Του Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ
Δεν πρόκειται για ένα αντικείμενο, που ίσως να έχει μικρή ή μεγάλη αξία, αλλά για τη μεγάλη δεσποτική εορτή της Θείας Αναλήψεως, που οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεωρούν ως την κορυφαία όλων των υπολοίπων.
Ο ως άνω τίτλος προέρχεται από τον κάλαμο του Αγίου Επιφανίου Επισκόπου Κωνσταντίας της Κύπρου, που σε μία ομιλία του την ονομάζει «κόσμον των εορτών», δηλαδή, κόσμημα όλων των εορτών. Όπως, δηλαδή, ο κόσμος, το στολίδι, του σώματος είναι η κεφαλή, έτσι και ο κόσμος, το στολίδι, των εορτών είναι η εορτή της Αναλήψεως(1).
Όχι μόνον ο Άγιος Επιφάνιος, αλλά και ο Μέγας Αθανάσιος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας γι’ αυτήν την εορτή, την χαρακτηρίζουν ως ανώτερη, αφού συνδέεται με το πλήρωμα της Θείας Οικονομίας και με τη θέωση του ανθρώπου. Πρώτα γεννιόμαστε κατά Χριστόν, μετά πάσχουμε για το Χριστό, νικούμε το κράτος του διαβόλου, ανασταινόμαστε και τέλος μπορούμε να ζήσουμε τη θέωση, γράφει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος.
Γι’ αυτό «το παράδοξον ιπποδρόμιον», όπως ονομάζει αυτό το δεσποτικό γεγονός της Αναλήψεως ο Άγιος Επιφάνιος, μας μίλησαν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως παραδείγματος χάριν ο Προφήτης Δαβίδ στον 46ο Ψαλμό («Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος»)(2) και στον 17ο Ψαλμό («Καί έκλινεν ουρανούς και κατέβη, και γνόφος υπό τους πόδας αυτού. Καί επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη, επετάσθη επί πτερύγων ανέμων»)(3), καθώς και άλλοι εκ των Προφητών, των οποίων η διδασκαλία ήταν αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου του Θεού που πραγματοποιήθηκαν στην Καινή Διαθήκη.
Μας μίλησε, όμως, ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού: «πάλιν αφίημι τον κόσμον και πορεύομαι προς τον πατέρα»(4) και «αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών και Θεόν μου και Θεόν υμών»(5).
Καί να, σήμερα, βλέπουμε «τον της κτίσεως Δημιουργόν εν ανθρωπίνω εποχούμενον άρματι, ουκ επί γης ατάκτως ελαύνοντα, αλλ’ αιθερίους δρόμους καινοπρεπώς αναστέλλοντα, και τον ουράνιον καμπτήρα καταλαμβάνειν επειγόμενον, και τον παρατρέχοντα Βελίαρ δυνατώς καταστρέφοντα»(6).
Αναβαίνει προς τον Πατέρα και Πατέρα ημών.
Αναλαμβάνεται στους ουρανούς, αφού «επλήρωσε την υπέρ ημών οικονομίαν» και αφού ένωσε τα επίγεια με τα ουράνια.
Αναβαίνει προς τον Πατέρα «μη χωρισθείς ουδέποτε εκ των πατρικών κόλπων», αλλά «την καταβάσαν φύσιν του Αδάμ εις τα κατώτατα μέρη της γης … υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας ανήγαγε»(7). Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν είναι πλέον ένα πλάσμα εφήμερο, αλλά ύπαρξη αιώνια. Η ζωή του έχει μεν αρχή, δεν έχει τέλος. Το τέλος του δεν είναι ο τάφος, αλλά η Ανάσταση και η Ανάληψη, η άνοδος στον Ουρανό, η εν σώματι αιώνια θεική δόξα, το φως του Παραδείσου. Αυτός είναι και ο σκοπός και ο προορισμός του. Έτσι, ο Χριστός ανεβάζει στον Ουρανό το γεώδες σώμα και η έκπτωτος φύση μας τιμάται τοποθετημένη στον πατρικό Θρόνο («συνεδρία Πατρός τετίμηται φύσις ημών η έκπτωτος»)(8).
Να πως ο Ιερός Χρυσόστομος περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το διαστημικό αυτό γεγονός: «Υπερέβη αγγέλους, παρήλθεν αρχαγγέλους, υπερέβη τα Χερουβίμ, ανέβη ανώτερον των Σεραφείμ, παρέδραμε τας αρχάς, ου πρότερον έστη, έως ου του θρόνου επελάβετο του δεσποτικού. Ουχ οράς τουτί το μέσον του ουρανού προς την γην;»(9).
Αναβαίνει προς τον Πατέρα Του ως νικητής και τροπαιούχος. Νίκησε το κράτος του διαβόλου. Επάτησε τον θάνατο και χάρισε στο ανθρώπινο γένος την αιώνια ζωή. Την νίκη αυτή την μαρτυρεί το ερυθρόν των ιματίων Αυτού, όπως μας το παρουσιάζει χιλιάδες χρόνια πριν ο Προφήτης Ησαίας: «Διά τι σου ερυθρά τα ιμάτια και τα ενδύματά σου ως από πατητού ληνού; . . . ληνόν επάτησα μονώτατος»(10). Δηλαδή, υπέμεινε σταυρό και θάνατο, προκειμένου να θεραπεύσει το μέγα τραύμα, τον άνθρωπο, και να τον πάρει από τη γη και να τον μεταφέρει στον Ουρανό και να τον προσφέρει ως δώρο στον Ουράνιο Πατέρα Του.
Ο Άγιος Επιφάνιος μας παρουσιάζει μάλιστα, στην ομιλία του στην Ανάληψη, τον Χριστό να λέγει προς τον Πατέρας Του: «Εύρον, Πάτερ, το πρόβατον το πλανώμενον, όπερ ο απατεών όφις δολοτρόποις τεχνάσμασιν ηπάτησε, και κακίας οδούς υπέδειξε, πηλώ δε της πολυθείας την καθαρότητα της θεογνωσίας εμόλυνε»(11).
Αναβαίνει προς τον Πατέρα Του ως αιώνιος Αρχιερεύς. Μας το τονίζει ο φτερωτός Απόστολος των Εθνών Παύλος ότι έχουμε «αρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τους ουρανούς(12).
Έχουμε Παράκλητον και μεσίτη στο Θρόνο της Θείας Μεγαλωσύνης. Ούτε άγγελον, ούτε άνθρωπον, αλλ’ αυτόν τον Μονογενή Υιό του Θεού, το αίμα του Οποίου έρρευσε άφθονο πάνω στο Ξύλο του Σταυρού, μας καθαρίζει από νεκρών έργων και αμαρτίας.(13) (προς Εβρ.)
Έτσι πλέον, «ουδέ δι’ αίματος τράγων και μόσχων», αλλά «διά του ιδίου αίματος»(14) μας χάρισε την άφεση των αμαρτιών και την είσοδό μας στη Βασιλεία των Ουρανών.
Έχουμε Μεσίτη, ο οποίος μεσιτεύει για τη δική μας σωτηρία. Έχουμε Παράκλητο, ο Οποίος δέεται στο Θρόνο του Ουρανίου Πατρός, προκειμένου εμείς οι άνθρωποι να λαμβάνουμε πάντοτε έλεον και χάρη «….. εις εύκαιρον βοήθειαν»(15).
Αναβαίνει προς τον Πατέρα, για να μας ετοιμάσει τόπο. («πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν»)(16). Έτσι, ο Ουρανός είναι δικός μας, αφού πρόδρομος έγινε για μας ο πρεσβύτερος αδελφός μας, ο Ιησούς Χριστός.
Βατός ο δρόμος, λοιπόν, προς τον Ουρανό. Δικός μας πλέον ο Ουρανός, η πατρίδα μας, ο τόπος της καταπαύσεώς μας, η πόλη την οποία επιζητούμε κατά τον Απόστολο Παύλο, η επιθυμία των Αγίων μας που επιθυμούσαν το συντομότερο να απεκδυθούν το οστράκινο σκεύος και να πετάξουν στους αιθέρες της αιωνιότητος.
Έτσι δικαιολογείται ο λόγος του Αποστόλου Παύλος: «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος»(17).
Έτσι δικαιολογείται ο πόθος του Γεροντος Δαμασκηνού του Μακρυνού, του Γέροντος Παισίου, του Ιωσήφ του Ησυχαστού, που επιθυμούσαν διακαώς τον Ουρανό, που έβλεπαν συνεχώς προς τον Ουρανό, που ζητούσαν να βρεθούν στην ουράνια αυτή πανδαισία.
Έτσι δικαιολογείται η φράση ενός Επισκόπου της Εκκλησίας, που μου έλεγε σε μία Εξόδιο Ακολουθία: «Πόσο ζηλεύω την ώρα αυτή, πόσο επιθυμώ αυτή την κατάσταση της κοιμηθείσης αυτής Μοναχής!»
Τον Ουρανό μας δείχνει η παρούσα γιορτή.
Την δόξα και τη θέωση του ανθρωπίνου προσώπου μας φανερώνει.
Δεύτε λοιπόν, ίδετε το παράδοξον τούτο ιπποδρόμιον(18).
(1) Του εν αγίοις πατρός ημών Επισκόπου Κύπρου εις την ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, P.G. 43,477.
(2) Ψαλμ. 46,6.
(3) Ψαλμ. 17,10-11.
(4) Ιω. 16,28.
(5) Ιω. 20,17.
(6) Αγίου Επιφανίου, ο.π. 480.
(7) Εσπερινός Αναλήψεως.
(8) Όρθρος Αναλήψεως.
(9) Ιερού Χρυσοστόμου, Εις την ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ομιλία Α΄, ΕΠΕ 36,214.
(10) Ησ. 62,10.
(11) Αγίου Επιφανίου, ο.π. 481.
(12) Εβρ. 4,14.
(13) πρβλ. Εβρ. κεφ. 1&2.
(14) Εβρ. 9,12.
(15) Εβρ. 4,16.
(16) Ιω. 14,2.
(17) Φιλιππ. 1,21.
(18) Αγίου Επιφανίου, ο.π. 480.