Η λειτουργική περίοδος που διανύουμε κατ’ αυτή την ΣΤ΄ Εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δέν δίδει έμφαση στήν δική μας προσωπική μετάνοια, αλλά στά γεγονότα πού έγιναν γιά μας καί τήν σωτηρία μας.
Του Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου – Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδο
Η εβδομάδα πού ακολουθεί έχει ένα βασικό παιδαγωγικό χαρακτήρα: 1. Νά κλείσει πνευματικά η Σαρακοστή καί 2. Νά μας οδηγήσει στά γεγονότα της Ανάστασης του Λαζάρου καί τήν βασιλική είσοδο του Χριστού καί των μαθητών Του στά Ιεροσόλυμα.
1. Από τήν μία τά περιεχόμενα των Ακολουθιών αποτελούν μιά επανάληψη της αμαρτωλότητας του ανθρώπου. Γιά νά μπορέσουμε νά υπερβούμε τήν αμαρτωλότητα αυτή η Εκκλησία μας παρουσίασε τόν βίο δύο διαφορετικών αγίων, ενός άνδρα καί μιάς γυναίκας. Του οσίου Ιωάννου της Κλίμακος καί της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Από τήν άλλη οι δύο αυτές Κυριακές απετέλεσαν τήν προετοιμασία της συνάντησής μας μέ τόν Σωτήρα. Θά μπορούσαν μάλιστα νά θεωρηθούν ως τά προεόρτια της εορτής του Λαζάρου καί της Κυριακής των Βαίων. Η εσχατολογική αναμονή καί η άσκηση θά δώσουν τήν θέση τους στά γεγονότα πού εδραιώνουν τήν ίδια τήν ύπαρξη της Εκκλησίας: Θάνατος καί Ανάστασις του Θεού – Ανθρώπου.
Στόν Όρθρο της Τετάρτης της Ε´ Εβδομάδος ακούσαμε μία φορά τόν Μεγάλο Κανόνα του αγίου Ανδρέα της Κρήτης, αλλά αυτή τήν φορά ολόκληρο. Αν στήν αρχή ο Κανόνας αυτός ήταν η πόρτα πού μας οδήγησε στήν μετάνοια, τώρα στό τέλος φαίνεται ως ανακεφαλαίωση. Ένα μεγάλο ποίημα από 24ους στίχους μας μιλά γιά τήν ανθρώπινη αμαρτία πού έχει «αμαυρώσει» τό κατ’ εικόνα.
Τί είναι αμαρτία; Αμαρτία είναι όταν ο ίδιος ο άνθρωπος μεταβάλλει τόν εαυτό του σέ είδωλο: «Αυτοείδωλον εγενόμην τοις πάθεσι τήν ψυχήν μου, βλάπτων οικτίρμον. Αλλ’ εν μετανοία με παράλαβε, καί εν επιγνώσει ανακάλεσαι. Μή γένωμαι κτήμα, μή βρώμα του αλλοτρίου. Σωτήρ αυτός με οίκτειρον». Εδώ ο άγιος Ανδρέας δίδει μιά ορθόδοξη μαρτυρία γιά τό πρόσωπο του ανθρώπου καί του Θεού: Προσέξτε, μας λέει, μήν κάνετε είδωλα. Είναι η ίδια η φωνή του Μωϋσή στήν έρημο, πού φωνάζει τούς Ισραηλίτες γιά τήν άτακτη ζωή τους. Καί είδωλα μπορεί νά είναι η κοινωνία, η ελευθερία, ο άνθρωπος, όταν απουσιάζει από αυτά ο θεάνθρωπος Χριστός. Συεχίζοντας ο άγιος Ανδρέας μας λέγει ότι ειδωλοποιήσαμε τόν ίδιο μας τόν εαυτό. Είναι φοβερό νά προσκυνά κανείς τόν εαυτό του. Νά προσκυνάς δηλαδή ένα ανθρώπινο είδωλο, νά οδηγείς τόν εαυτό σου μακρυά από τόν αληθινό άνθρωπο, του οποίου τήν αλήθεια αποκάλυψε καί φανέρωσε αυτοπροσώπως ο Ίδιος ο Χριστός ως ενανθρώπηση Θεού, δηλαδή ως Εκκλησία, πού περιέχει μέσα της τόν άνθρωπο καί τήν κοινωνία.
2. «Ιδού, αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα καί ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι καί γραμματεύσι…»1. Από δώ καί μπρός θά ακολουθήσουμε μαζί μέ τούς Μαθητές τήν πορεία πρός τά Ιεροσόλυμα. Συμπόρευση, συσταύρωση, νέκρωση. «Δεύτε ούν καί ημείς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθώμεν αυτό καί συσταυρωθώμεν καί νεκρωθώμεν δι’ αυτόν ταις του βίου ηδοναίς».
Αν στό πρώτο μέρος της Μεγάλης Σαρακοστής η προσπάθειά μας αποσκοπούσε σέ έναν εξαγνισμό μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τήν συμμετοχή μας στό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τώρα πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η κάθαρση δέν είναι αυτοσκοπός. Τώρα όλα πρέπει νά μας οδηγήσουν στήν οικειοποίησή μας μέ τόν σταυρικό θάνατο καί στήν συνέχεια μέ τήν Ανάσταση!
Η Ανάσταση του Λαζάρου προεικονίζει ήδη τήν Ανάσταση του Ίδιου του Χριστού. «Τήν κοινήν Ανάστασιν πρό του σου Πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τόν Λάζαρον» θά ακούσουμε στόν Όρθρο της εορτής του αγίου καί δικαίου Λαζάρου. Καί ενώ μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι τό Σάββατο είναι η ανάμνηση των απανταχού κεκοιμένων, τό Σάββατο αυτό του Λαζάρου εορτάζεται ως μία αναστάσιμη ημέρα. Μάς προετοιμάζει νά κατανοήσουμε τήν νίκη του Χριστού απέναντι στόν αιώνιο εχθρό, τόν Άδη. Μιά νίκη πού κάνει τόν ίδιο τόν Άδη νά τρέμει καί πικρά νά κλαίει. Ο Άδης «κάτωθεν, πικρώς ωδύρετο καί στένων έτρεμε» καί «στενάξας, απέλυσε φόβω». Οι αναφορές στήν απελπιστική κατάσταση πού βρίσκεται τό πρόσωπο του Άδη ποικίλες.
Στόν τάφο του Λαζάρου ο Θεός συναντά τόν θάνατο, τήν πραγματικότητα πού είναι αντιζωή, πού είναι διάλυση καί απόγνωση. Ο Θεός συναντά τόν εχθρό Του, ο οποίος του απέσπασε τόν κόσμο Του καί έγινε ο ίδιος «άρχων του κόσμου τούτου». Καί όλοι εμείς πού ακολουθούμε τόν Ιησού Χριστό καθώς πλησιάζει στόν τάφο του Λαζάρου, εισερχόμαστε μαζί Του στή «δική Του ώρα» (ιδού ήγγικεν η ώρα…)· στήν ώρα γιά τήν οποία πολύ συχνά είχε μιλήσει καί τήν είχε παρουσιάσει ως τό αποκορύφωμα, τό πλήρωμα ολόκληρου του έργου Του.
Ο φίλος του Χριστού, ο Λάζαρος, αποτελεί τήν προσωποποίηση του κάθε ανθρώπου καί η Βηθανία, όπου βρίσκεται τό σπίτι του, σύμβολο ολόκληρης της οικουμένης, ο τόπος όπου κατοικεί ο κάθε άνθρωπος. Εκείνο όμως πού έχει ιδιαίτερη σημασία σέ όλη αυτή τήν διήγηση είναι η μαρτυρία πού μας παραδίδει ο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης καί τήν επαναλαμβάνουν πολλοί υμνογράφοι: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς»2. Δέν κλαίει, δέν ξεσπά σέ λυγμούς καί ολοφυρμούς, αλλά απλώς δακρύζει. Γιατί άραγε; Μπορεί ο Χριστός νά δακρύσει, αφού γνωρίζει πολύ καλά τί θά ακολουθήσει; Είναι δυνατόν ο ίδιος ο Κτίστης των πάντων νά ρωτά «πού κείται όν θρηνείται; που τέθαπται Λάζαρος, όν μετ’ ολίγων εκ νεκρών, ζώντα ημίν εξαναστήσω εγώ;»3.
Τί κρύβεται άραγε πίσω από αυτές τίς θαυμάσιες εκφράσεις; Οι υμνογράφοι πιστεύουν ότι αυτά τά δάκρυα είναι η ανθρώπινη φύσις του Χριστού καί έχουν τήν δύναμη νά αναστήσουν ακόμη καί τούς νεκρούς. Γνωρίζουμε όμως όλοι μας ότι κάτι τέτοιο θά μας οδηγούσε σέ ένα μονοφυσιτισμό, αφού οι δύο φύσεις του Χριστού, σύμφωνα μέ τήν Δ´ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος, είναι ενωμένες «ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως, ασυγχύτως». Τότε τί μπορεί νά εί-ναι;
Στό σημείο αυτό θά χρησιμοποιήσω ένα μικρό απόσπασμα από τόν άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, ο οποίος γράφει σχετικά: «ουδέ ζωοποιεί τόν Λάζαρον η ανθρωπίνη φύσις, ούτε δακρύει η θεϊκή εξουσία. Τό μέν γάρ δάκρυον, της ανθρωπότητος ίδιον, η δέ ζωή, της ενυποστάτου ζωής. Αλλ’ όμως έχει δύο φύσεις, της θεότητος καί της ανθρωπότητος αυτού.
……Τάς μέν γάρ θεοσημείας η θεότης ειργάζετο, αλλ’ ου δίχα της σαρκός. Τά δέ ταπεινά η σάρξ, αλλ’ ου χωρίς της θεότητος»4.
Άρα, είναι ο Θεάνθρωπος πού δακρύζει καί είναι ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος πού θά αναστήσει τόν Λάζαρο. Δακρύζει… καί είναι δάκρυα θεϊ-κά… Δακρύζει γιατί βλέπει τόν θάνατο νά γίνεται πρίγκηπας του κόσμου. Η ανάσταση δέν γίνεται από τόν Θεό γιά τόν Θεό, αλλά περικλείει ολόκληρη τήν ανθρωπότητα. Ο Θεός είναι η Ζωή καί η Πηγή της ζωής. Προσκαλεί τόν άνθρωπο σέ αυτήν τήν πραγματικότητα. Ο άνθρωπος όπως καί ο κόσμος πλάσθηκε από τά χέρια του Κτίστη, γιά νά δοξάζει τόν Δημιουργό καί νά γίνει μέτοχος των έργων του Θεού. Κι αυτό μας τό επιβεβαιώνει καί ο υμνωδός, ο οποίος γράφει: «Δακρύσας ως άνθρωπος Οικτίρμον, εξανέστησας ως Θεός τόν εν τάφω καί του Άδου λυθείς, ο Λάζαρος εβόα. Ευλογητός εί Κύριε, ο Θεός εις τούς αιώνας»5.
Ακολουθούμε τόν Ιησού πρός τά Ιεροσόλυμα καί έχουμε τήν μοναδική τιμή νά Τόν ακολουθήσουμε μέχρι τόν τάφο του Λαζάρου καί νά ακούσουμε τήν συγκλονιστική εντολή Του: «Λάζαρε, δεύρο έξω». Κατανοούμε τώρα τόν λόγο πού δάκρυσε ο Ιησούς. Δακρύζει γιατί αγαπούσε τόν φίλο Του, τόν Λάζαρο. Καί η πράξη του αυτή δέν είναι προβολή της θεϊκής Του δύναμης, αλλά της δύναμης της αγάπης, της αγάπης πού γίνεται δύναμη καί μπορεί νά νικά τόν θάνατο. Ο Θεός είναι Αγάπη καί η Αγάπη είναι Ζωή. Είναι η Αγάπη πού δακρύζει στόν τάφο καί είναι η ίδια η Αγάπη πού τόν φέρνει πίσω στή, ζωή. Είναι «η πάντων χαρά, Χριστός η αλήθεια, τό φως καί η ζωή, του κόσμου η Ανάστασις, τοις εν γη πεφανέρωται, τη αυτού αγαθότητι καί γέγονε τύπος της αναστάσεως, τοις πάσιν παρέχων θείαν άφεσιν»6.
Διά της Αναστάσεως του Χριστού «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος»7, διακηρύττει πανηγυρικά ο απόστολος Παύλος.
Η μεγάλη αυτή εορτή λειτουργεί ως πνευματική ανάταση στις ψυχές όλων μας, οι οποίοι συνοδοιπορούμε με τον Κύριό μας προς το εκούσιον Πάθος και τον σταυρικό Του θάνατο. Αυτό το αποδίδει θαυ-μάσια το απολυτίκιο της εορτής: «Την κοινήν ανάστασιν πρό του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον Χριστέ ο Θεός, ό-θεν και ημείς ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοί τώ νικητή του θανάτου βοώμεν, Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχό-μενος, εν ονόματι Κυρίου».