Τέσσερις προτάσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών κατέθεσε σε πρόσφατη τοποθέτησή του ο Μητροπολίτης Φιλίππων κ. Προκόπιος σε συνεδρία της Ιεράς Συνόδου για το μάθημα των Θρησκευτικών.
Ολόκληρη η τοποθέτηση έχει ως εξής:
Το θέμα απροσδοκήτως και χωρίς Συνοδικήν Απόφασιν περιελήφθη εις την Ημερήσιαν Διάταξιν της 5-11-2012 «υποβολή εισηγήσεως περί του μαθήματος των Θρησκευτικών» υπό του Συνοδικού Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου. Αγνοών το γεγονός, εξ αφορμής μόνον των ως κατωτέρω, εκτιθεμένων, είχον συντάξει το ακόλουθον κείμενον, το οποίον, αφού εζήτησα την άδειαν, ανέπτυξα ενώπιον της Συνόδου μετά την Εισήγησιν.
Πολλαί και εκ πολλών αφετηριών αι αφορμαί διά να επικεντρωθή το ενδιαφέρον όλων εις όσα «πιλοτικώς» σχεδιάζονται και ανέπαισθήτως, ως εν σχεδίω, εισάγονται και παγιώνονται εις τον ευαίσθητον χώρον της αγωγής και παιδεύσεως των ελληνοπαίδων διά της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών. Επισημαίνω, ως ακολούθως :
1. Το από 4-7-2012 προς την Ιεράν Σύνοδον πολυσέλιδον Υπόμνημα του κ. Ηρακλέους Ρεράκη, καθηγητού της Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής εις την Θεολογικήν Σχολήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διά του οποίου ασκείται κατά τρόπον συστηματικόν και αντικειμενικόν, αυστηρά και αρκούντως πειστική κριτική επί του θέματος «Νέο πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά και Οδηγός Εκπαιδευτικού» διά την διδασκαλίαν του μαθήματος εις το Δημοτικόν και το Γυμνάσιον. Αληθώς συγκλονιστικά και ανησυχητικά όσα επισημαίνονται εις το προς όλους ημάς σταλέν υπόμνημα. Τεκμηριωμέναι θεολογικαί και παιδαγωγικαί θέσεις, σαφείς απόψεις, εντυπωσιακαί επισημάνσεις διά την λειτουργίαν θεσμών και δράσεως των πρωταγωνιστών του προσώπων, που χωρίς επίσημον εκκλησιαστικήν παρέμβασιν, συνεχίζεται διά δεύτερον έτος το μεταρρυθμιστικόν κατ᾿ ουσίαν πλήρως ανατρεπτικόν πιλοτικόν αυτό Πρόγραμμα. Δεν γνωρίζω αν το εμπεριστατωμένον εν λόγω Υπόμνημα εμελέτησε, έκρινεν και εν συνεχεία έλαβε αποφάσεις η προλαβούσα Διαρκής Ιερά Σύνοδος.
2. Την συλλεκτική, πολυσέλιδον (σσ. 312, σχ. Α4), πρόσφατον (Ιούλιος 2012) έκδοσιν της Ενώσεως Θεολόγων Νομού Λέσβου – Παραρτήματος της Πανελληνίου Ενωσεως Θεολόγων – τιτλοφορουμένην: «Συλλογή Κριτικών άρθρων για τα νέα (πιλοτικά) Προγράμματα Σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών». Το εντυπωσιακόν εις τον ογκώδη αυτόν τόμον δεν είναι μόνον το περιεχόμενον του, που φωτίζη όλες τις πτυχές του μεταρρυθμιστικού ή ορθότερον, εκ θεμελίων ανατρεπτικού καινοφανούς αυτού Προγράμματος.
Περισσότερον προκαλεί το ενδιαφέρον, ο μακροσκελής κατάλογος όλων εκείνων, οι οποίοι με την συστηματικήν κριτικήν των, τα σχόλια, τις τεκμηριωμένες απόψεις και την καταγεγραμμένην γνώσιν και πείραν των ανατρέπουν, όσα επικαλούνται οι εισηγηταί και υποστηρικταί του εγχειρήματος και των λόγων που ωδήγησαν εις αυτό, χωρίς, εξ όσων γνωρίζω, προηγούμενον διάλογον και συμπροβληματισμόν μετά των θεσμικών κατά παράδοσιν και κατά νόμον συνομιλητών. Πολλοί Συνεπίσκοποι, Ηγούμενοι και Κληρικοί, Καθηγηταί Πανεπιστημίων, όλες σχεδόν οι κατά τόπους Ενώσεις – και η Πανελλήνιος – Θεολόγων, Ανώτατοι Δικαστικοί, Δημοσιογράφοι κ.α., λειτουργοί και διάκονοι των Γραμμάτων και της Παιδείας επιφυλάσσονται και, εν τέλει, απορρίπτουν τις εισηγήσεις των«εμπειρογνωμόνων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου», οι οποίες υπό το «πιλοτικόν» καινοφανές μόρφωμα, οδηγούνται εις την πλήρη εφαρμογήν και την παγίωσιν και του περιεχομένου και του τρόπου διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών εις τα Σχολεία της Ελληνο- Ορθοδοξίας.
3. Το ειδικόν αφιέρωμα, επίσης, του Δελτίου της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων «Κοινωνία» (τ.2 Απριλίου – Ιουνίου 2012) με τίτλον «Το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού – Γυμνασίου. Στοιχεία Κριτικής – Συμπεράσματα» τοποθετείται μέσα εις τα ίδια και όμοια πλαίσια με το προηγούμενον. Η εκλογή των κειμένων συνεχίζεται, προστιθεμένων των νέων κριτικών κειμένων, όσων ασχολούνται με το θέμα αυτό.
Ενδιαφέρουν, ασφαλώς, πολύ τα επόμενα, που μεταφέρονται από την προτασσομένη «αφιέρωση» εις την περιοδική έκδοσιν των Θεολόγων Εκπαιδευτικών. Κινούνται προς την κατεύθυνσιν «όλοι οι έχοντες λόγο και ευθύνη για την πορεία της Ελλάδος μας και να ενημερωθούν σχετικά και να αγωνιστούν για μια ζωή σωστή, πλήρη, ολοκληρωμένη, γνήσια και αληθινά ορθόδοξη χριστιανική εκπαίδευση που πρέπει να προσφέρεται στα παιδιά μας. Γιά την ποιότητα της ίδιας της ζωής τους».
4. Εις τας αφορμάς συγκαταλέγονται και οι λόγοι του Μακαριωτάτου Προέδρου και αι επιτυχείς παρατηρήσεις που έγιναν κατά την εκδήλωσιν της προσφάτου ανακηρύξεώς του εις επίτιμον Δημότην εις την Πέλλα Γιαννιτσών. Εκκινών από την θεμελιώδη αρχήν της συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας, τη συνεργασία όλων των φορέων, προβάλλοντάς την ως «το μοναδικόν φάρμακον που θα ημπορούσε να βοηθήση αυτήν την ώρα τους αρρωστημένους θεσμούς, την κρίση, η οποία μας ταλαιπωρεί όλους», συνεπέρανεν, ότι προέχει η επιστροφή εις τήνπαράδοσιν και το ασφαλές μέσον είναι η Εκπαίδευσις, διά να καταλήξη: «Με το να είναι μία ώρα τα θρησκευτικά περισσότερο στο σχολείο, ούτε εμείς νομίζουμε ότι θα σώσουμε τον κόσμο και την Εκκλησία, αλλά ούτε κι εσείς, με μία ώρα, αν την αφαιρέσετε και προσθέσετε αντ᾿ αυτής μία ώρα θεάτρου ή κάτι άλλο, θα κερδίσετε τον πολιτισμό» (από τις εφημερίδες της Δευτέρας 22 Οκτωβρίου 2012).
5. Εις τα όσα επισημαίνονται συμβάντα, γύρω από το θεμελιώδες θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών εις την Πρωτοβάθμιον και Δευτεροβάθμιον Εκπαίδευσιν, την, όπως προβάλλεται, αγωνίαν όλων των εκπαιδευτικών παραγόντων της Πολιτείας μας, την πλήρη (ίσως είναι και εύχομαι να είναι λανθασμένος αυτός ο προσδιορισμός) σιωπήν και απουσίαν της Εκκλησίας, των Συνοδικών Οργάνων Αυτής (επαναλαμβάνω εξ όσων τουλάχιστον περιήλθον εις γνώσιν μου), είτε με την μορφήν κειμένων επισήμων, είτε ως Δελτίων Τύπου ή Ανακοινωθέντων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ήλθαν να μεγιστοποιήσουν τον προβληματισμόν μου εκ της σιωπής ή απουσίας υπευθύνου λόγου του Διαρκούς Διοικητικού Οργάνου της Εκκλησίας, του ασκούντος, μάλιστα, συγκεκριμένας αρμοδιότητας, ως αυταί περιγράφονται εις τον Καταστατικόν Χάρτην: «Η Δ.Ι.Σ. … ε) Παρακολουθεί το δογματικόν περιεχόμενον των διά τα Σχολεία Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών» (εδαφ. ε´, παράγρ. 1, άρθρον 9 του νόμου 590/1977).
Εξ αφορμής, λοιπόν, των προαναφερθέντων και προς την επιβεβλημένην, υπεύθυνον και συγκεκριμένην περί του πρακτέου προσβλέπων Συνοδικήν ενέργειαν, θα ετολμούσα να παρακαλέσω όπως :
α. Διά λόγους συνεχείας και συνεπείας πληροφορηθώμεν, αν το θέμα συνεζητήθη εις την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον προηγουμένων Περιόδων, αν ελήφθησαν αποφάσεις και ποίον το περιεχόμενόν τους και αν εφηρμόσθησαν ή παραμένουν ανεκτέλεστοι.
β. Ανεξαρτήτως της προηγουμένης επισημάνσεως και επειδή το θέμα εξακολουθεί να μένη ανοικτόν και να προκαλή ανησυχίας εις τον χώρον της Εκκλησίας και του Σχολείου, μελετήσωμεν εις βάθος το ζήτημα και να υπάρξη σαφής τοποθέτησις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Δεν είναι πρόσφορος ο ισχυρισμός που ενίοτε προβάλλεται, ότι δεν επιτρέπεται να αναθεωρούμεν ληφθείσας αποφάσεις. Όταν αυταί δεν είναι γνωσταί, όταν η δυναμική, λόγω της εξαιρετικής σημασίας του θέματος, εντείνεται, όταν ο διάλογος καλά κρατή με την επίκλησιν επιχειρημάτων θεολογικών και εκκλησιαστικών, μη επιδεχομένων αντίκρουσιν ή ανατροπήν, παρά μόνον την θέλησιν του ασκούντος πολιτικήν εξουσίαν και αρμοδιότητα, το χρέος των Συνοδικών καθίσταται επάναγκες και η ομολογία απαραίτητος διά την κατίσχυσιν των υγειών εκπαιδευτικών αρχών και του αληθούς, καλού και ωφελίμου των νέων και της δοκιμαζομένης συγχρόνου κοινωνίας.
γ. Στηρίξωμεν και ενισχύσωμεν τα κείμενα εκείνων που γράφουν σχετικώς, εμπνεόμενοι από την ελληνορθόδοξον εκπαιδευτικήν παράδοσιν και απορρίψωμεν τις μνημονευόμενες και δημοσιοποιούμενες θέσεις και λόγους των πρωτεργατών «εμπειρογνωμόνων» του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου επωνύμως, αι οποίαι, τώρα που τις πληροφορούμεθα, προκαλούν αντίλογον και αντίδρασιν σοβαράν.
Όταν επαναλαμβάνωνται επώνυμοι ισχυρισμοί διά «τεταμένας σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας από τη μεταπολίτευση ως τις μέρες μας», διά «προοπτική του χωρισμού (Εκκλησίας – Πολιτείας) αργή αλλά σταθερή ως ιστορική μοίρα του Νέου Ελληνισμού», διά το ενδεχόμενο ότι «μία τέτοια εξέλιξη θα σημάνει και το τέλος των ιστορικών προνομίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και σαφώς το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου των θρησκευτικών ως ομολογιακού μαθήματος» και ακόμη ότι «Το πρόβλημα του μαθήματος είναι ο ομολογιακός χαρακτήρας του.
Το μάθημα έχει κατηχητικό χαρακτήρα, είναι μονοφωνικό ως εκ της φύσεώς του και συνεπώς δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη μιάς ελεύθερης πλουραλιστικής κοινωνίας» (Στ. Γιαγκάζογλου «Το μάθημα των θρησκευτικών στη δημόσια Εκπαίδευση» Ανάλεκτα ΙΙΙ, σελ. 3 και 5). Τώρα ανακάλυψεν την πολυπολιτισμικότητα και τον πολυθρησκειακόν χαρακτήρα της Χώρας μας ο επί σειράν ετών Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου; Καί θα ήσαν ανεκτά όσα από την ελευθέραν θρησκευτικήν συνείδησιν υπαγορεύονται, αλλά πως συμβιβάζονται με την διευθυντικήν θέσιν του εις την «Θεολογίαν», την επίσημον έκδοσιν της τριμηνιαίας επιστημονικής εκδόσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος; Ασύμβατοι προσωπικαί απόψεις προς την ανατεθείσαν διακονίαν, την οποίαν σπουδαίαι ακαδημαικαί προσωπικότητες υπηρέτησαν και εκλέισαν.
δ. Μη παραλείψωμεν και την περίπτωσιν του κ. Αγγέλου Βαλλιανάτου, Διδάκτορος της Θεολογίας και Σολικού Συμβούλου Θεολόγων. Συνέπραξε εις την σύνταξιν του νέου Προγράμματος Σπουδών και του Οδηγού διά τον εκπαιδευτικόν εις τα θρησκευτικά. Είναι δε ο υπεύθυνος διά την διοργάνωσιν και τον συντονισμόν του επιμορφωτικού προγράμματος των εκπαιδευτικών, οι οποίοι διδάσκουν τα θρησκευτικά εις τα σχολεία, τα οποία εφήρμοσαν πιλοτικά το νέον Πρόγραμμα Σπουδών κατά το σχολικόν έτος 2011 – 2012. Εις κείμενόν του (από το εις την διάθεσίν μου αυτό κείμενον ελλείπει η πρώτη σελίδα και δι’ αυτόν τον λόγον αδυνατώ να παραθέσω την βιβλιογραφικήν παραπομπήν), υποστηρίζει το μεταρρυθμιστικόν εγχείρημα.
Επαναλαμβάνων και δι᾿ αυτόν την παρατήρησιν διά την ελευθέραν επιλογήν των εκπαιδευτικών απόψεων, θα επισημειώσω ότι ενοχλούμαι, πληροφορούμενος από τον ίδιο στο κείμενόν του ότι «ως υπεύθυνος για την επιμόρφωση των Θεολόγων καθηγητών και καθηγητριών που επιμορφώθηκαν φέτος στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής». Δηλαδή η Εκκλησία, προφανώς αποδεχομένη την πολιτικώς εφαρμοζομένην εκπαιδευτικήν μεταρύθμισιν επιτρέπει την χρήσιν χώρου Της διά την επιμόρφωσιν αυτήν; Ανεπιτρέπτως ασυμβίβαστοι πρακτικαί.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι,
Μετά την συνοπτικήν απαρίθμησιν των αφορμών διά την ενώπιόν Σας έκθεσίν των και την εν συνεχεία διατύπωσιν αυτονοήτων σχετικών παρακλήσεων και εμμέσως υποβληθέντων αιτημάτων, θα ήθελα βαθυσεβάστως να προτείνω :
i. Την ακριβή και λεπτομερή ενημέρωσιν επί του θέματος του συνεχιζομένου πιλοτικού Προγράμματος Σπουδών εις το μάθημα των Θρησκευτικών και τον Οδηγόν του Εκπαιδευτικού. Το ενδιαφέρον ημών να επικεντρωθή επί των συνεπειών και την προβολήν αξιώσεως να ερωτάται η Εκκλησία και να εισακούεται ο λόγος Αυτής επί του περιεχομένου της διδασκομένης ύλης, του αναλυτικού δηλαδή προγράμματος του μαθήματος των Θρησκευτικών εις τα Σχολεία, όπως και εις τον Καταστατικόν Χάρτην ορίζεται.
ii. Αι Συνοδικαί Επιτροπαί α. επί της Χριστιανικής Αγωγής της Νεότητος και β. επί της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, να μελετήσουν όλας τας πτυχάς του και ακολούθως η Διαρκής Ιερά Σύνοδος να λάβη τας δεούσας αποφάσεις μετά πολλής περισκέψεως και να υλοποιήση αυτάς συνεργαζομένη μετά των επαιόντων και ειδικών της Εκκλησιαστικής Διοικήσεως και του
ευρυτέρου εκπαιδευτικού χώρου της Μέσης Εκπαιδεύσεως και του Πανεπιστημιακού.
iii. Να δώσωμεν την εκκλησιαστικήν ομολογίαν, ενισχύοντες τας προσπαθείας των διδασκάλων της Θεολογίας, των κοπιόντων και εργαζομένων τον καλόν αγώνα της μορφώσεως και αγωγής της νεότητος, των ελληνοπαίδων.
iv. Αν ταύτα, τα άνευ αξιώσεων, αλλά μετά πολλού ενδιαφέροντος προτεινόμενα, και όσα η ποιμαντορική ευαισθησία και η έμφρων σύνεσις Υμών ήθελεν προσθέση, καλλιεργηθούν και εις συγκεκριμένας αποφάσεις καταλήξουν, προητοιμασμένον από πάσαν πλευράν το πελώριον τούτο εκπαιδευτικόν θέμα, τεθή υπό την τελικήν κρίσιν και απόφανσιν της ανωτάτης Εκκλησιαστικής Αρχής, της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, συμμορφούμενοι άπαντες προς αυτήν.
† ο Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου
Προκόπιος