Μέσω επιστολής προς τον Αλέξη Τσίπρα ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ αναλύει με τρόπο σαφή τους κίνδυνους που ελλοχεύουν και τα προβλήματα που θα προκύψουν εάν τελικώς προχωρήσει ο περιβόητος διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους.
Συγκεκριμένα, η Μητρόπολη Πειραιώς έκανε γνωστό πως:
Ακολουθεί η επιστολή την οποίαν απέστειλε ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ στον Πρωθυπουργό κ. Αλέξιο Τσίπρα με θέμα την αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας.
Επιστολές με ίδιο περιεχόμενο εστάλησαν στους Αρχηγούς των Κομμάτων του Κοινοβουλίου.
Εξοχώτατε Κύριε Πρωθυπουργέ,
Τίθεται συνεχώς στο δημόσιο λόγο το θέμα της αναθεωρήσεως του Συντάγματος με εισαγωγή «προσωπικοιδεολογικών» διατάξεων, μία εκ των οποίων είναι και η αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας που αδοκίμως και αντιεπιστημονικώς χαρακτηρίζεται ως «διαχωρισμός».
Στις προτάσεις Σας περί Συνταγματικής αναθεωρήσεως αναφερθήκατε στην επαναπλαισίωση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας την οποία άμοιροι νομικής επιστήμης και από τον πολιτικό και δημοσιογραφικό χώρο χαρακτηρίζουν ως «διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας» και μάλιστα ο Εξοχώτατος κ. Νικ. Φίλης ανέφερε ότι το 70% του Ελληνικού λαού επιθυμεί τον «διαχωρισμό» της Εκκλησίας από το Κράτος.
Πρέπει να γίνει σαφές ότι οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας αφορούν σε ήδη διακριτούς ρόλους όπως ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο βιβλίο του «Η αναθεώρηση του Συντάγματος / Υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2010, σελ. 65 επ. έχει υποστηρίξει.
«Οι διακριτοί ρόλοι προκύπτουν από την συγκρότηση του περιγράμματος του κράτους δικαίου δηλ. από την συνταγματική και έννομη τάξη και ευρίσκονται στα όρια εκκοσμικεύσεως των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υφισταμένου του πολυθρύλητου διαχωρισμού» (Π. Μηλιαράκη-Συνταγματολόγου, ΕΠΙΚΑΙΡΑ 24-6-2016).
Και ναί μεν στο πλαίσιο των ρυθμιστικών κανόνων που ισχύουν διατηρούνται οι «ειδικές σχέσεις» Κράτους και Εκκλησίας, όπως το εορτολόγιο και οι επίσημες τελετές, συναρτώνται με το τυπικό της Εκκλησίας, εν τούτοις αυτές οι «ειδικές σχέσεις» δεν αναιρούν την διάκρισι μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Πολιτεία νομοθετεί ερήμην ή και εναντίον του δόγματος και του ήθους της Εκκλησίας όπως τα ψηφισθέντα νομοθετικά πλαίσια για τον πολιτικό γάμο, την καύση των νεκρών, το αυτόματο διαζύγιο, την αποποινικοποίηση της μοιχείας, τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων, το σύμφωνο συμβίωσης ετεροφύλων και ομοφυλοφίλων κλπ. Συνεπώς από το γεγονός αυτό αποδεικνύεται ότι οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας είναι απολύτως διακριτοί και βρίσκονται στα όρια της εκκοσμίκευσης. Επομένως η ιδεοληψία περί δήθεν θεοκρατίας πηγάζει μόνο από σκοτεινή εμπάθεια και νομική άγνοια ή μίσθαρνη στράτευση.
Συνεπώς δεν υφίσταται νομική δυνατότης «διαχωρισμού» Εκκλησίας και Πολιτείας διότι δεν υφίσταται «ένωσι» Εκκλησίας και Πολιτείας, άλλως ως προαναφέραμε το Κράτος δεν θα επετρέπετο να προβή σε ωρισμένη ενέργεια άνευ της συμφώνου γνώμης της Εκκλησίας.
Σχετική διάταξι στην Ελληνική Νομοθεσία δεν υφίσταται, ούτε υπήρξε περίπτωσι που το Κράτος να ηθέλησε να προβή σε ωρισμένη ενέργεια και τελικώς να μη προέβη, διότι η Εκκλησία δεν συνήνεσε.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος στο έργο του «Η αναθεώρηση του Συντάγματος», Αθήνα 2010 σελ. 65 επ. παραθέτει σχετικό απόσπασμα σε επίρρωσι των ανωτέρω: «Μπορεί να μου πει κανείς μέσα σε αυτή την αίθουσα σε ποία περίπτωση από τη Μεταπολίτευση και μετά, θέλησε μία κυβέρνηση να νομοθετήσει προς μια κατεύθυνση και την εμπόδισε η οποιαδήποτε ρύθμιση υπάρχει στο Σύνταγμα ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας; Θελήσαμε ποτέ, να αφαιρέσουμε κάτι από τη νομοθεσία μας είτε να προσθέσουμε κάτι, το οποίο οι διατάξεις που αφορούν την Εκκλησία και την Πολιτεία μας εμπόδισαν; Κάθε άλλο. Άρα, λοιπόν, συνταγματικό εμπόδιο και στην πιο «προοδευτική» κυβέρνηση για τα θέματα που αφορούν τις σχέσεις πολιτείας και Εκκλησίας δεν υπήρξε ποτέ».
Με το άρθρο 9 του νόμου 4303/2014 προβλέπεται διαδικασία χορηγήσεως αδείας Ναού ή Ευκτηρίου Οίκου άνευ συμπράξεως της «οικείας αναγνωρισμένης Εκκλησιαστικής Αρχής» γεγονός που διευκρινίζει και η υπ’ αριθμ. 69230/Α3/6.5.2014 Εγκύκλιος του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων κοινοποιουμένη σε όλα τα συναρμόδια Υπουργεία, που ουσιαστικώς καταργεί τον Νόμο 1363/1938.
Επιπροσθέτως το άρθρο 110 του Συντάγματος επιτρέπει, εισάγον «Εξαιρετικό Δίκαιο», την αναθεώρηση αλλά όχι και την κατάργηση ωρισμένων διατάξεων του Συντάγματος και επομένως το να επιδιώκεται η κατάργηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, που ανήκει στις δυνάμενες να αναθεωρηθούν διατάξεις, αποτελεί παραβίαση των Αρχών του Συντάγματος και βέβαια δεν σημαίνει κάποιου είδους «διαχωρισμό» Κράτους και Εκκλησίας διότι η Ορθόδοξος Χριστιανική Εκκλησία θα εξακολουθή να είναι η επικρατούσα θρησκεία της Χώρας, επειδή η διατάξι του άρθρου 3 του Συντάγματος απεικονίζει μία σταθερή πραγματικότητα την οποία και αναγνωρίζει.
Η πρόταση του λεγομένου «διαχωρισμού», περνά και από την θύρα της ειδικής επιστήμης της κοινωνιολογίας.
Η εφαρμογή της αρχής «η θρησκεία είναι μία ιδιωτική υπόθεση» κατέληξε πάντοτε στην καταδίωξη και καταπίεση της θρησκευτικής πίστεως.
Άμεσες συνέπειες της τακτικής αυτής είναι ο προοδευτικός εκφυλισμός της προσωπικής και κοινωνικής ηθικής, η σχετικοποίηση της εθνικής παραδόσεως και η εισβολή ξένων ιδεολογιών με επικίνδυνο για την εθνική επιβίωση περιεχόμενο.
Η συλλειτουργία των θεσμών του Έθνους και της Εκκλησίας στην ιστορική πορεία μας, έχει ως συνέπεια να είναι αδύνατον να αυτονομηθούν οι θεσμοί αυτοί και να παύσουν να συλλειτουργούν χωρίς το άμεσο ενδεχόμενο αρνητικών συνεπειών στην εθνική πορεία και επιβίωση.
Ο ομ. Καθηγητής του Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε εναργέστατα την θεωρία του φονξιοναλισμού (fonctionnalisme) δηλ. της συλλειτουργίας των κοινωνικών θεσμών.
Όταν στην «αθειστική» Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» αμοιβαιοτήτων που οδήγησαν προοδευτικά στα διατάγματα 91/1955, 654/1968 και 1024/1983 με τα οποία ουσιαστικά η εθνική Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία» της Γαλλίας επέστρεψε στα επίπεδα συλλειτουργίας με τους πολιτικούς θεσμούς και όταν επίσης στην άλλοτε κραταιά Σοβιετική Ένωση το διάταγμα της 5/2/1918 με το οποίο επεβλήθη ο «διαχωρισμός» Εκκλησίας και Κράτους αντικατεστάθη με μια σειρά διαταγμάτων όπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 και με την γνωστή ημισυνταγματική αναθεώρηση του 1972 με τα οποία αναγνωρίστηκε ως «ανεπίσημη θρησκευτική επισημότητα» η Ορθόδοξος Εκκλησία, αποτελεί ή όχι ανεπίτρεπτη συνθηματολογία ο επιδιωκόμενος «διαχωρισμός» στην Ελλάδα, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί την ψυχή του Έθνους;
Όσοι ομιλούν για «διαχωρισμό» στην ουσία στοχεύουν στον θρησκευτικό αποχρωματισμό των Ελλήνων, θέλουν να πάψουν οι πολίτες να είναι θρησκεύοντα μέλη του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι είναι αντίθετοι προς την χριστιανική πίστη.
Την απουσία όμως του θρησκευτικού στοιχείου από τον πολίτη θα την υποκαταστήσει ένα άλλο στοιχείο το οποίο έχει και αυτό θρησκευτικό χαρακτήρα, γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αφού από τον άνθρωπο κατά τον θεωρητικό των Σοβιέτ Λουνατσάρσκι «τρία πράγματα δεν μπορείς να αφαιρέσης την ελευθερία, την ιδιοκτησία και την μεταφυσική αγωνία» και αυτό το στοιχείο ονομάζεται αντιχριστιανός ή αντιθρησκευτικός πολίτης ή άθεος που στρατεύτεται στην «θρησκεία» της αθείας. Αυτό είναι το πρότυπο του πολίτου αυτών που θέλουν τον λεγόμενο «διαχωρισμό».
Τον αποκαλούν με πολλά ονόματα, φιλικό ή έντιμο «διαχωρισμό» ή βελούδινο διαζύγιο ή αναθεώρηση σχέσεων, δεν έχει σημασία. Με αυτόν τον τρόπο λένε ότι το κράτος θα είναι ουδέτερο προς την θρησκεία και αυτό θα είναι δήθεν καλύτερο για την κοινωνία.
Τεχνητός όμως «διαχωρισμός» της ανθρώπινης προσωπικότητας στην κοινωνική της διάσταση και λειτουργία μπορεί να είναι από νομοθετικής πλευράς δυνατός, θα αποτελεί όμως κατ’ ουσίαν κατασκευή ενός «ανθρωπίνου τέρατος», ενός «κοινωνικού θηρίου».
Η Ελληνική κοινωνία είναι οργανωμένη με κανόνες, που είναι οι χριστιανικοί κανόνες και επομένως είναι τραγικό λαθος η πολιτική βούληση που θέλει να οδηγήσει σε θρησκευτικό αποχρωματισμό την ελληνική κοινωνία στο όνομα της δήθεν προόδου, γιατί στην ελληνική κοινωνία οι θεσμοί συλλειτουργούν επειδή συλλειτουργούν οι ανθρώπινες προσωπικότητες.
Βέβαια στις κοινωνίες υπάρχουν πολίτες με θρησκευτική συνείδηση και πολίτες χωρίς αυτήν αλλά αυτό αποτελεί επιλογή και ανάγεται σε ατομικό δικαίωμα προστατευόμενο συνταγματικά. Η καθιέρωση όμως πολιτειακά του «διαχωρισμού» των κοινωνικών θεσμών είναι τραγικά αγεφύρωτη έκπτωση.
Ο «διαχωρισμός» χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν η συλλειτουργία των κοινωνικών θεσμών, η ιδιομορφία του πολιτιστικού και Εθνικού παρελθόντος, οι αντιλήψεις και η ιδιοσυγκρασία του Ελληνικού λαού είναι μία αφελής συνθηματολογία που περιέχει μόνο άγνοια και προκατάληψη.
Το σύστημα της συναλληλίας που ισχύει σήμερα με το Σύνταγμα του 1975 και τον Καταστατικό Χάρτη είναι καθεστώς διακριτών ρόλων αφού Εκκλησία και Πολιτεία είναι κοινωνίες διάφορες, συναφείς όμως και συνεχόμενες με συνεργασία κοινωνικά αναγκαία και αναπόφευκτη.
Η ιστορική εμπειρία εφαρμογής του συστήματος τόσο στην χιλιόχρονη βυζαντική περίοδο και την οθωμανική κατοχή, όσον και στην περίοδο του νεωτέρου Ελληνικού Κράτους, αποδεικνύει ότι η νομική αυτή κατάσταση δεν έβλαψε ούτε την Ελληνική κοινωνία, ούτε τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών Κοινοτήτων και επί τέλους θέτει το ερώτημα που δεν συνδέεται άμεσα με την συνταγματική αναθεώρησι, η μετατροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος στην οποία πολυειδώς οφείλει το Έθνος από ειδικό Ν.Π.Δ.Δ. σε απλό Σωματείο ή Ένωση προσώπων θα συμπαρασύρει και το υφιστάμενο νομικό καθεστώς των Μουφτειών της Μουσουλμανικής θρησκευτικής παραδοχής που προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάνης και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων; Γιατί κάτι τέτοιο δεν προαναγγέλεται.
Συνεπώς αντιλαμβάνεται κανείς ευχερώς ότι με την πρότασή αυτή κηρύσσεται ουσία διωγμός κατά της Μάννας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και μόνον.
Η Αρχή της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, υπερτέρα της Αρχής της ανεξιθρησκείας που διέπει τον θεμελιώδη Νόμο του Κράτους, το Σύνταγμά μας (αρ. 13) πηγάζει όχι μόνο από την ιδιοπροσωπεία μας αλλά κυρίως από την θρησκευτική μας πίστη και τις Ευαγγελικές Αρχές της θεοσδότου ελευθερίας του ανθρώπου και ασφαλώς από την αιώνια διακήρυξη του Δομήτορος της Εκκλησίας «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» (Μαρκ. 8, 34).
Η ευλογημένη χώρα μας είναι μία χώρα στην οποία οι πάντες απολαμβάνουν της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος ουδέν πλεονέκτημα έχει πέραν της διά τους γνωστούς ιστορικούς λόγους αναγνωρίσεως ότι τα Νομικά Αυτής Πρόσωπα κατά τας νομικάς των σχέσεις είναι ειδικά Ν.Π.Δ.Δ. (αρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α 146) που συνεπιφέρει όμως και την εποπτεία και τον δημοσιονομικό έλεγχο υπό των ελεγκτικών οργάνων του Κράτους!
Όπως ευστόχως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση υπό το αρθρ. 68 παρ. 1 παρ. 3 του Ν. 435/2014 : «Το Ευρωπαικό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποσαφηνίσει και σε Ελληνική υπόθεση (ΕΔΔΑ Holy Monasteries c Greece) και σε υποθέσεις μεταξύ άλλων ευρωπαικών Κρατών και Εκκλησιών με νομική μορφή Ν.Π.Δ.Δ., ότι, παρότι στα κράτη αυτά οι Εκκλησίες είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, είναι «μη κυβερνητικοί οργανισμοί» και έχουν πλήρως δικαίωμα αυτοδιοίκησης των υποθέσεων τους έναντι του Κράτους με αποφάσεις των διοικητικών οργάνων τους (ΕΔΔΑ Holy Synod of the Bulgarian Orthodox Church c. Bulgaria, ΕΔΔΑ Siebenhaar c. Allemagne, ΕΔΔΑ Reuter c. Allemagne, ΕΔΔΑ Muller c. Allemagne, ΕΔΔΑ Fernandez Martinez v. Spain, ΕΔΔΑ Schuth c. Allemagne, ΕΔΔΑ Obst c. Allemagne).
Έτσι, εισάγεται μία γενική ρύθμιση για αυτά τα ειδικά νομικά πρόσωπα, ήτοι τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ιερών Μητροπόλεων Δωδεκανήσου και Εξαρχίας Πάτμου, των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων, του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου, του Οργανισμού Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος, προκειμένου να διευκρινιστεί ότι αυτά δεν ταυτίζονται με τα κρατικά ν.π.δ.δ. και δεν υπάγονται στις διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη Γενική Κυβέρνηση και το δημόσιο τομέα -στενό ή ευρύτερο- εκτός εάν το ορίζει ρητά κάποια συγκεκριμένη διάταξη.
Ωστόσο, συνεχίζουν να ισχύουν οι τυχόν μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενες σ’ αυτά διατάξεις, που αφορούν στην εποπτεία τους και τον δημοσιονομικό έλεγχό τους καθώς και την πρόσληψη και την κατάσταση του προσωπικού τους (π.χ. το άρθρο 45 παρ. 4 του ν. 590/1977 για τον διαχειριστικό έλεγχο του κράτους στις εκκλησιαστικές διαχειρίσεις ή το άρθρο 1 του ν. 3812/2009 για την πρόσληψη εκκλησιαστικών υπαλλήλων μέσω Α.Σ.Ε.Π.).
[irp posts=”306887″ name=”Η Ι.Μ. Πειραιώς για το ταξίδι του Πάπα στη Γεωργία: «Πήγε για μαλλί κι έφυγε κουρεμένος»”]
Διευκρινίζεται επίσης ότι σε όσες περιπτώσεις τα παραπάνω θρησκευτικά νομικά πρόσωπα λαμβάνουν επιχορηγήσεις και κάθε είδους χρηματοδοτήσεις από το Κράτος ή ευρωπαικούς πόρους υποχρεούνται να ακολουθούν την κείμενη νομοθεσία δημοσίου δικαίου κατά την διαχείριση αυτών των χρηματικών ποσών (π.χ, ανάθεση συμβάσεων έργων) και ότι υπάγονται στον ίδιο δημοσιονομικό έλεγχο, που υπάγονται και τα επιχορηγούμενα κρατικά Ν.Π.Δ.Δ..».
Την αυτή όμως νομική προσωπικότητα με την Εκκλησία της Ελλάδος, δι’ ιστορικούς λόγους έχουν και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος και οι Ισραηλιτικές κοινότητες Ν. 2456/1920 (ΦΕΚ Α΄ 173) ΑΝ2544/1940 (ΦΕΚ Α΄287), ΑΝ 846/1946 (ΦΕΚ Α΄144), ΝΔ 301/1869 (ΦΕΚ 195), ΠΔ 182/1978 (ΦΕΚ Α΄40).
Ο Αρχιραβίνος διορίζεται και απολύεται διά Προεδρικού Διατάγματος, του αναγνωρίζεται δικαίωμα επιβολής φόρων κλπ, ενώ οι τρεις Μουσουλμανικές Μουφτείες Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμοτείχου είναι «δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους» με πλήρη δικαιοδοτική αρμοδιότητα ασκουμένη κατά τις επιταγές του Μουσουλμανικού δικαίου (Σαρία) (Νόμοι 1920/1991, 2345/1920, 3000/1924, 6344/1934, 372/1936).
Ο Μουφτής «ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφερείας του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής εφ’όσον οι σχέσεις ταύται διέπονται από τον Μουσουλμανικό Νόμο» (άρθρο 5 Νόμου 1920/1991 (ΦΕΚ 182 Α΄ 24.12.1990) όπως προβλέπει η διεθνής Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 (άρθρα 14 και 37-44).
Κατά ταύτα με ποίο νόμιμο τρόπο θα υποβιβασθεί η Εκκλησία της Ελλάδος σε Νομικό Πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή ιδίου δικαίου (Θρησκευτικό Πρόσωπο) του Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/17.1.2014) την στιγμή που θα παραμείνουν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος και οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους οι Μουσουλμανικές Μουφτείες;
Και με ποίο νομικό τρόπο κατ’ επιταγή της αρχής της ισότητος του Συντάγματος θα υποβιβασθούν οι Μουσουλμανικές Μουφτείες σε Ν.Π.Ι.Δ. για να παρακολουθήσουν την υποβάθμιση της νομικής προσωπικότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος όπως πρότεινε και ο Ελλογ.Πρόεδρος της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Καθηγητής κ. Κώστας Τσιτσελίκης (Εφημερίδα των Συντακτών 3/10/2015) και την ίδια στιγμή θα διατηρήσουν τη δικαιοδοσία ως υπηρεσίες του Κράτους απονομής δικαίου σε Έλληνες Μουσουλμάνους πολίτες;
Κι ακόμη υφίσταται σήμερα νομική δυνατότης τροποποιήσεως της Διεθνούς Συνθήκης της Λωζάνης και υποβαθμίσεως της νομικής προσωπικότητος της Μουσουλμανικής μειονότητος της Ελλάδος που δικαίως θα διεκδικήση πλέον την εκλογή αντί του διορισμού από το κράτος των Μουφτήδων όταν μάλιστα προκλητικά θέτει το θέμα της τροποποιήσεως ο Πρόεδρος της γείτονος;
Σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο αντιμετωπίζει διεθνώς το πολύ ευαίσθητο νομικό θέμα του διορισμού αντί της εκλογής από την Μουσουλμανική μειονότητα, στηριζόμενο στο γεγονός ότι οι Μουσουλμανικές Μουφτείες είναι δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους και έχει το Δημόσιο την αρμοδιότητα του διορισμού των ασκούντων την σχετική δικαιοδοσία.
Εάν η Κυβέρνηση δεν έχει πρόβλημα με την «εκλογή» των Μουφτήδων από το Τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής η «Κοσοβοποίηση» της Θράκης θα είναι θέμα ολίγων μηνών.
Αυτοί που επιδιώκουν τον λεγόμενο «διαχωρισμό» επιζητούν:
Α. Η Εκκλησία να πάψη να είναι η επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων
Β. Οι Κληρικοί και οι εργαζόμενοι σε Αυτήν να μην έχουν κοινωνικά δικαιώματα,
Γ. Η Εκκλησία να μεταβληθή σε ένα κοινό Σωματείο ιδιωτικού δικαίου,
Δ. Να καταργηθούν οι Θεολογικές Σχολές στα Πανεπιστήμια και η Εκκλησιαστική Εκπαίδευση.
Ε. Να καταργηθή το μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία, -ήδη ο επί της Παιδείας Υπουργός απεφάσισε και δημοσίευσε στο ΦΕΚ την μετατροπή του σε Θρησκειολογία ενώ στη Χώρα μας είναι πολυομολογιακό μάθημα (Ν. 4386/11.5.2016)-, η προσευχή και ο Εκκλησιασμός.
Με ένα λόγο επιδιώκεται η περιθωριοποίηση της Εκκλησίας η οποία για τους επιθυμούντας τον λεγόμενο «διαχωρισμό» είναι άχρηστη μέσα στην κοινωνία και συνεπώς ένας «διαχωρισμός» θα υποκρύπτει «κρυφό διωγμό» και θα συνδράμει με την πάροδο του χρόνου ώστε η Εκκλησία να οδηγηθή κατά τη γνώμη τους σε μαρασμό.
Οι «καλοί» όμως αυτοί «πόθοι» στερούνται σοβαρότητος γιατί αγνοούν το πασίδηλο γεγονός ότι οι πολίτες είναι συγχρόνως και θρησκευτικές προσωπικότητες και δεν μπορούν να χωρισθούν στα δύο ώστε το Κράτος να πάρει τον «πολίτη» και η θρησκεία τον «θρησκευτικό πολίτη».
Το αίτημα του «διαχωρισμού» χωρίς να λαμβάνεται επιπροσθέτως υπ’ όψι η οργάνωση της Ελληνικής κοινωνίας, τα μεγάλα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά προβλήματα της περιοχής μας, ο τρομακτικός φονταμενταλισμός του Ισλάμ, είναι τελικά μια αφελής συνθηματολογία που περιέχει μόνο άγνοια και προκατάληψι.
Το μεγάλο εκσυγχρονιστικό και μεταρρυθμιστικό θέμα της Πολιτείας δεν είναι ο «διαχωρισμός» του Έθνους από την Εκκλησία γιατί όπως προαναφέραμε με το Σύνταγμα του 1975 έχουν καθορισθή οι διακριτοί ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας στα όρια της εκκοσμίκευσης, αλλά η αντιμετώπισις του τέρατος της Γραφειοκρατίας, της ασυνέχειας του Κράτους, της ευνοιοκρατίας και κομματοκρατίας και της σοβούσης ηθικής σήψεως και διαφθοράς.
Αδαώς φερόμενοι οι επιζητούντες τον «διαχωρισμό» ισχυρίζονται ότι θα απαλλαγή δι’ αυτού η Πολιτεία και από την μισθοδοσία του κλήρου και θα ιδιοποιηθή την Εκκλησιαστική λεγόμενη περιουσία, λησμονούν όμως απαράδεκτα ότι ακόμη η Ελλάδα αποτελεί Κράτος Δικαίου και ότι την απάντησι στους «ευσεβείς πόθους» τους έδωσε το Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ) που υποχρέωσε την Ελληνική Πολιτεία να άρει τις συνέπειες των Νόμων 1700/1987 και 1811/1988.
Με την απόφασι 10/1993/305/483-484/9.12.1994 του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιλύεται οριστικά η νομική θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στην Ελληνική Πολιτεία και αναγνωρίζεται η δικαιική αρχή του άρθρου 51 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικος «Η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά περιστατικά για την απόκτησή τους» και δι’ αυτών ουσία η Σύμβασις του έτους 1952 μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
Επομένως με τον τυχόν «διαχωρισμό» Εκκλησίας και Πολιτείας εφ’ όσον η χώρα επιθυμεί να βρίσκεται εντός της Ευρωπαικής Ενώσεως και να είναι υποκείμενο του Ευρωπαικού νομικού πολιτισμού και Δικαίου θα πρέπει να συνεχισθή η μισθοδοσία του κλήρου κατά τις συμβατικές υποχρεώσεις της Χώρας ως αντίδοσι για το 96% της Εκκλησιαστικής περιουσίας που κατά καιρούς από του έτους 1833 με διαφόρους τρόπους διήρπασε, ή να διακοπή η μισθοδοσία του κλήρου και να επιστραφή το σύνολο της περιουσίαςαπό του έτους 1833, διά την νομικήν και ιστορικήν κατοχύρωσιν της οποίας ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Ιερώνυμος με το περισπούδαστο Ιστορικό πόνημά του «Η απάντησι της Εκκλησίας στα μυθεύματα του Αντικληρικαλιστικού Λαικισμού» (Αθήνα 2016) απέδειξε την αλήθεια, ή να αποζημιωθή δι’ αυτήν η Εκκλησία.
Συνεπώς ομιλούμε για τρισεκατομμύρια Ευρώ που καθιστά το γεγονός της αμφισβητήσεως της μισθοδοσίας του κλήρου εν συνδυασμώ προς την οικονομική πραγματικότητα, πλήρως ανεδαφικό.
Θα πρέπει να επαναληφθή ότι το Ελληνικό Κράτος άρχισε να απαλλοτριώνη αυθαιρέτως δηλαδή χωρίς αποζημίωση και αντίδοση, την ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας αρχικώς διά των επεχόντων ισχύν Νόμου Βασιλικών Διαταγμάτων της 18/1/1833, της 20/5/1836, της 1/6/1836, της 13/10/1834, της 13/1/1838, της 29/4/1833 κ.α. και μεταγενεστέρως με άλλες πράξεις του ως οι Νόμοι 1072/1917, 2050/1920 και τελικώς διά της ανωτέρω από 18/9/1952 συμβάσεως μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας απαλλοτριώθηκε το 92,5% και άνω της όλης Εκκλησιαστικής περιουσίας οπότε διά του Νόμου 536/1945 το Κράτος ανέλαβε την μισθοδοσία του Κλήρου σε αντάλλαγμα των όσων ακινήτων απαλλοτρίωσε.
Παρεμπιπτόντως η συγκεκριμένη απόφασι του Ε.Δ.Α.Δ. αποτελεί νομολογία και πρόκριμα για ομοειδείς υποθέσεις στο μέλλον, διότι το Ε.Δ.Α.Δ. είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνη για την παραβίαση της συμβάσεως της Ρώμης και υπερτερεί του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, των Ανωτάτων Δικαστηρίων της εγχωρίου εννόμου τάξεως. Με την απόφασι αυτή εκρίθη οριστικά και αμετάκλητα το κεφάλαιο της αμφισβητήσεως της Εκκλησιαστικής περιουσίας από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους έως σήμερα.
Μετά τα ανωτέρω και η δήθεν νομιμοποίησις του «διαχωρισμού» μέσω δημοψηφίσματος θα πρέπει να εξηγήση τι ακριβώς νομικά υποδηλώνει ο πολλά (!!) ψευδοϋποσχόμενος αυτός όρος, ότι δηλαδή «διαχωρισμός» σημαίνει την μετατροπή ουσία του νομικού χαρακτήρος των Εκκλησιαστικών Νομικών
Προσώπων από ειδικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σε Ιδιωτικού Δικαίου την ίδια στιγμή που οι Μουσουλμανικές Μουφτείες είναι Δημόσιες Υπηρεσίες και οι Ισραηλιτικές Κοινότητες Ν.Π.Δ.Δ.
Το θέλει λοιπόν αυτό ο Ελληνικός Λαός; Να υποβαθμισθή η Ορθόδοξη Εκκλησία και να παραμείνουν οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και οι Μουσουλμανικές Μουφτείες σαν δημόσιες νομικές οντότητες του Ελληνικού Κράτους;
Επιτρέψατέ μου να αμφιβάλλω, γιατί δεν αγωνίσθηκαν γι’ αυτό διαχρονικά οι Έλληνες.
Εν κατακλείδι παραθέτω επί λέξει απόσπασμα από δημοσίευμα του καταξιωμένου αρθρογράφου κ. Μανώλη Κοττάκη στην Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ φ. 15/6/2016 σελ. 7 υπό τον τίτλο «Ηλίθιος πειρασμός» χωρίς να ενστερνίζομαι τους σχετικούς χαρακτηρισμούς: «… Η κυβέρνηση πρέπει να πάρει, νομίζω, το μάθημά της από την όλη εξέλιξη. Ειδικά τώρα που έχει τον ασύγγνωστης … πειρασμό να ανοίξει ζήτημα αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος, το οποίο προσδιορίζει τις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας. Και τούτο γιατί η αναθεώρηση του άρθρου 3 συνδέεται ευθέως με τον μύχιο πόθο του Πατριαρχείου να αποκτήσει ποίμνιο στη βόρειο Ελλάδα, στις λεγόμενες Νέες Χώρες. Με όλη την αγάπη που έχουμε οι Ελληνες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (ταυτισμένο ιστορικά με μεγάλες στιγμές του Ελληνισμού), από που και έως που νομικό πρόσωπο που έχει έδρα ξένη επικράτεια, πόσο μάλλον την Τουρκία, μπορεί να αποκτήσει δικαιοδοσία σε νομικά πρόσωπα που εδρεύουν σε άλλη εδαφική επικράτεια; … Το ζήτημα όμως -… – είναι να καταλάβει και η πολιτική ηγεσία μας το εθνικό λάθος που πάει να γίνει με την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος. Τυχόν κατάργησή του θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για χάραξη νέων εκκλησιαστικών συνόρων μεταξύ Ελλαδικής Εκκλησίας – Οικουμενικού Πατριαρχείου και Αγίου Ορους. Να το καταλάβει πρώτος ο πρωθυπουργός που περιστοιχίζεται από άσχετους στην πλειονότητά τους με το θέμα υπουργούς (πλην Γιάννη Αμανατίδη). Να το καταλάβει και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης…».
Εξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Το άρθρο 3 του Συντάγματος κατοχυρώνει και προστατεύει τα Καταστατικά κείμενα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας του 1850 και την Πράξι του 1928 και από αυτό απορρέει ο εκτελεστικός Νόμος 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Αντιλαμβάνεσθε ασφαλώς ως ιδιαιτέρως ευφυής, τον κίνδυνο αποσταθεροποιήσεως που ενέχει μία άκριτος μεταχείρισι των Καταστατικών αυτών κειμένων.
Επομένως οι προτάσεις περί αναθεωρήσεως που αφορούν στο συγκεκριμένο θέμα είναι ιδεολογικές και εκτός συνταγματικής πραγματικότητος και δεν εισφέρουν τίποτε στο Συνταγματικό βίο της Χώρας.
Το Ελληνικό Κράτος είναι κοσμικό Κράτος και ασφαλώς με την διάταξι του άρθρου 13 του Συντάγματος προστατεύει την θρησκευτική ελευθερία κάθε γνωστής θρησκείας στη χώρα, που δεν έχει κρύφια δόγματα και η λατρεία της δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη και την δημόσια τάξι και αποτελεί εξωπραγματική και παραπλανητική και στερουμένη σοβαρότητος υπόθεσι το να παρουσιασθή η χώρα ως χώρα άθεη.
Για τους λόγους αυτούς η απάλειψη στην προμετωπίδα του Συντάγματος μνείας της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, το μόνο που θα επετύγχανε θα ήτο να διαγραφή από την Ιστορία του Έθνους το Βυζάντιο και η Ελληνική Επανάστασι και οι αγώνες διατηρήσεως της εθνικής ιδιοπροσωπείας και η διαχρονική συνέχεια του Ελληνικού Έθνους και θα διασάλπιζε παγκοσμίως ότι η Ελλάς είναι χώρα άθεη, γεγονός εξωπραγματικό, παραπλανητικό και στερούμενο πάσης σοβαρότητος.
Εξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Ευελπιστώ ότι οι ταπεινές μου αυτές θέσεις θα συμβάλουν στην διασάφηση αυτού του πολύ σημαντικού θέματος και στην απεμπλοκή του από ιδεολογικές και εκτός συνταγματικής πραγματικότητος τοποθετήσεις.
Μετ’ ευχών
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ