Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Οι δύο πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα Θρησκευτικά ανέτρεψαν την παρερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος, που αναφέρεται στην «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων», την οποία, τα τελευταία χρόνια, μια μερίδα συνταγματολόγων, επιστημόνων και διανοουμένων προσπαθεί να επιβάλλει, μακράν κάθε παιδοκεντρικής προοπτικής, ως κυρίαρχη γραμμή της θρησκευτικής αγωγής στη χώρα μας.
Κεντρικό οπλοστάσιο της συγκεκριμένης παρερμηνευτικής γραμμής, όσον αφορά στην «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης», αποτέλεσαν οι θέσεις του κ. Σωτηρέλη στο βιβλίο του «Θρησκεία και Εκπαίδευση». Στο ως άνω βιβλίο του ο κ. Σωτηρέλης αναφέρει ότι το μάθημα των Θρησκευτικών, με το περιεχόμενο και τον τρόπο που διδάσκεται, προδιαγράφει τους μαθητές, ως δεδομένους υπό εκκόλαψη πιστούς, κάτι που απέχει από την κριτική σκέψη και την ελεύθερη επιλογή και προσεγγίζει προς τον δογματισμό (Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την ευρωπαϊκή Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 31998, σ. 48-49).
Το μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνα με τις θέσεις του βιβλίου, επιβάλλει μονομερώς ένα συγκεκριμένο σύστημα θρησκευτικών αξιών (ό.π., σ. 53) και έχει προπαγανδιστικό χαρακτήρα (ό.π., σ. 276). Η πρόταση του κ. Σωτηρέλη είναι «να παρέχεται στους μαθητές μια σφαιρική, αντικειμενική, ουδέτερη και απροκάλυπτη ενημέρωση για το θρησκευτικό φαινόμενο και τις διάφορες εκφάνσεις του» (ό.π., σ. 402).
Υποστηρίζεται ακόμη ότι το μάθημα «θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει την εξέταση των θεμελιωδών εξηγήσεων της ύπαρξης που δίδεται από άλλες θρησκείες ή φιλοσοφίες και ότι για τα θέματα αυτά επαρκείς εξηγήσεις μπορούν να διατυπωθούν χωρίς αναφορά στο μεταφυσικό» (ό.π., σ. 334-335).
Με άλλα λόγια, η πρόταση του ως άνω βιβλίου είναι να διδάσκονται τα παιδιά θρησκείες και φιλοσοφίες αλλά, όμως, χωρίς συγκεκριμένη πίστη και συγκεκριμένο Θεό. Μάλιστα, στο βιβλίο, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή ανατροφή και τον νηπιοβαπτισμό, χαρακτηρίζεται «ιδιαίτερα επικίνδυνο και το οικογενειακό περιβάλλον, που είναι δυνατόν να εγχαράξει ανεξίτηλα στη συνείδηση του παιδιού τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία». Μπροστά σ’ αυτήν την, κατά τις θέσεις του βιβλίου, «προπαγάνδα», που κάνουν οι γονείς και το σχολείο εναντίον των παιδιών τους, θεωρείται το πολυθρησκειακό συνονθύλευμα ως «λύτρωση από τον κίνδυνο αυτό», με τον ισχυρισμό ότι αυτό θα μπορέσει να απεγκλωβίσει τα παιδιά «από ολοκληρωτικές νοοτροπίες και πρακτικές απαίδευτων ή φανατικών γονέων» (ό.π., σ. 345).
Σε άρθρο του (25-04-2018), επίσης, με τίτλο: «Θεοκρατία ή Δημοκρατία», ο ίδιος συγγραφέας εξανίσταται ως προς τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα Θρησκευτικά, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες περίπου απόψεις: «Η θέση της πλειοψηφίας (του ΣτΕ) είναι ανερμάτιστη αλλά και ανατριχιαστική, διότι αφ’ ενός απομακρύνεται εμφανώς από τις αρχές και τις αξίες μιας σύγχρονης –ανοιχτής και δημοκρατικής– ευρωπαϊκής κοινωνίας, αφ’ ετέρου, μηρυκάζει τις πλέον ακραίες θεοκρατικές αντιλήψεις…, αντιμετωπίζει την εκπαίδευση σαν προέκταση των κατηχητικών σχολείων της Εκκλησίας, επανεισάγοντας, εν τέλει, μια εκδοχή απροκάλυπτου θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, αποκόπτει πλήρως την “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης” από την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και από την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, επικαλούμενη αυθαίρετα μια θεοκρατική ερμηνεία της “επικρατούσας θρησκείας”».
Με βάση τα παραπάνω σημειώνουμε ότι:
α) Υπάρχει σύγχυση ως προς την ερμηνεία που δίνεται στη «θρησκευτική ουδετερότητα», διότι άλλο είναι η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους ως ισότιμη και ισάξια αντιμετώπιση των διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων ή θρησκειών και άλλο η θρησκευτική ουδετερότητα ως κοινή υποχρεωτική διδασκαλία σε παιδιά που ανήκουν σε διάφορα δόγματα ή θρησκείες. Διότι αυτής της μορφής η ουδετερότητα οδηγεί στον ομαδικό προσηλυτισμό, που τα αποξενώνει από τη δική τους πίστη και τους μεταλλάσσει τη θρησκευτική τους συνείδηση σε ουδέτερη. Αυτό δεν είναι πλέον ανάπτυξη, αλλά μετάλλαξη ή απόπνιξη της θρησκευτικής συνείδησης, κατ΄ουσίαν επομένως προσηλυτισμός στην α-θεϊα ή την πανθρησκεία που είναι το ίδιο.
β) Από παιδαγωγικής πλευράς, το άρθρο 16, όταν ορίζει «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» δεν ομιλεί για ουδέτερη ούτε για μια νέα θρησκευτική συνείδηση ούτε φυσικά για μια πολυθρησκειακή συνείδηση. Το Σύνταγμα δεν ορίζει τη δημιουργία νέας, ουδέτερης, δηλαδή μηδενικής θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, αλλά την ανάπτυξη της ήδη υπάρχουσας θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, όπως την εννοεί και η απόφαση του ΣτΕ.
Επειδή δε η πλειονότητα των Ελλήνων είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, γι αυτό ο εν ισχύει εκπαιδευτικός Νόμος 1566/1985, ο οποίος είναι εκείνος που ερμήνευσε, εφάρμοσε και εφαρμόζει το Σύνταγμα το Σύνταγμα από το 1985 έως σήμερα, όρισε, ως σκοπό της παιδείας, την υποβοήθηση των μαθητών στο σχολείο, προκειμένου «να έχουν πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης παράδοσης». Πού ήταν κάποιοι Συνταγματολόγοι όλα αυτά τα χρόνια (33 χρόνια) που εφαρμόζεται στην ελληνική παιδεία αυτή και όχι η νεόκοπη ερμηνεία του Συντάγματος; Πού ήταν όταν δημιουργήθηκε με βάση αυτήν την ερμηνεία το Αναλυτικό Διαθεματικό Πρόγραμμα Σπουδών 2003- 2006 και τα Βιβλία των Θρησκευτικών;
Εξάλλου, τι σημαίνει η ουδέτερη, κατά τον συγγραφέα, θρησκευτικότητα. Υπάρχει στην ουσία ουδέτερη θρησκευτικότητα ή ουδέτερος θρησκευόμενος ή άθεος θρησκευόμενος. Και φυσικά υπάρχει, αλλά μόνον στα θεωρητικά μυαλά εκείνων που μεθοδεύουν με αρρωστημένες βερμπαλιστικές και ανεπιστημονικές θέσεις να επιβάλουν ξενόφερτους και παρακμιακούς στόχους στη θρησκευτική ζωή της χώρας.
Ωστόσο, για όσους την ευαγγελίζονται και την μεθοδεύουν, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι για τις θρησκευτικές μειονότητες των Ελλήνων (Εβραίων, Μουσουλμάνων, Ρωμαιοκαθολικών), οι οποίοι καλώς απολαμβάνουν την ανάπτυξη της δικής τους, αποκλειστικά, θρησκευτικής συνειδήσεως, κανείς από τους λαλίστατους πλουραλιστές «προοδευτικούς» συνταγματολόγους και άλλους «ειδικούς» δεν ενοχλείται και δεν διαμαρτύρεται! Στην αμιγή θρησκευτική αγωγή των θρησκευτικών μειονοτήτων δεν βλέπουν μονοφωνία, κατηχητισμό, ομολογιακότητα, φανατισμό, μισαλλοδοξία, δογματική επιβολή θρησκευτικών δοξασιών ή ανάγκη ουδέτερης αντικειμενικής και απροκάλυπτης ενημέρωσης! Μόνον η ορθόδοξη διδασκαλία έχει τέτοια κουσούρια και τους ενοχλεί! Μόνον η Ορθοδοξία οδηγεί στη θεοκρατία και σε ένα απροκάλυπτο θρησκευτικό ολοκληρωτισμό! Μόνον την Ορθοδοξία παρερμηνεύουν και θεωρούν εχθρό της πολιτείας.
γ) Το ακυρωθέν από το ΣτΕ πολυθρησκειακό μάθημα, από παιδαγωγικής πλευράς, οδηγεί στην απομάκρυνση του παιδιού από την ορθόδοξη παράδοση των γονέων του, με ταυτόχρονη παραβίαση των δικαιωμάτων και του παιδιού και των γονέων, γεγονός νομικά κολάσιμο, που δεν βλέπουμε, όμως, να ευαισθητοποιεί τις κατά τα άλλα δημοκρατικές ευαισθησίες των υπερασπιστών της θρησκευτικής ανοικτότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελευθερίας της συνειδήσεως των παιδιών.
δ) Από παιδαγωγικής πλευράς, η ύπαρξη σταθερών αληθειών, κανόνων και δογμάτων στο σχολικό χριστιανικό θρησκευτικό μάθημα δεν αποτελεί δογματισμό, όπως δεν αποτελούν δογματισμό για το μάθημα της φυσικής οι υπάρχουσες σταθερές θεωρίες που ισχύουν σε αυτήν. Εξάλλου όλες οι θρησκείες του κόσμου και αυτές που διδάσκονται στην Ελλάδα πέρα της χριστιανικής πίστεως έχουν παρόμοιες δογματικές αλήθειες και κανόνες ζωής. Πρόβλημα μπορεί να υπάρχει μόνον, αν το μάθημα διδάσκεται με δογματικό τρόπο, δηλαδή, αν υπάρχει βίαιη εγχάραξη ιδεών και πεποιθήσεων.
Στο μάθημα όμως των Θρησκευτικών είναι σε όλους γνωστό ότι ο μαθητής, χωρίς να παρεμποδίζεται ή να αποθαρρύνεται, μπορεί ελεύθερα να αμφισβητήσει ή να προβληματισθεί σχετικά με την ορθότητα του υλικού που του προσφέρεται ή ακόμη και να το απορρίψει.
Ο δογματισμός υποδηλώνει άμεσο ή έμμεσο εξαναγκασμό ή πίεση του μαθητή από τον διδάσκοντα για να αποδεχθεί άκριτα την προς μάθηση ύλη. Για να γίνεται λόγος για δογματισμό, συνεπώς, πρέπει να υπάρχει αποδεδειγμένα και όχι με ανεπιστημονικές εμμονές διδακτικός αυταρχισμός ή κατεξουσιασμός, απόκρυψη σχετικών με το θέμα μαρτυριών, άρνηση παροχής ευκαιριών για κριτική θεώρηση του εκάστοτε διδακτικού θέματος, αποφυγή διαλόγου και ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να συντελέσει στην επιβολή των με-ταδιδομένων και στην καταπάτηση της ελευθερίας του μαθητή.
ε) Ως προς τις απαράδεκτες ύβρεις εναντίον των γονέων, που υπάρχουν εντός του ως άνω βιβλίου, είναι ανάγκη να μάθουν όσοι αποδεικνύουν την άγνοιά τους ότι η επιστημονική παιδαγωγική κοινότητα βλέπει το σχολείο ως προέκταση της οικογένειας και τη σχέση οικογένειας – σχολείου, ως πνευματική επικοινωνία μεγάλης μορφωτικής σημασίας.
Η παιδαγωγική επιστήμη, επομένως, θεωρεί τους γονείς ως φυσικούς παιδαγωγούς των παιδιών τους και την επίδραση που ασκούν σ’ αυτά, ως ανθρωπολογική ανάγκη του αναπτυσσόμενου ανθρώπου.
Οι συκοφαντικοί λοιπόν χαρακτηρισμοί: «φανατικοί γονείς με ολοκληρωτικές νοοτροπίες» και άλλα πολλά, που δεν αναφέρθηκαν στο παρόν άρθρο, αποδεικνύουν ότι η ενασχόληση ορισμένων με θέματα θρησκευτικής αγωγής διεξάγεται στο πλαίσιο έλλειψης κριτηρίων παιδαγωγικής επάρκειας, που συνοδεύεται μάλιστα από ένα ακατάλληλο και μη δημοκρατικό πνεύμα επιβλητικότητας, αυταρχισμού, αυθάδειας, ολοκληρωτισμού και επιθετικότητας που δεν συνάδει με τη σπουδαία και λεπτή λειτουργία της αγωγής.
Εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια” 16-05-2018