Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δοχειαρίτου
Tα χρόνια που υπήρχε στα παιδιά ο φόβος των γονιών και το σέβας στον πατέρα, τα παιδιά συντρόφευαν τον πατέρα στον μόχθο της ημέρας. -“Σε είδα, Σωτήρη, στην βάρκα με τον πατέρα σου. Τον βοηθούσες στο ψάρεμα;” -“΄Οχι, συντροφιά του κρατούσα”.
Υπάρχει μια εικόνα -δεν γνωρίζω τον ζωγράφο-πάντως εκφράζει την εποχή για την οποία λαλούμε. Παριστάνεται ο άγιος Ιωσήφ ο μνήστορας στο εργαστήρι του να ιδρωκοπά στο πριόνισμα των ξύλων κι ο Χριστός μας πασιχαρής να τον συντροφεύει. Παιδί κι εγώ της ευλογημένης εκείνης εποχής, δεν άφηνα ποτέ τον πατέρα μου μόνο στην σπορά, στο θέρος, στο αλώνισμα και τον τρυγητό. Τώρα, που τα πάνω ήρθανε κάτω και ποδοπατούνται σαν φθινοπωριάτικα φύλλα, άλλαξε η τάξις και οι γονείς συντροφεύουν τα παιδιά στις αθλοπαιδιές. -“Για πού τέτοια ώρα;” -“Πάω το παιδί στο κολυμβητήριο”. Τότε γράφαμε τα παιδιά για τον πατέρα. Τώρα ο πατέρας για τα παιδιά.
Θα ήτανε Μάιος του 1953. Ο πατέρας θέριζε σ’ ένα καμποχώραφο του νησιού. Κι εγώ μικρό παιδί, σαν την Ρουθ στον αγρό του Βοόζ, μάζευα πίσω τις σταροκεφαλές που ξέφευγαν από το χειρόβολο του πατέρα μου. Αφού μεσουράνησε ο ήλιος, ένας πατέρας από το διπλανό χωράφι φώναξε με γιγαντιαία φωνή στο παιδί του -“Ήλιου βγάλσιμο, ήλιου βγάλσιμο, ήλιου βγάλσιμο”. Κι έτρεχε στο μαγγανοπήγαδο. -“Πατέρα τι συμβαίνει;” -“Φαίνεται, έστειλε το παιδί για νερό και κάποια δενδρογαλιά, που φώλευε στου πηγαδιού την άκρη, άρχισε να κτυπά το παιδί με τινάγματα στον αέρα”. -“Και τι είναι το «ήλιου βγάλσιμο»;” –“Αν το παιδί τρέξει προς τον ήλιο, το φίδι θαμπώνεται και θα πάψει να το κτυπά”. Αυτό το μυστικό δεν το ξεύρομε, δεν το μάθαμε, δεν το προσέξαμε στο Ευαγγέλιο, και μας κτυπά ο όφις ο αρχαίος κατά πρόσωπον, και προσπαθούμε να τον θαμπώσουμε με τις ψευτοευλάβειές μας και τις φθηνές καλές μας πράξεις, και όχι με το φως του νοητού ήλιου της δικαιοσύνης. Βάζουμε μπροστά στα μάτια του διαβόλου τόσο αστεία πράγματα, για να του περιορίσουμε την ορμή, πού και ό Ίδιος σκα στα γέλια, μας λυπάται και μας αφήνει για άλλη φορά.
Δυστυχώς οι ρασοφόροι αντλούμε δύναμη και δικαιώματα όχι από την άγια άσκηση, άλλα από τα αξιώματα που μας έδωσε η Εκκλησία. Κάποιος Επίσκοπος, εισερχόμενος στον Ναό του αγίου Γερασίμου στην Κεφαλονιά ήκουσε τις φωνές δαιμονισμένης κόρης. Πηγαίνοντας μπροστά της, είπε: «Εν ονόματι του Ιησού του Ναζωραίου, έξελθε πνεύμα ακάθαρτον». Και του απήντησε: -«Σκάσε, βλάκα. Εσύ ποτέ δεν μ’ έδιωξες από την καρδιά σου και θα με βγάλεις από αυτήν, στην όποια είκοσι χρόνια κατοικώ;»… Στην εποχή μας η Εκκλησία προβάλλει κάποιους Μητροπολίτες για μεγάλους θεολόγους και μάλιστα απαιτεί να στοιχούμε και να αναπαυόμαστε στην διδασκαλία τους, ενώ η ζωή τους είναι σαν την μούργα, που κατακάθεται στο βαρέλι και ανεβάζει την οξύτητα του λαδιού. Οι Ιεράρχες στην Εκκλησία ήταν πρώτα Άγιοι και μετά Πατέρες και Διδάσκαλοι. Και εμείς οι δύστυχοι μοναχοί γυρνάμε στον κόσμο μ’ έναν ντορβά στην πλάτη και πουλάμε την πιο φθηνή αγιότητα.
Αλλά -δόξα τω Θεώ- φύσηξε λίβας εξ Αθηνών και μας σάρωσε, μας καθάρισε, όπως ο άνεμος το σιτάρι από τα άχυρα. Αναπάντεχο καλό μας βρίσκει. Πίστεψαν οι δημοσιογράφοι πως λερωθήκαμε από τον φόβο μας. Τουναντίον πλυθήκαμε και υπέρ χιόνα λευκανθήκαμε. Φύσηξε άνεμος και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και έσεισε τα δένδρα του Αθωνικού δρυμού, τα υψηλόκορμα και υψηλόφρονα. Όσα ήταν επιπολαιόρριζα σκιάχτηκαν την δύναμη του άνεμου. Τα βαθύρριζα έμειναν απτόητα.
Οι εχθροί σήμερα της Εκκλησίας δεν είναι ούτε οι ταλαίπωροι δημοσιογράφοι ούτε οι άθεοι, άλλ’ οι τάχατες ευλαβείς, και οι λεγόμενοι θρησκευτικοί. Και ας έρθουμε πιό κοντά στα δικά μας. Οι δυσκολίες μας στα Μοναστήρια είναι από τους ευλαβείς γονείς. Αν έρθη παιδί στο Μοναστήρι από ευσεβή οικογένεια, τότε θα δείτε μπόρες και καταιγίδες πού θα επιπέσουν στον ηγούμενο και τους μοναχούς. Ο λαός λέγει «Πάρ’ του ο,τι αγαπά και θα δεις ποιος είναι». Αυτό το βιώνουμε πέρα για πέρα αληθινά στην θυσία του Αβραάμ. Αυτές τις μέρες υιός χριστιανικής οικογένειας, και μάλιστα αγωνιζομένης δεινώς για την κάθαρση της Εκκλησίας, εξέφρασε την επιθυμία να εξέλθει του κόσμου και να στοιχηθεί στις τάξεις των μοναχών. Κυριολεκτικά με έστησαν στην μπούκα του κανονιού. Θεώρησαν τον μοναχό κακό κατάντημα και όχι καταξίωση και ευλογία Θεού.
Εμείς, αδελφοί μου, έχουμε ανάγκη αποτάξεως του σατανά και συντάξεως με τον Εσταυρωμένο Ιησού Χριστό. Εμείς, που χάσαμε την ταπείνωση και ζητούμε την αξιοπρέπεια. Εμείς, που φτιάχνουμε άγιους εκεί που ούτε ίχνος αγιότητος υπάρχει, για να κρυφτούμε από πίσω τους όπως οι πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο. -“Εγώ, καυχησιολογώντας λέγουμε, έχω Γέροντα τον τάδε προορατικό πατέρα”. Και επαναπαυόμαστε. Θέλουμε Μοναστήρια και άγιους κληρικούς, αλλ’ όχι από τα παιδιά μας, όχι από την δική μας φυτεία. Η κρίσις του κόσμου και της Εκκλησίας είναι από τους ευλαβείς και από μας τους κληρικούς και μοναχούς.
Είναι ανάγκη να ανασυνταχθούμε οι χριστιανοί, αλλιώς το κακό από μας θα προέλθει στον κόσμο. Όχι άλλο πίσω από ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους, αλλά μετάνοια και προσανατολισμό στο βγάλσιμο του ήλιου, να θαμπώσει την δενδρογαλιά που κονεύει στα καντούνια του κόσμου.
«Χριστιανική Σπίθα» Ιανουαρίου 2009