Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Γρηγορίου Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, κατά κόσμον Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, ἐγεννήθηκε στή Δημητσάνα, τό ἔτος 1745, ἀπό εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς, τόν Ἰωάννη καί τήν Ἀσημίνα.
Τό 1767 μετέβη στή Σμύρνη, κοντά στό θεῖο τοῦ ἐκκλησιάρχη Μελέτιο παρακολουθώντας μαθήματα στήν Εὐαγγελική σχολή. Στή συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στήν Πάτμο ἀπό τόν Δανιήλ τόν Κεραμέα. Μετά τίς σπουδές του ἦλθε στήν αὐτοκρατορική μονή τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Στροφάδων νήσων, ὅπου ἐκάρη μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Γρηγόριος. Στή συνέχεια τόν ἐκάλεσε ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος καί τόν ἐχειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του. Ὅταν ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἐπέστρεψε στή Δημητσάνα καί ἔδωσε 1500 γρόσια γιά τή στέγαση τῶν ἀπόρων φοιτητῶν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐμυήθηκε στή Φιλική Ἑταιρία περί τά μέσα τοῦ ἔτος 1818 ἀπό τόν Ἰωάννη Φαρμάκη στό Ἅγιον Ὄρος. «Ἔδειξεν εὐθύς ζωηρότατον ἐνθουσιασμόν ὑπέρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» καί «ηὐχήθη ἀπό καρδίας», γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ της.
Στίς 19 Αὐγούστου 1785 ἐκλέγεται Oἰκουμενικός Πατριάρχης καί παραμένει στόν πατριαρχικό θρόνο μέχρι τό Δεκέμβριο τοῦ 1798, ὁπότε καθαιρεῖται ἀπό τήν Πύλη, διότι ἐθεωρήθηκε ἀνίκανος νά διατηρήσει τήν ὑποταγή τῶν Χριστιανικῶν λαῶν κάτω ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό, καί ἐξορίζεται στό Ἅγιον Ὅρος. Τό 1818 ἐκλήθηκε γιά τρίτη φορά στόν Οἰκουμενικό θρόνο, στόν ὁποῖο παρέμεινε μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου.
Ὁ Κων. Κούμας ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δέν ἦταν μόνον «σεμνός τό ἦθος, λιτός τήν δίαιταν, ταπεινός τήν στολήν, ζηλωτής τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τά ἔργα του», ἀλλά ἦταν καί «ἄκαμπτος εἰς τάς ἰδέας του καί δέν τόν ἔμελε διά κανέν ἐναντίον, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε». Καί ὁ Γρηγόριος ἀπεφάσισε. Ἔταξε ὡς σκοπό στή ζωή του νά ὑπηρετήσει πιστά τό δοῦλο Γένος καί νά βοηθήσει μέ ὅλες τίς δυνάμεις του καί μέ τή ζωή του στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό. Γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ του ἐχρησιμοποιοῦσε ὅλη του τή διπλωματική δεξιοτεχνία.
Στήν προσπάθειά του ὁ Ἐθνομάρτυρας νά διασώσει τόν Ἑλληνικό πληθυσμό ἀπό τή σφαγή καί συγχρόνως νά παραπλανήσει τό Σουλτᾶνο καί νά δώσει τήν εὐκαιρία στούς ἀγωνιστές νά ἐργάζονται ἀνενόχλητοι, ἀναγκάσθηκε νά ἀφορίσει τούς ἐπαναστάτες.
Συντριπτική ἀπάντηση στούς κατηγόρους τοῦ Γρηγορίου θά δώσει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης μέ τίς ὁδηγίες πού ἔστειλε ἀπό τό Κισνόβιο τῆς Βεσσαραβίας στούς ἀρχηγούς τῆς Πελοποννήσου: «Ὁ μέν Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφορι-στικο καί ἐξάρχους, παρακινώντας σας νά ἑνωθῆτε μέ τήν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νά θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα καθόσον γίνονται μέ βίαν καί δυναστείαν καί ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου»[1]. «Ἄς μή λησμονήσωμεν ὅτι ὑπάρχουν περιστάσεις καθ’ ἅς ἀπαιτοῦνται θυσίαι μεγαλύτεραι καί αὐτῆς τῆς θυσίας τῆς ζωῆς καί ὅτι ἐνίοτε ἡ μαρτυρική ζωή εἶναι πικρότερον ἀλλά πλέον ἐπιβεβλημένον καθῆκον καί αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Καί αὐτήν τήν ὑπερτάτην θυσίαν προσέφερεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὅστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καί αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζων πάντα ἐγωϊσμόν καί ἀποβλέπων εἰς τό ἀληθινόν συμφέρον, ἠναγκάσθη νά θέση τήν ὑπογραφήν του κάτωθι ἐγγράφου, καταδικάζοντας τό κίνημα, ὑπέρ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁποίου ὁλοψύχως ηὔχετο καί εἰργάζετο. Ὑπογράφων, ἀπεμάκρυνε τάς ὑπονοίας τῆς Πύλης περί συμμετοχῆς εἰς τό κίνημα ἐπισήμων κύκλων· μή ὑπογράφων, θά ἐπεβεβαίου τάς ὑπονοίας, ὅτε δεινή ἐπιπίπτουσα ἡ τιμωρία τοῦ τυράννου κατά τῶν βυσσοδομούντων, θά ἐνέκρου τό κίνημα πρίν ἤ ἐκραγῆ. Ἄλλως ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης μετά θαυμαστῆς ἐγκαρτερήσεως ὑπέστη τό μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη τό μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη ἡ ὥρα, καίτοι ἠδύνατο νά σωθῆ διά τῆς φυγῆς»[2].
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, στίς 26 Δεκεμβρίου 1820, στόν Ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἡσαΐα καί πολύτιμη ἀπό ἱστορική ἄποψη, γιατί ἀποδεικνύει πῶς ὁ Ἐθνομάρτυς παρακολουθοῦσε ὅλα ὅσα συνέβαιναν στήν Ἑλλάδα, σέ ὅλες τους τίς λεπτομέρειες καί τίς προετοιμασίες γιά τήν Ἐπανάσταση:
«Ἀμφοτέρας τάς τιμίας ἐπιστολάς, διά τοῦ ἀγαθοῦ Φούντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καί τούς ἐν αὐταῖς τιμίους λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καί προφύλαξις περί πᾶν διάβημα, οἱ γάρ χρόνοι πονηροί εἰσι καί ἐν ταῖς φιλο-πατριώταις ἔστι καί μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπό ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακόν γάρ πολλοί μηχανῶνται διά τό τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διό τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξω κοινολογῶν μοι ἐμπιστευμένοις πατριώταις, τά ἐχεμυθείας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιῶται, οὕς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργοῦσι, καί ἀφ’ ὧν ἔγνω ἀδύνατον ἀντί παντός τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν· οὐ μόνον τά σά, ἀλλά καί τά τῶν ἐν Μορέα ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσί μοι. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶ-ξις πατριωτική μέν τοῖς γινώσκουσι τά μύχια, κατακρίνουσι δέ οἱ μή εἰδότες τόν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δέ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὅτε καί ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελ-φοῖς καί ἀλλοφύλοις. Ἰδίᾳ πράϋνον τόν Βεζύρην λόγοις καί ὑπο-σχέσεσιν· ἀλλά μή παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον οὖν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τούς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καί ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατυνεῖ αὐτούς, ἐγγύς δ’ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τό Πάσχα. Αἱ εὐχαί τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπί τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου Ἡσαΐα. Γεώργει ἀκαμάτως καί ὄλβια γεώργια δώσοι σοι ὁ Πανύψιστος».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνιστοῦσε τόν ἀγῶνα γιά τήν ἐλευθερία καί τόν ἐνίσχυε μέ κάθε μέσο. Ἦταν ἀποφασισμένος νά θυσιασθεῖ γιά τήν Πατρίδα. «Χρεωστοῦμεν», ἔλεγε, «νά ποιμαίνωμεν καλῶς τά ποίμνιά μας καί χρείας τυχούσης νά κάμωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι’ ἡμᾶς διά νά μᾶς σώσῃ…».
Σέ ἐπιστολή πού ἔστειλε πρός τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ἔγραφε:
«Συλλειτουργέ ἐν Χριστῷ καί λίαν ἀγαπητέ ἀδελφέ. Ἔλαβον τήν ἀπό 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περί μελετωμένης ἀνορθώσεως “σχολῆς” τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας, ὅπως θέλῃς μάθει καί παρά τοῦ ἰδίου. Τό κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νά ἐμψυχωθῆ. Καί τήν βουλήν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δέν δύνανται νά τήν μεταβάλουν. Γενηθήτω τό θέλημά Του».
Κάτω ἀπό τή λέξη «σχολήν» ὑπονοοῦσαν τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση. Οἱ Φιλικοί μάλιστα ὀνόμασαν ἐπιστάτες τῆς σχολῆς τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο καί τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Πολύκαρπο.
Ὅταν σέ μιά συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τόν Πατριάρχη νά μεταβοῦν στήν Πελοπόννησο, γιά νά τεθοῦν ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄ ἀπάντησε: «Καί ἐγώ ὡς κεφαλή τοῦ Ἔθνους καί ὑμεῖς ὡς Σύνοδος ὀφείλομεν νά ἀποθάνωμεν διά τήν κοινήν σωτηρίαν· ὁ θάνατος ἡμῶν θά δώσῃ δικαίωμα εἰς τήν Χριστιανοσύνην νά ὑπερασπίσῃ τό Ἔθνος ἐναντίον τοῦ τυράννου. Ἀλλ’ ἄν ὑπάγωμεν ἡμεῖς νά θαρρύνωμεν τήν Ἐπανάστασιν, τότε θά δικαιώσωμεν τόν Σουλτᾶνον ἀποφασίσαντα νά ἐξολοθρεύσῃ ὅλον τό Ἔθνος».
Ὅταν μερικοί προσπάθησαν νά τόν πείσουν νά φύγει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί νά σώσει τόν ἑαυτό του, ὁ καλός ποιμένας ἀπάντησε:
«Μέ προτρέπετε εἰς φυγήν· μάχαιρα θά διέλθῃ τάς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε, ὅπως ἐγώ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἤ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δέ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργοῦσι τόν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγώ διά τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τό Ἔθνος μου, οὐχί δέ ὅπως θά θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θά μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τήν νίκην· εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅ,τι καί ἄν μοῦ συμβῆ. Σήμερον (Κυριακήν τῶν Βαΐων) θά φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλά μετά τινας ἡμέρας καί ἴσως καί ταύτην τήν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θά μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἄς μή γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων· δέν θά ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τάς ὁδούς τῆς Ὁδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καί τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νά μέ δακτυλοδεικτῶσι λέγοντες· “Ἰδού ἔρχεται ὁ φονεύς Πατριάρχης”. Ἄν τό Ἔθνος μου σωθῆ καί θριαμβεύση, τότε πέποιθα θά μοῦ ἀποδώσῃ θυμίαμα ἐπαίνου καί τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τό χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μέ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καί ὁ Πατήρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».
Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄, ὁ φλογερός αὐτός Ἱεράρχης, ἀκολούθησε τό δρόμο του. Ἐσάρκωσε ὁλόκληρο τό ὑπόδουλο Γένος. Ἐπωμίσθηκε τό σταυρό του. Ἀνέβηκε τό γολγοθᾶ του. Ἐδέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, ἐμπτυσμούς καί τέλος τό θάνατο μέ ἀπαγχονισμό. Μπροστά στό Πατριαρχεῖο, τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 1821, οἱ Τοῦρκοι ἐκρέμασαν τόν Πατριάρχη.
Στό ἔγγραφο τῆς καταδίκης του (τουρκιστί “γιαφτάς”), ἀναφέρεται ἡ αἰτία τοῦ ἀπαγχονισμοῦ του: «…Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων… ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δέν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τούς ἀπατηθέντας, ἀλλά καθ’ ὅλα τά φαινόμενα ἦτο καί αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικός συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… ἀντί νά δαμάσῃ τούς ἀποστάτας καί δώσῃ πρῶτος τό παράδειγμα τῆς εἰς τά καθήκοντα ἐπιστροφῆς των, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀναφυεισῶν ταραχῶν.
»Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καί ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλων τῶν ἀταξιῶν, ὅσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατά τήν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων…
»Ἐπειδή πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περί τῆς προδοσίας του ὄχι μόνον εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλά καί εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νά λείψῃ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπό τοῦ προσώπου τῆς γῆς καί διά τοῦτο ἐκρεμάσθη πρός σωφρονισμόν τῶν ἄλλων»[3].
Ἕνα χρόνο μετά τόν ἀπαγχονισμό καί τή μεταφορά τοῦ τιμίου λειψάνου Του ἀπό τόν πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στήν Ὁδησσό τῆς Ρωσίας, ὁ Ζακυνθινός ἱερωμένος Οἰκονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, ἐφημέριος τότε τοῦ παλαίφατου ναοῦ τῆς Ὁδηγήτριας καί φλογερότατος Φιλικός, εὐαισθητοποιημένος ἀπό τήν θυσία τοῦ Πατριάρχη, συνθέτει Ἀκολου-θία πρός τιμήν τοῦ νέου Ἱερομάρτυρος, κάτι πού ἀποδεικνύει περί-τρανα, ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στήν συνείδηση τοῦ Γένους κατέκτησε μέ τό τίμιο αἷμα του ἀμέσως θέση Ἁγίου.
Τό 1871, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐθεώρησε ἐπιβεβλημένο νά μετακομίσει τό τίμιο λείψανό Του ἀπό τήν Ὁδησσό στήν ἀπελεύθερη Ἀθήνα. Γιά τό σκοπό αὐτό συστάθηκε Ἐπιτροπή, στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β΄ ὁ Κατραμῆς, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α΄ Γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Στήν Ὁδησσό ἀπεδόθησαν ἀπό τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς καί τούς ἐκεῖ ὁμόδοξους τιμές Ἁγίου στό ἱερί λείψανο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Κατά τήν Παννυχίδα μάλιστα, πού ἐτελέσθη ἐκεῖ κατά τήν ἡμέρα τῆς μνήμης Του, «ἐξεφώνησεν ἀπ’ ἄμβωνος, κατ’ ἐπίμονον τῶν ὁμογενῶν ἀπαίτησιν, λογύδριον ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Τό ἱερό λείψανο ἔφθασε στήν Ἀθήνα τήν 25η Ἀπριλίου 1871, ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ ἐπεφύλαξαν πάνδημη ὑποδοχή. Μέ κατάνυξη καί ἀγαλλίαση ἐναπετέθη στόν καθεδρικό ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σέ περίβλεπτη λάρνακα.
† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀφρικανοῦ, Θεοδώρου Μαξίμου, Πομπηῒου, Τερεντίου καί ἑτέρων τριάκοντα ἐννέα μαρτύρων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀφρικανός, Θεόδωρος, Μάξιμος, Πομπή-ϊος καί Τερέντιος ἐμαρτύρησαν τό ἔτος 250 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.) καί ἡγεμόνος Φουρτουνιανοῦ, στήν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς μαζί μέ ἄλλους τριάντα πέντε Χριστιανούς, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα εἶναι: Ἀνάξαρχος, Ἀναξιμένης, Ἀριστείδης, Δημάρατος, Δημοκλῆς, Δημοσθένης, Διονύσιος, Ἐπαμεινώνδας, Ἐτεοκλῆς, Ζήνων, Ἠλίας, Ἡρακλῆς, Ἡσαῒας, Ἡφαιστίων, Θεμιστοκλῆς, Θεόφραστος, Θησεύς, Θωμᾶς, Ἰσοκράτης, Λουκᾶς, Μακάριος, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Ξενοφῶν, Ὅμηρος, Παρμενίων, Πελοπίδας, Περικλῆς, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολύνικος, Προμηθεύς, Σοφοκλῆς, Σωκράτης, Τιμόθεος, Τίτος, Φιλοποίμην, Φωκίων καί Χρόνιος.
Οἱ Ἅγιοι συνελήφθησαν, ἐπειδή ἦσαν Χριστιανοί, καί ἐδοκιμάσθησαν μέ πολλά βασανιστήρια. Πρῶτα τούς ἐκτύπησαν ὑπερβολικά, μέχρις ὅτου ἐφάνηκαν τά σπλάγχνα τους· στή συνέχεια μέ πυρωμένα καρφιά τούς ἐτρύπησαν τά ἰσχία καί ἐπάνω σέ αὐτά ἔρριψαν ξύδι καί ἁλάτι. Ἀφοῦ ὅμως προσευχήθηκαν, κατέστρεψαν τά ξόανα, τούς βωμούς καί τούς ναούς. Στό τέλος, μετά τίς φρικτές βασάνους, ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τους καί στίς 28 Ὀκτωβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Ὄλδας τῆς προφήτιδος.
Ἡ Ἁγία Ὄλδα ἤ Ὀλδά ἡ Προφῆτις, μητέρα τοῦ Σελήμ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεκουέ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀράας, ἀναφέρεται στό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δ΄ τῶν Βασιλειῶν. Ἡ Ἁγία κατοικοῦσε στήν Ἱερουσαλήμ κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰωσία, πρός τούς ἀπεσταλμένους τοῦ ὁποίου ἀπήντησε ὡς ἑξῆς: « Αὐτά λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ: εἴπατε πρός τόν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος σᾶς ἀπέστειλε πρός ἐμέ. Αὐτά λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, ἐγώ θά ἐπιφέρω μεγάλη κατα-στροφή στόν τόπο τοῦτο καί στούς κατοικοῦντες σέ αὐτόν, ἐφαρμόζων σέ αὐτούς ὅλες τίς τιμωρίες τοῦ βιβλίου τούτου, τίς ὁποῖες ἐδιάβασε ὁ βασιλεύς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. Καί τοῦτο θά γίνει, διότι οἱ Ἰσραηλίτες μέ ἐγκατέλειπαν προσφέροντες θυμίαμα σέ ξένους θεούς, μέ ἀποτέλεσμα νά μέ ἀναγκάσουν νά ὀργισθῶ γιά τά ἔργα αὐτά τῶν χειρῶν τους καί νά ἀνάψει ὁ θυμός μου ἐναντίον τοῦ τόπου τούτου καί νά μή σβεσθεῖ»[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Ἰακώβου πρεσβυτέρου καί Ἀζᾶ (ἤ Ἄζα) διακόνου.
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἰάκωβος καί Ἀζᾶς ἐμαρτύρησαν κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου στήν Περσία. Ὁ μέν Ἅγιος Ἰάκωβος ἦταν πρεσβύτερος ἀπό τήν πόλη Φαργαθᾶ, ὁ δέ Ἅγιος Ἀζᾶ ἦταν διάκονος ἀπό τήν πόλη Βηθνηρῆ. Συνελήφθησαν καί οἱ δύο ὡς Χριστιανοί καί παρέστησαν ἐνώπιον τοῦ ἀρχιμάγου Ἀρχωγαϊχάρ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀφοῦ τούς συνέλαβε τούς ἔριξε στή φυλακή καί τούς ἐτιμώρησε μέ πείνα γιά πολλές ἡμέρες. Στή συνέχεια τούς ἐκρέμασε γυμνούς, ἐπειδή δέν ἐθυσίαζαν στόν ἥλιο καί τή φωτιά, καί τούς ἀποκεφάλισε. Ἔτσι ἄθλησαν οἱ δύο Ἱερομάρτυρες καί εἰσῆλθαν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μιλτιάδου ἤ Μελχιάδου, πάπα Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Μιλτιάδης ἤ Μελχιάδης ἦταν Πάπας Ρώμης (311-314 μ.Χ.), καταγόταν ἀπό τήν Ἀφρική καί εἶναι γνωστός ὡς Μελχιάδης ὁ Ἀφρικανός. Ὑπ’ αὐτοῦ συνεκλήθη τό ἔτος 313 μ.Χ. Σύνοδος στό Λατερανό τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Δονᾶτο καί ἀθώωσε τόν Ἐπίσκοπο Καρχηδόνος Καικιλιανό. Ἐπί τῆς ἐποχῆς του ἐξεδόθησαν τά περί ἀνεξιθρησκείας ἔδικτα τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων Γαλερίου, Κωνσταντίνου καί Λικινίου. Ὁ Ἅγιος Μιλτιάδης ἤ Μελχιάδης ἐμαρτύρησε, κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, ἐπί αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.) καί ἐνταφιάσθηκε στήν Ἀππία ὁδό κοντά στή νεκρόπολη τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων τῶν ἐν Καμπτακούϊᾳ τῆς Γεωργίας μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν κατά τή διάρκεια μιᾶς ἀπό τίς ἐξολοθρευτικές ἐπιδρομές μέσα στή Γεωργία τῆς Μογγολικῆς ὀρδῆς, τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Ταμερλάνος, τό ἔτος 1386, στό μοναστήρι τοῦ Καμπτακούϊα[5]. Διεισδύοντας στήν πόλη Κάρτλη (κεντρική περιοχή τῆς Γεωργίας) ὁ στρατός τοῦ Ταμερλάνου ἐλεηλάτησε ὅλη τή χώρα καί κατέστρεψε τό μοναστήρι τοῦ Καμπτακούϊα. Οἱ κάτοικοι τῶν γειτονικῶν χωριῶν εἶχαν κρυφτεῖ μέσα στό μοναστήρι.
Μετά τή λεηλασία τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ πολέμαρχος Ταμερλάνος συγκέντρωσε ὅλους τούς μοναχούς μαζί καί ἐπιθυμώντας νά τούς ταπεινώσει καί νά τούς ἐξευτελίσει, τούς ἀνάγκασε νά τραγουδήσουν καί νά χορέψουν. Καί οἱ μοναχοί ἐφώναζαν κλαίγοντας: «συμφορά μας», συμφορά μας».
Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ταμερλάνου τούς ὁδήγησαν στόν καθεδρικό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού ἦταν γεμάτος ἀπό αἰχμάλωτους Χριστιανούς. Συσσώρευσαν καυσόξυλα γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία καί τοῦ ἔβαλαν φωτιά. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητές ἐμαρτύρησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Κύριο τῆς δόξας τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων τῶν μαρτυρησάντων ἐν τῆ μονῇ Νταού τῆς Πεντέλης.
Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες τῆς μονῆς Νταού Πεντέλης ἐμαρτύ-ρησαν περί τά τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. κατά τήν ἐποχή πού Ἀλγερινοί πειρατές ἐλεηλατοῦσαν τά παράλια μέρη. Κάποιος ἀπό τούς ὑπηρέτες τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος ἐμισοῦσε τούς μοναχούς, συνεννοή-θηκε μέ τούς πειρατές καί τούς ἔβαλε στή μονή τήν ὥρα πού οἱ Πατέρες ἑόρταζαν τήν Ἀνάσταση. Οἱ πειρατές κατέσφαξαν τούς Πατέρες, ἐλεηλάτησαν τή μονή καί ἔφυγαν. Ἐσώθηκε μόνο ἕνας ἱερέας τῆς μονῆς μέ τόν ὑποτακτικό του, πού εἶχε μεταβεῖ στό μετόχι Γεροτσακούλι, γιά νά τελέσει ἐκεῖ τήν Ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὅταν ἐπέστρεψε, εὑρῆκε τή μονή κατεστραμμένη καί σφαγμένους ὅλους τούς Πατέρες. Ὁ ἱερέας, ἀφοῦ περισυνέλεξε τά τίμια λείψανα, τά ἐνταφίασε μέ εὐλάβεια καί τιμή.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Δημητρίου ἤ Δήμου τοῦ ἁλιέως, τοῦ ἐν Σμύρνῃ μαρτυρήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ἤ Δῆμος καταγόταν ἀπό τό χωριό Ὀζοῦν Κιοπροῦ (Μακρά Γέφυρα) τῆς ἐπαρχίας Ἀνδριανου-πόλεως. Ἦταν ψαρᾶς καί ἐργαζόταν σέ ἰχθυοτροφεῖο τῆς Σμύρνης. Κάποια ἡμέρα ἦλθε σέ προστριβή μέ τόν Τοῦρκο ἰδιοκτήτη τοῦ ἰχθυοτροφείου, ὁ ὁποῖος τόν ἐσυκοφάντησε ὅτι ὁρκίσθηκε νά γίνει Τοῦρκος. Ἔτσι τόν προσήγαγαν στόν κριτή ἀνάμεσα σέ ψευδομάρ-τυρες. Ὁ Ἅγιος ἔμεινε σταθερός στήν πίστη του. Γι’ αὐτό τόν ἐκτύπησαν ἀνηλεῶς καί τόν ἔρριψαν στή φυλακή, ὅπου τόν ἐβασά-νισαν μέ ξύλα, πλίνθους καί ἄλλα βασανιστικά μέσα. Τόν ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή τρεῖς φορές καί συνέχεια ὁ Ἅγιος ὁμολογοῦσε τόν Χριστό. Ἡ καταδίκη ἦταν ἀναπόφευκτη. Ὁ κριτής ἔδωσε ἐντολή νά τόν ἀποκεφαλίσουν στή Σμύρνη τό ἔτος 1763. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάσθηκε μέ τιμή καί εὐλάβεια στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Σμύρνης καί ὁ τάφος τού ἔγινε προσκύνημα τῶν πιστῶν, παρέχων σέ αὐτούς πολλά ἰάματα.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Χρυσάνθου τοῦ Ξενοφωντινοῦ, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χρύσανθος, γέροντας στήν ἡλικία, ἐμαρτύρησε στίς 10 Ἀπριλίου 1821, κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, διά ξίφους, στήν Κωνσταντινούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἀναστασίας, ἡγουμένης τοῦ Οὔγκλιχ.
Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἔζησε κατά τόν 17ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία. Ἔγινε μοναχή καί ἀναδείχθηκε ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Οὔγκλιχ. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
[1] Κ. Σαρδελῆ, Τό συναξάρι τοῦ Γένους, Ἀθήνα, 19742, σελ. 289-290.
[2] Δ. Σ. Μπαλάνου, Πρακτικά τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν 14 [1939], σελ. 280.
[3] Σπ. Τρικούπη, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἔκδ. 1888, τόμ. Α΄, σελ. 67-68.
[4] Δ΄ Βασιλ. 22, 15-17.
[5] Ἡ μονή ἱδρύθηκε κατά τά τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. καί ἀνακαινίσθηκε τό ἔτος 1119 ἀπό τόν Γεωργιανό αὐτοκράτορα Ἅγιο Δαυῒδ Γ΄, τόν Ἀποκαταστάτη.