλλ’ εκείνο και μόνον το μέρος της διοικήσεως ιερατικώς ενεργεί, το δοθέν αυτώ παρά της πατριαρχικής θείας μεγαλιότητος… των πέντε κεφαλών η μεν ενέργεια και τα προνόμια ταυτίζονται…».
Συνεχίζει το άρθρο: «Αυτό, πάντως, που θα πρέπει εδώ να επισημανθεί είναι ότι, ανεξαρτήτως του καιρικού η μη χαρακτήρα των κανόνων Γ΄, Δ΄ και Ε΄ της Σαρδικής και του πιθανώς εσφαλμένου της διαδικασίας, η οποία προβλέπεται για την επανάκριση μιας υποθέσεως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι οι κανόνες αυτοί πράγματι προβλέπουν ευρεία δικαστική εξουσία στον επίσκοπο Ρώμης. Το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός φαίνεται ότι είχαν υπόψη τους οι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και χρησιμοποίησαν ως υπόδειγμα, βελτιωμένο όμως και σύμφωνο απολύτως με την αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας (βλ. προαιρετική και όχι υποχρεωτική προσφυγή στον Οικουμενικό Πατριάρχη προς επανάκριση της υποθέσεως) για την προικοδότηση του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως». Η προαιρετική και όχι υποχρεωτική προσφυγή στον Οικουμενικό Πατριάρχη δεν συνηγορεί στην ευρεία δικαστική εξουσία του, αλλά στα όσα παραθέσαμε μόλις παραπάνω.
5. Συμπεράσματα: Λάθος και Σωστό
Στη συνέχεια καθώς τελειώνει το άρθρο, αναφέρεται ότι «η αποδοχή του εκκλήτου συνεπάγεται την κατάργηση της ισχύος της ποινής, που είχε επιβληθεί από το κατώτερο δικαστήριο», όπου είναι εμφανές το αβάσιμο συμπέρασμα, καθώς το Πατριαρχείο της Μόσχας που καθαίρεσε τον Μητροπολίτη Φιλάρετο δεν είναι κατώτερο δικαστήριο, αλλά όπως αποδεικνύεται από τα όσα παραθέτονται παραπάνω ισότιμο δικαστήριο, και αυτό σημαίνει ότι η αποδοχή του εκκλήτου καθίσταται αντικανονική, αλλά και εκτός εκκλησιαστικού έθους (αφού δεν ξανάγινε η επαναφορά στην κανονικότητα σχισματικών μετά από τριάντα χρόνια από άλλη τοπική Εκκλησία από αυτήν που καθαιρέθηκαν, χωρίς ίχνος μετανοίας). Για τα όσα τελευταία ακολουθούν, ουδέν σχόλιο: «Πλέον, καθολική ισχύ έχει η απόφαση που ανακαλεί την ποινή της καθαιρέσεως, η οποία για τον λόγο αυτόν είναι δεσμευτική για όλη την Ορθοδοξία, όσοι δε αρνούνται να την εφαρμόσουν, διαπράττουν το παράπτωμα της παραβιάσεως δικαστικής αποφάσεως. Ανακεφαλαιώνοντας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η περί Αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδος ενήργησαν στην περίπτωση του Φιλάρετου Ντενισένκο και των ‘συν αυτώ’ συμφώνως προς τους ιερούς κανόνες»…!
Αυτά τα συμπεράσματα επαναλαμβάνονται και στο άρθρο του κ. Α.Βαβούσκου «Περί του κύρους της χειροτονίας του Μητροπολίτη Επιφανίου», όπου και σε αυτά βασίζεται η όλη εκεί επιχειρηματολογία του. Στη συνέχεια καταλήγει ότι: «Η αναδρομική αυτή αποκατάσταση, έχοντας και ως απώτερο στόχο την θεραπεία του Σχίσματος στην Ουκρανική Εκκλησία, ‘συμπαρέσυρε’ στην αναδρομική κανονικότητα και όλες τις πράξεις, τις οποίες διενήργησε ο Φιλάρετος Ντενισένκο μετά την καθαίρεσή του, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η χειροτονία του νυν Μητροπολίτη Επιφανίου». Και διερωτάται κανείς: «καλά, να δεχθούμε ότι οι καθαιρεμένοι με μια απλή απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μη λαμβάνοντας υπόψιν του καμιά άλλη τοπική Εκκλησία, ούτε καν το Πατριαρχείο Μόσχας, και χωρίς καμιά ένδειξη μετανοίας, αποκαταστάθηκαν, αλλά όμως τι συνέβη με τους άλλους σχισματικούς, τους αχειροτόνητους; Πως, ‘μαγικώ τω τρόπω’ βρέθηκαν στο αρχιερατικό αξίωμα μαζί και αυτοί;».
Και καταλήγουμε να θέσουμε το εξής ερώτημα: «Μετά την χορήγηση του Τόμου της Αυτοκεφαλίας στις αρχές του έτους και την εξ’ αιτίας της επιδείνωσης της κατάστασης στην Ουκρανία, όπου ακούμε καθημερινά διώξεις κατά της τοπικής Εκκλησίας υπό του Μητροπολίτη Ονούφριου, με επόμενη κατάληξη την εκβάθυνση του σχίσματος, είναι δυνατόν ποτέ να έγινε όλη αυτή διαδικασία που κίνησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ουκρανία σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και μέσα στο ορθόδοξο πνεύμα ενότητας και αλληλεγγύης της Εκκλησίας μας;». Βοηθάς κάποιον πραγματικά, όταν το κάνεις χωρίς την ίδια ώρα να γίνεσαι γι᾿ αυτό το λόγο αίτιος διωγμού κάποιου άλλου, και μάλιστα χωρίς κανένα λογικό αιτιολογικό (μόνο και μόνο γιατί θέλει να συνδέεται με τους ομόφυλους και ομόδοξους αδελφούς του). Μόνο τότε βοηθάς ευαγγελικά, και μόνο τότε βοηθάς πραγματικά. Στο αποδεδειγμένο εκ των πραγμάτων πλέον, οδυνηρό λάθος, που έκανε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αν είχε λάβει την συγκατάθεση και άλλων αδελφών Εκκλησιών για αυτήν την εμπλοκή του στην δύσκολη και ευαίσθητη κατάσταση της Ουκρανίας, θα μοιραζόταν τώρα μαζί τους την ευθύνη για ότι συνέβηκε. Τώρα όμως, που επιχείρησε να λύσει το ουκρανικό εκκλησιολογικό πρόβλημα, αγνοώντας όλους τους υπολοίπους, την ευθύνη φέρει αποκλειστικά το ίδιο. Η μόνη διέξοδος πλέον για να εξελιχθούν προς το καλύτερο τα πράγματα, είναι να προσπαθήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο το συντομότερο δυνατόν να σταματήσει το νέο επιπρόσθετο μαρτύριο, το οποίο με αποκλειστικά δική του υπαιτιότητά επωμίστηκαν οι Ουκρανοί Ορθόδοξοι αδελφοί, που θέλουν να διατηρήσουν την εκκλησιαστική σχέση που έχουν με το Πατριαρχείο Μόσχας τους τελευταίους τρεις αιώνες (και αν γίνει κάποια μεταβολή σε αυτή, όπως στην περίπτωση χορήγησης Αυτοκεφαλίας, θα πρέπει να γίνει σε στενή συμφωνία μαζί με το Πατριαρχείο Μόσχας), οι οποίοι αποτελούν την πλειονότητα του ουκρανικού λαού, συγκαλώντας γι᾿ αυτό τον σκοπό μια Πανορθόδοξη Σύνοδο (ή Σύνοδο Προκαθημένων), η μόνη που μπορεί, όπως έχουν τα πράγματα τώρα, να επαναφέρει την εκκλησιαστική τάξη και ενότητα στην Ουκρανία, ποθητή όχι μόνο για τους πιστούς εκεί, αλλά και αναγκαία για την ειρήνη της οικουμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως το αιτούνται και μία μετά την άλλη, οι τοπικές Εκκλησίες.
Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε τον κ. Α. Βαβούσκο, γιατί στα άρθρα του, πέρα από την ριζική διαφωνία μας στην στάση του για το Ουκρανικό, περιέχονται αξιόλογα σημεία, που με λίγο προσεκτικότερη αγιοπατερική προσέγγιση, θα τον οδηγούσαν σε εύστοχα και ορθά συμπεράσματα, με τα οποία ως καλός επιστήμων πολύ θα οφελούσε την Εκκλησία.
Ευχαριστούμε τον σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, τον σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, τον π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, τον π. Θεόδωρο Ζήση, τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, για τα πολύτιμα στοιχεία, που δημοσίευσαν στα σχετικά άρθρα τους.
Ευχαριστούμε όλους όσους έχουν εκφραστεί δημοσίως, άφοβα και ειλικρινά, για τις εκκλησιαστικές εξελίξεις στην Ουκρανία προς το κοινό συμφέρον των πιστών.
Πηγές
1. Αναστάσιος Βαβούσκος, «Οι έννοιες του ‘Αυτοκέφαλου’ και του ‘Αυτόνομου’», από www.vavouskos.com.
2. Α.Βαβούσκος, «Το Ζήτημα της Παραχωρήσεως Αυτοκεφάλου Καθεστώτος στην Τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας», από www.vavouskos.com.
3. Α.Βαβούσκος, «Ο Αποκλειστικός Χαρακτήρας του Δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί Παραχωρήσεως Αυτοκεφάλου», από www.vavouskos.com.
4. Α.Βαβούσκος, «Τελούν υπό Έγκριση οι Πράξεις της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί Παραχωρήσεως Αυτοκεφάλου Καθεστώτος;», από www.romfea.gr.
5. Α.Βαβούσκος, «Κανονική προσέγγιση των αποφάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε σχέση με το έκκλητο», από www.romfea.gr.
6. Α.Βαβούσκος, «Περί του κύρους της χειροτονίας του Μητροπολίτη Επιφανίου», από www.romfea.gr.
7. Μητρ. Πειραιώς κ. Σεραφείμ, «Το ουκρανικό ζήτημα και ειδικά η επιστροφή στην κανονικότητα των σχισματικών της Ουκρανίας».
8. Πρωτοπρ. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, «Ουκρανικό Αυτοκέφαλο η κακοκέφαλο;».
9. Πρωτοπρ. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, «Μικρή συμβολή στο διάλογο για το Ουκρανικό ‘Αυτοκέφαλο’ (Α΄). Υπάγεται η Ουκρανία στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου;».
10. Πρωτοπρ. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, «Εκκλησιαστικό ήθος και… σαμοσφιάτοι!. Να χαιρόμαστε τον νέον ‘προκαθήμενον’».
11. Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, «Το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο. Απόκρυψη και παρερμηνεία εγγράφων».
12. Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, «Όχι ‘πρωτείο εξουσίας’, αλλά ‘πρωτείον αληθείας’».
13. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, «Ιεροί Κανόνες και Οικουμενικό Πατριαρχείο».
14. «Απόφαση της Ιεράς Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου», 18 Φεβρουαρίου 19.
15. Μητρ Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος, «Υπόμνημα προς την Ιερα Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου για το Ουκρανικό ζήτημα».
16. «Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας», 7 Δεκεμβρίου 2018.
17. «Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας – ‘Η Εκκλησία της Ουκρανίας Πατριαρχείου Μόσχας δεν αναγνωρίζει τη Νέα Εκκλησία’», 17 Δεκεμβρίου 2018.
18. Πατριάρχης Μόσχας κ. Κύριλλος στην Ιερά Σύνοδο της Ορθόδοξου Εκκλησίας της Ρωσίας, «τη σκανδάλη για την έναρξη των διώξεων κατά της Ουκρανικής Ορθοδοξίας πάτησε η Κωνσταντινούπολη», 29 Δεκεμβρίου 2018.
19. Πατριάρχης Μόσχας κ. Κύριλλος, «Σταματήστε τώρα πριν είναι πολύ αργά», 31 Δεκεμβρίου 2018.
20. «Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ορθόδοξου Εκκλησίας της Σερβίας – ‘Δεν αποδεχόμαστε καμία κοινωνία με τους σχισματικούς της Ουκρανίας’», 6-7 Νοεμβρίου 2018.
21. Πατριάρχης Αντιοχείας και πάσης Ανατολής κ. Ιωάννης, «Απαντητική επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο σχετικά με την χορήγηση Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία», 6 Ιανουαρίου 2019.
22. Μητρ. Βολοκολάμσκ κ. Ιλαρίωνας, «Συνέντευξη στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Romfea.gr», 20 Δεκεμβρίου 2018.
23. Μητρ. Βολοκολάμσκ κ. Ιλαρίωνας, «Συνέντευξη στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Romfea.gr», 7 Φεβρουαρίου 2019.
24. Μητρ. Πολωνίας, ”Δεν αναγνωρίζω την νέα Εκκλησία της Ουκρανίας”.
25. Μητρ. Μολδαβίας κ. Βλαδίμηρος, «Μετέτραψαν την Εκκλησία σε πολιτικό κόμμα».
26. Αρχιεπ. Λευκορωσίας κ. Σεργκέι Λεπέν, «Η ‘νέα εκκλησία’ στην Ουκρανία είναι σχισματική».
27. Επιστολες Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου της 10ης Οκτωβρίου 2018 και της 7ης Νοεμβρίου 2018 προς τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο.
28. «Η Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας (EOC-MP) δεν αναγνώρισε τα αποτελέσματα της Ενωτικής Συνόδου».
29. «Το Αγιο Ορος αρνήθηκε να παραβρεθεί στην ενθρόνιση του μητρ. Κιέβου», 29 Ιανουαρίου 2019.
30. «Ανακοινωθέν Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας σχετικά με την εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία – ‘Να σταματήσει η δίωξη των πιστών στην Ουκρανία’», 26 Φεβρουαρίου 2019.
31. π. Γεωργίου Μαξίμωφ, «Πόσο φοβερό είναι το ‘έλεος’ του Πατριάρχη!».
32. Taras Melnick, «Η ‘ενωτική σύνοδος’ στο Κίεβο – συμπεράσματα και προοπτικές».
33.Μητρ. Μπάτσκας κ. Ειρηναίος, «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έκανε το μεγαλύτερο λάθος στην ιστορία του Οικουμενικού Θρόνου».
34. Γιώργος Παπαθανασόπουλος, «Βαθαίνει η εκκλησιαστική κρίση στην Ουκρανία».
35. Δημήτρης Αναγνώστου, «Πως συνδέεται η ψευδο-σύνοδος της Κρήτης με το φιάσκο του “αυτοκεφάλου” εν Ουκρανία».
36. Ένας αγιορείτης κοινοβιάτης, «Μια απλή ‘ανάγνωση’ του Τόμου της Αυτοκεφαλίας».
37. Παναγιώτης Μπούμης, «Παρατηρήσεις στον Τόμο Αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας».
38. Πρωθ. Νικόλαος Ντανιλέβιτς, «Ζούμε δύσκολες και ομολογητικές στιγμές».