του Γιάννη Παναγιωτόπουλου*
Η κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη με αφορμή το Μάθημα των Θρησκευτικών, δεν είναι απαραίτητα μια σύγκρουση προσώπων. Είναι μια περιττή κρίση, ειδικά σήμερα που η κοινωνία μας συνολικά μαστίζεται από την πιο βαθιά και πραγματική κρίση της νεότερης ιστορίας της.
Πολλώ μάλλον, η συζήτηση για το ρόλο της Εκκλησίας στη Επανάσταση ή του ρόλου της αριστεράς στον εμφύλιο, δεν είναι πλέον αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, ούτε καν πολιτικής αντιπαράθεσης, είναι αντικείμενο επιστημονικής έρευνας ή συζητήσεων σε κύκλους μεταπτυχιακών. Βεβαίως, η κοινωνία από την πλευρά της έχει κατασταλαγμένη άποψη για όλα αυτά, αυτό που ονομάζουμε συλλογική ιστορική συνείδηση, και δεν την μεταβάλει
Ταυτόχρονα, είναι βέβαιο ότι η στάση της κυβέρνησης μέσω του σημερινού υπουργού παιδείας προκάλεσε μια «θεσμική κρίση σχέσεων» Εκκλησίας – Πολιτείας, που παραβιάζει το με σαφήνεια διαμορφωμένο συνταγματικό και θεσμικό πλαίσιο από την έναρξη της Μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι τα άρθρα 3 και 13 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως και άλλα συναφή, αποτέλεσαν το καταστάλαγμα της εμπειρίας των σχέσεων των δύο ομοταγών θεσμών κατά τη μακρά περίοδο του νέου Ελληνικού Κράτους. Επιπλέον, επιβεβαίωσαν την απόφαση μη χωρισμού και ενέταξαν τις σχέσεις σε ένα σύστημα «ομοταξίας», όπως το ονομάζουν οι σύγχρονοι νομικοί, ή «συναλληλίας», όπως παραδοσιακά ονομάζεται από τους θεολόγους. Περαιτέρω η Πολιτεία επέλεξε να θέσει ένα ασφαλές συνταγματικό πλαίσιο, για να προστατεύσει την Εκκλησία από τις δικές της αυθαιρεσίες, που δεν ήταν και λίγες κατά το παρελθόν.
Η ίδια Αναθεωρητική Βουλή, που ψήφισε τα κρίσιμα και μη μεταβαλλόμενα άρθρα του ισχύοντος συντάγματος, ψήφισε και τον εφαρμοστικό νόμο, που είναι γνωστός ως Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν.590/1977), ο οποίος ήταν ο πρώτος που ψηφίστηκε από μια δημοκρατική κυβέρνηση, αφού οι προηγούμενοι ήταν είτε νομοθετική πρωτοβουλία δικτατορικών καθεστώτων (1923, 1968) είτε των Γερμανών κατακτητών (1943). Ο Καταστατικός Χάρτης διασφάλισε όχι μόνο την ομαλή λειτουργία της Εκκλησιαστικής διοίκησης, αλλά προσδιόρισε με σαφήνεια τα σημεία που απαιτείται η συνεργασία Εκκλησίας – Πολιτείας.
Συγκεκριμένα το άρθρο 2 του ν.590/1977 προβλέπει: Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετὰ τῆς Πολιτείας, προκειμένου περὶ θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ὡς τὰ τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῆς νεότητος, τῆς ἐν τῷ στρατεύματι θρησκευτικῆς ὑπηρεσίας, τῆς ἐξυψώσεως τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, τῆς φροντίδος διὰ τὴν περίθαλψιν τῶν δεομένων ἐν γένει προστασίας, τῆς διαφυλάξεως τῶν ἱερῶν κειμηλίων καὶ ἐκκλησιαστικῶν καὶ χριστιανικῶν μνημείων, τῆς καθιερώσεως νέων Θρησκευτικῶν ἑορτῶν, ζητεῖ δὲ τὴν προστασίαν τῆς Πολιτείας ὁσάκις προσβάλλεται ἡ θρησκεία.
Η Εκκλησία έχει τηρήσει όλα τα ανωτέρω με ευλάβεια. Για παράδειγμα, συνέβαλε και συμβάλει αποφασιστικά στην ανακούφιση άμεσων αναγκών που προκάλεσε η οικονομική κρίση στους πολίτες της Χώρας μας, ενώ συνεργάζεται ως κατεξοχήν αξιόπιστος φορέας με την Πολιτεία και στο προσφυγικό ζήτημα. Πρωτίστως, όμως, η Εκκλησία και η Πολιτεία οφείλουν να συνεργάζονται για τη χριστιανική αγωγή των νέων, το οποίο είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο, επιταγή του Συντάγματος και αποτελεί υποχρέωση και των δύο πλευρών. Η Εκκλησία της Ελλάδος δύναται και οφείλει να έχει άποψη για το Μάθημα των Θρησκευτικών, περιεχόμενο και διδασκαλία, αφού αυτό είναι το ουσιαστικό αντικείμενο της συνεργασίας. Μάλιστα, η Εκκλησία της Ελλάδος διαχρονικά θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι υπήρξε ιδιαίτερα ενδοτική προς την Πολιτεία ως προς το ζήτημα αυτό. Ειδικά αυτή η στάση της, σεβόμενη και τις κατά καιρούς ανάγκες της Πολιτείας, δείχνει το μέγεθος της παρούσας «θεσμικής κρίσης σχέσεων», που προκάλεσε η βεβιασμένη απόφαση της Πολιτείας να επιβάλει αλλαγές στο Μάθημα των Θρησκευτικών. Είναι δεδομένο ότι η Πολιτεία με τις αρμόδιες αρχές της, οφείλει να συνεργαστεί με την Εκκλησία, γιατί η συνεργασία είναι η μόνη νόμιμη οδός.
Ως προς την ουσία της υπόθεσης, θα ήθελα να σημειώσω ότι το πρόγραμμα για το Μάθημα των Θρησκευτικών που αιφνιδίως καλούνται να εφαρμόσουν τα Ελληνικά Σχολεία, είχε ξεκινήσει ως πιλοτικό, ουδέποτε αξιολογήθηκε, ούτε κρίθηκε, ούτε έγιναν οι αναγκαίες βελτιώσεις που απαιτεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα. Τα πιλοτικά προγράμματα, όπως είναι γνωστό, έχουν και ακραίες επιλογές, αλλά αυτές τις χειρίζονται εκπαιδευτικοί με πείρα, που δύνανται να καλύψουν τα όποια προβλήματα παρουσιαστούν, και μάλιστα, σε μαθησιακό περιβάλλον προετοιμασμένο για αλλαγές. Στην πραγματική, όμως, σχολική αίθουσα, η εφαρμογή ενός προγράμματος για το οποίο δεν έχει προηγηθεί καμία ουσιαστική προετοιμασία, θα δημιουργήσει πληθώρα προβλημάτων. Ως εκ τούτου για παιδαγωγικούς λόγους το νέο αναλυτικό πρόγραμμα πρέπει να αποσυρθεί, όπως ορθώς υποστηρίζει η Εκκλησία της Ελλάδος.
Το Μάθημα των Θρησκευτικών, για το οποίο έχουν γράψει και εργαστεί ερευνητικά αξιόλογοι συνάδελφοι, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, έχει την ιδιαιτερότητα να ανοίγει στις ψυχές των ανθρώπων ένα παράθυρο. Μέσα από αυτό το παράθυρο ο καθένας επιλέγει να δει σε διαφορετική στιγμή της ζωής του, και δεν έχει σημασία το πότε, αλλά η βεβαιότητα ότι θα υπάρξει η στιγμή που θα το πράξει. Σε μια εποχή που έχουμε να παλέψουμε τις άδειες ψυχές, είναι κρίμα και μόνο να επιτρέψουμε να θολώσει ένα παράθυρο στις ψυχές των παιδιών μας.
* Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος είναι Επ. Καθηγητής Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διετέλεσε Γεν. Γραμματέας Μέσων Ενημέρωσης, πολιτεύεται με τη ΝΔ.