Του Γρηγόρη Τζιοβάρα
Το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι τόσο παλαιό όσο και το ελληνικό κράτος, από την ίδρυση του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ελέγχουν ενορίες, μητροπόλεις και μονές υπήρξαν αντικείμενο σκληρής διελκυστίνδας ανάμεσα στην Ιεραρχία και στους εκπροσώπους της Πολιτείας.
Εξίσου παλαιές είναι και οι κατά καιρούς συζητήσεις για την αξιοποίηση της «ιερής» περιουσίας που κάθε φορά που άνοιγαν, όξυναν τα πολιτικά πάθη και προκαλούσαν συνθήκες διχασμού στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.
Βλέπετε η εντύπωση που, καλώς ή κακώς, επικρατούσε και αναμφίβολα εξακολουθεί να επικρατεί μεταξύ της πλειονότητας των πολιτών είναι ότι «η Εκκλησία είναι ζάμπλουτη», ενώ η συνεισφορά της σε έργα φιλανθρωπίας και εν γένει στην έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης υπήρξε δυσανάλογα μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στο ύψος της περιουσίας που κατέχει. Στην εδραίωση της εντύπωσης, ή μάλλον της πεποίθησης, αυτής συνέβαλαν και τα κατά καιρούς «σκάνδαλα» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) με πρωταγωνιστές ρασοφόρους που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Έτσι, όταν τον Οκτώβριο του 2009, ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος διατύπωσε για πρώτη φορά την πρόταση να τεθεί η περιουσία της Εκκλησίας στη διάθεση της Πολιτείας, δεν ήταν λίγοι όσοι αμφισβήτησαν τις προθέσεις του ίδιου και της Ιεραρχίας. Και ίσως γι΄ αυτό σχεδόν οι πάντες είχαν ξεχάσει την αρχιεπισκοπική πρόταση μέχρι που ανακοινώθηκε, μόλις αυτές τις μέρες, η κατάθεση τροπολογίας για την ίδρυση κοινής εταιρίας του Δημοσίου και της Εκκλησίας για να αξιοποιηθεί, σε πρώτη φάση, η περιουσία που ανήκει στην Αρχιεπισκοπή.
«Κάλιο αργά, παρά ποτέ», θα πουν όσοι έχουν εικόνα από τις ατέρμονες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, ενώ αρκετοί θα χαρακτηρίσουν ημιτελές το βήμα που γίνεται, αφού η σύμπραξη που επιχειρείται αφορά μόνον ένα μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας και δεν είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο οι πάμπολλες ανά την Ελλάδα μητροπόλεις αλλά και τα ποικιλώνυμα θρησκευτικά ιδρύματα που διαθέτουν αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία.
Όπως και να έχει, ωστόσο, το πρώτο αυτό βήμα που γίνεται είναι άξιο επαίνου, πολύ περισσότερο που προβλέπεται τα έσοδα τα οποία θα προκύπτουν από την αξιοποίηση, θα κατευθύνονται, όπως τουλάχιστον ανακοινώθηκε, «από μεν την Αρχιεπισκοπή στη στήριξη και την επέκταση του κοινωνικού και φιλανθρωπικού της έργου, από το δε το Δημόσιο στη διεύρυνση των κοινωνικών υποδομών του και στην αρωγή των πλέον ευπαθών και αδύναμων συμπολιτών μας».
Η προσωπικότητα, εξάλλου, του σημερινού Αρχιεπισκόπου και ο μετριοπαθής τρόπος με τον οποίο ασκεί τα καθήκοντά του, αποτελούν την καλύτερη εγγύηση ότι το σχέδιο της αξιοποίησης θα εκπληρώσει τις προσδοκίες που μοιραία δημιουργεί σε τούτη τη δύσκολη συγκυρία της γενικευμένης κρίσης με την οποία βρισκόμαστε όλοι αντιμέτωποι.
Γιατί είναι αλήθεια και πρέπει να λέγεται ότι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και χωρίς επικοινωνιακές φανφάρες, χιλιάδες συνάνθρωποι μας βρίσκουν καθημερινά αρωγή, μέσα κυρίως από τα ενοριακά συσσίτια, χωρίς μισαλλόδοξους διαχωρισμούς και κατ΄ εφαρμογήν της απόλυτα χριστιανικής ρήσης του Αποστόλου Παύλου «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην…».
Το μεγάλο κενό που δυστυχώς αφήνει η δραματική υποχώρηση του κράτους πρόνοιας κάποιος πρέπει να το καλύψει. Και για όσο η ίδια η Πολιτεία, αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ρόλο της, όπως αδυνατούν και άλλες κοινωνικές συλλογικότητες, καλύτερο υποκατάστατο από την Εκκλησία δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της φιλανθρωπικής δράσης της Εκκλησίας, όπως προωθείται από τον κ. Ιερώνυμο και τους συνεργάτες του, αποτελεί το καλύτερο «ανάχωμα» στην επέλαση των δυνάμεων του σκοταδιστικού μίσους και του διχασμού, οι οποίες εκμεταλλευόμενες την ανέχεια δεν διστάζουν να προσβάλουν παντοιοτρόπως την ανθρώπινη υπόσταση όσων υποτίθεται ότι θέλουν να ανακουφίσουν, οργανώνοντας δήθεν διανομές τροφίμων σε κεντρικές πλατείες και σε «ζωντανή» τηλεοπτική κάλυψη.